“Η ζωή στο θέατρο” του Ντ. Μάμετ- Χάσμα γενεών!
Η ζωή των ηθοποιών δεν είναι μόνο οι ρόλοι που υποδύονται. Είναι ανθρώπινες σχέσεις, ανταγωνισμοί, ζήλιες, προσπάθεια για έκφραση και δημιουργία, αγώνας επιβίωσης. Πράγματα δηλαδή -ίσως πεζά και καθημερινά- που όμως υπάρχουν στη ζωή, άρα και στο θέατρο. Όχι γιατί το θέατρο είναι ζωή, αλλά γιατί οι θεατρίνοι είναι κι αυτοί άνθρωποι.
Με αυτό το θέμα ασχολείται το “η ζωή στο θέατρο” του αμερικανού συγγραφέα Ντέιβιντ Μάμετ, το οποίο ανεβαίνει σε σκηνοθεσία και μετάφραση Αλέξη Ρίγλη στο θέατρο Rabbithole. Πρωταγωνιστές είναι δύο ηθοποιοί, ο Ρόμπερτ (Χρήστος Στέργιογλου) και ο Τζον (Κώστας Γάκης). Οι δύο ηθοποιοί έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας και αυτή η διαφορά σε πολλούς επαγγελματικούς χώρους, αλλά πολύ περισσότερο στο θέατρο, δημιουργεί διάφορες τριβές και συγκρούσεις.
Στον κόσμο του θεάτρου, παλιοί ηθοποιοί κατηγορούν συχνά τους νεότερους για έλλειψη επαγγελματισμού, ωριμότητας και πείρας. Νεότεροι, πάλι, θεωρούν ότι οι πιο πολλοί μεγάλης ηλικίας ηθοποιοί έχουν κατασταλάξει σε συγκεκριμένα ερμηνευτικά μοτίβα και δεν είναι “εύκολοι” στο να δοκιμάζουν καινούρια πράγματα. Χώρια που υπάρχει και το αιώνιο θέμα της “παλαιότητας” σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους, αλλά και το χάσμα των γενεών από τις διαφορετικές παραστάσεις που έχει κάθε γενιά σε σχέση με τις προηγούμενες ή τις επόμενες.
Στο έργο του Μάμετ, η ζωή των ηθοποιών προβάλλεται μέσα από το πρίσμα του χάσματος γενεών. Και είναι συγκρουσιακή. Ο Τζον (ο νέος) αρχικά αντιμετωπίζει με υπερβολικό σεβασμό τον μεγαλύτερο του Ρόμπερτ. Σε ό,τι λέει ο Ρόμπερτ, αυτός λέει “ναι”. Θεωρεί πολύ καλό για τον ίδιο το να έχει την εύνοιά του. Στην πορεία, όμως, η τριβή της καθημερινότητας, η απομυθοποίηση, το λεγόμενο “ξεψάρωμα” φέρνουν σταδιακά την αλλαγή στάσης του Τζον. Και αυτό επιφέρει μικρές ρήξεις. Όπως στην καθημερινή ζωή. Μικροκακίες, μπηχτές, υπονοούμενα, που και που καμιά βρισιά… Ο νέος ηθοποιός προχωράει και ο γηραιός σιγά-σιγά φθίνει.
Ο συγγραφέας δεν έχει καμία διάθεση να παρουσιάσει τους ηθοποιούς αλλά και το ίδιο το θέατρο (τον χώρο του) με κάποια αίσθηση μεγαλείου. Απομυθοποιεί έναν χώρο, τον οποίο γνωρίζει εκ των έσω. Θέλει να τον προβάλλει, χωρίς να “ευλογεί τα γένια του”.
