Real Steel
Ένας παλιομοδίτικος αλλά ευχάριστος συνδυασμός επιστημονικής φαντασίας και αθλητικής ταινίας…
Στο Ντιτρόιτ του κοντινού μέλλοντος, το σταθερά δημοφιλές σπορ της πυγμαχίας έχει περάσει πλέον σε άλλο επίπεδο. Πάνω στο ρινγκ, τις γροθιές τους διασταυρώνουν γιγαντόσωμα ανθρωπόμορφα ρομπότ. Ο Τσάρλι Κέντον, ξεπεσμένος μποξέρ, αναζητά την ευκαιρία να επιστρέψει για μια τελευταία φορά στις μέρες της δόξας. Όταν κάποια μέρα ο Μαξ, ο ανήλικος γιος του, με τον οποίο είχαν αποξενωθεί, ανακαλύπτει τυχαία ένα εγκαταλειμμένο και μισοκατεστραμμένο ρομπότ παλιάς τεχνολογίας, ο Τσάρλι, ο οποίος έχει γίνει εξπέρ στο να κατασκευάζει μάχιμους ρομπο-πυγμάχους από παλιοσίδερα, αποφασίζει να τα παίξει όλα για όλα: με τη βοήθεια του γιου του θα προπονήσουν το ρομπότ τους για τη διεκδίκηση του τίτλου…
Παρά το μελλοντολογικό πλαίσιο της ιστορίας (βασίζεται χαλαρά σε διήγημα του Ρίτσαρντ Μάθεσον), η ταινία θυμίζει ψυχαγωγικό σινεμά της δεκαετίας του ’80, άλλωστε κάποιος Σπήλμπεργκ έχει βάλει το χεράκι του στην παραγωγή. Σαν ένα ρομπότ φτιαγμένο από σκουριασμένα εξαρτήματα αλλά με μια καλολαδωμένη μηχανή, αποτελεί μια αρκετά πετυχημένη και λειτουργική συρραφή από παλιά, γνώριμα και δοκιμασμένα θέματα και κλισέ, από το αποξενωμένο ρεμάλι που ανακαλύπτει σταδιακά τη γλύκα της πατρότητας μέχρι το άσημο αουτσάιντερ που –α λα Ρόκι– διεκδικεί τον αθλητικό θρίαμβο. Η αρχική ιδέα έχει μια εγγενή αδυναμία (αυτό που κάνει συναρπαστική την πυγμαχία είναι το ανθρώπινο στοιχείο –ο ιδρώτας, το αίμα, η αντοχή στον πόνο), όμως τα ρομπότ έχουν μια οργανική, χειροποίητη αίσθηση (σε σχέση, ας πούμε, με τους ψηφιακούς τενεκέδες του «Transformers») και η απεικόνιση της υποκουλτούρας του ‘robo-boxing’ είναι από τα διασκεδαστικά στοιχεία της ταινίας.
Θοδωρής Τσιάτσικας