Θέατρο εν θεάτρω
Το έργο παρουσιάζει σκηνές με τους δύο ηθοποιούς ως ανθρώπους, να κάνουν πρόβες, να μιλάνε μεταξύ τους, να βρίσκονται στα παρασκήνια. Και παράλληλα βάζει εμβόλιμα αρκετές σκηνές εν θεάτρω, τις οποίες οι ηθοποιοί καλούνται να ερμηνεύσουν μπροστά σε ένα υποτιθέμενο κοινό. Αυτές οι σκηνές παρωδούνται ως κλισέ. Πιστεύω ότι το κάνει ο Μάμετ για να ενισχύσει το κωμικό στοιχείο στο έργο. Ίσως να του βγαίνει και καλύτερα στην γραφή το ειρωνικό στοιχείο σε αυτές τις “ασκήσεις ύφους” που κάνει.
Το κυριότερο, όμως, λειτουργικό τους στοιχείο, νομίζω, είναι ότι με αυτές τις σχεδόν γελοίες σκηνές, είναι ότι μας δείχνει (σε δεύτερη ανάγνωση) ότι οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί και ιδίως ο γηραιός Ρόμπερτ, δεν είνα τόσο καλοί, όσο οι ίδιοι πιστεύουν. Αν και ο Στέργιογλου είναι καλύτερος ηθοποιός από τον Γάκη, πουθενά στο κείμενο, αλλά και στην οπτική της παράστασης, δεν φαίνεται ότι ο Ρόμπερτ είναι μεγάλος ηθοποιός ή καλύτερος από τον Τζον. Αντίθετα, όταν βγαίνουν στην σκηνή οι δύο ηθοποιοί, οι ερμηνείες τους κινούνται στα όρια του ιλαροτραγικού.
Παράλληλα, οι κριτικοί συχνά θάβουν τον Ρόμπερτ κι εκείνος γκρινιάζει όλη την ώρα γι’ αυτό. Ο Τζον, αντίθετα, είναι ευνοημένος από τις κριτικές. Νέα αφορμή για τριγμούς ανάμεσά τους! Τελικά, τίθεται εν αμφιβόλω η αξία αυτού που ο Ρόμπερτ καταθέτει ως καλλιτέχνης. Ο ίδιος θεωρεί ότι προσφέρει κάτι πολύ σημαντικό. Και θεωρεί ότι οι νέοι (όπως ο Τζον), αλλά και οι κριτικοί (ως δημοσιογράφοι) είναι πολύ επιφανειακοί για να το ακολουθήσουν. Όμως, το υποτιθέμενο αυτό μεγαλείο δεν δικαιώνεται όταν τον βλέπουμε να παίζει στο σανίδι.
Η σκηνοθεσία του Αλέξη Ρίγλη προσπάθησε να δώσει μια πιο σοβαρή και στοχαστική ματιά στο σημαντικό αυτό έργο. Δημιούργησε έτσι μια κωμωδία, όπου το τελετουργικό στοιχείο και οι επαναλήψεις προσπαθούν να δώσουν μια εικόνα από τη ζωή. Προσπάθησε να βρει δημιουργικές λύσεις σε δύσκολα ζητήματα, όπως το πώς να αποτυπώσεις τις σκηνές εν θεάτρω μέσα σε ένα θεατρικό έργο και νομίζω ότι τα κατάφερε αρκετά καλά. Οι δύο πρωταγωνιστές είναι ξεκάθαροι σε αυτό που έχουν να αναδείξουν. Ο Στέργιογλου είναι τραγικός μέσα στην γελοιότητά του, ενώ ο Γάκης είναι πιο επιφανειακός και καλοπερασάκιας. Ο ένας βρίσκει στο θέατρο τη διέξοδο από τη μοναξιά του, ενώ ο άλλος βρίσκει στην κοινωνική του ζωή τη διέξοδο από το θέατρο.
Σε γενικές γραμμές, η παράσταση έχει σημαντική αξία και ειλικρίνεια. Πρόκειται για μια σκεπτόμενη κωμωδία ενός ικανότατου συγγραφέα. Κι αποδόθηκε με αφοσίωση τόσο από τον σκηνοθέτη, όσο και από τους δύο ηθοποιούς.
Γιώργος Σμυρνής