Η συναυλία παρουσιάζει τρία λιγότερα γνωστά έργα ισάριθμων συνθετών μεγάλης σημασίας για τη μεταπολεμική μουσική. Κοινό στοιχείο των τριών συνθετών είναι ότι, μετά τη –σχεδόν αναγκαστική– επαφή με τα κυρίαρχα ρεύματα που διαμορφώνονταν γύρω από το σειραϊσμό, χάραξαν πολύ προσωπικούς δρόμους, αποκηρύσσοντας την τυφλή αφοσίωση σε ένα αυστηρά προσδιορισμένο συνθετικό πρόγραμμα.
Ο Alfred Schnittke υπήρξε από τους κορυφαίους Ρώσους συνθέτες του 20ού αιώνα και από τους λίγους που κατάφεραν να ξεφύγουν από τα υφολογικά δεσμά της σοβιετικής πολιτιστικής πολιτικής. Επηρεασμένος αρχικά από τον Shostakovich και μετέπειτα από το σειραϊσμό, ανέπτυξε σταδιακά μια δική του «πολυστυλιστική» γραφή, όπως την αποκάλεσε, στην οποία συνυπήρχαν στοιχεία μουσικής όλων των εποχών και των ειδών.
Το έργο Gogol Suite (1980) γράφτηκε για τη μεταφορά στη σκηνή του αφηγήματος του Γκόγκολ Πεθαμένες ψυχές. Η ιστορία αυτή αφηγείται την ανεπιτυχή προσπάθεια του μυστηριώδους απατεωνίσκου Τσιτσίκοφ να υλοποιήσει το ακόλουθο colpo grosso: να αγοράσει τις ψυχές πεθαμένων δουλοπάροικων από τα αφεντικά τους προκειμένου να εξασφαλίσει το δικαίωμα απόκτησης γης. Ο Γκόγκολ δημιουργεί έναν κόσμο-παραίσθηση, στα όρια της αθλιότητας, μέσα από αυτό που ο Ναμπόκοφ αποκάλεσε «ένα συντακτικό που παράγει ζωή». Παρομοίως, ο Σνίττκε μας μεταφέρει σε έναν κόσμο παράλογο και σε αποσύνθεση. Γράφει μια μουσική για τη φτώχεια, πλούσια όμως σε αναφορές, όπου γειτνιάζει το «υψηλό» (π.χ. παραθέματα από την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν) με θραύσματα λαϊκής μουσικής· όπου ρυθμοί και μελωδίες καλούνται να υπάρξουν, σαν τις ψυχές του Τσιτσίκοφ, χωρίς όμως σάρκα και οστά.
Ο György Ligeti (1923-2006) εγκατέλειψε τη γενέτειρά του Ουγγαρία μετά την εξέγερση του 1956. Με ενδιάμεσο σταθμό τη Βιέννη, κατέληξε στην Κολωνία, όπου γνωρίστηκε με σημαντικές μορφές της μουσικής πρωτοπορίας όπως τους Stockhausen και Koenig. Η μουσική του γραφή επηρεάστηκε βαθιά από τις εκκολαπτόμενες δυνατότητες της ηλεκτροακουστικής μουσικής, που οδήγησαν τον συνθέτη μακριά από τις βασικές κατηγορίες της μελωδίας, της αρμονίας και του ρυθμού και του άνοιξαν τους ορίζοντες για μια νέα προσέγγιση της μουσικής μέσω του ηχητικού όγκου, της υφής και αυτού που ο ίδιος αποκάλεσε «μικροπολυφωνία».
Το Chamber Concerto (1969-70) κατέχει ενδιάμεση θέση, χρονικά και υφολογικά, μεταξύ του ριζοσπαστικού και «ογκοπλαστικού» Atmosphères (1961) για μεγάλη ορχήστρα και τη μοναδική όπερα του Λίγκετι Le Grand Macabre (1978), η οποία ανοίγεται σε ένα εκλεκτικιστικό λεξιλόγιο. Η ίδια η γραφή του έργου φαίνεται να εξελίσσεται από το πρώτο μέχρι το τέταρτο μέρος: ενώ αρχικά συναντάμε μια τεχνική όπου clusters φθόγγων διαρθρώνονται με τη χρήση αυστηρών κανόνων (canons) παράγοντας μια συνεχώς μεταβαλλόμενη ορχηστρική υφή, στο τέταρτο μέρος η αυστηρότητα και η πυκνότητα των μεμονωμένων φωνών χαλαρώνει και γίνεται αντιληπτή, έστω και φευγαλέα, μια αίσθηση μελωδίας.
Ο Hans Werner Henze (1926) είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς συνθέτες όπερας και μουσικής για το θέατρο του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Έχει συνοψίσει την αισθητική του δηλώνοντας την ανάγκη «να εισβάλει στις συμβάσεις προκειμένου να τις παρουσιάσει υπό νέο φως, χρησιμοποιώντας με αποτελεσματικό τρόπο νέα εκφραστικά μέσα». Πράγματι, μετά από μια σύντομη σχέση με το σειραϊσμό και έχοντας εγκαταλείψει τη Γερμανία προκειμένου να εγκατασταθεί στην Ιταλία, η μουσική του ανοίγεται σε μια ελεύθερη χρήση στυλιστικών στοιχείων όλων των εποχών και προελεύσεων, αντλώντας από τις εγγενείς ποιότητές τους. Άλλωστε, ο ίδιος αναφέρει ότι η ειρωνεία και η αποστασιοποίηση δεν εντάσσονται στα μουσικά του ενδιαφέροντα. Οι Τρεις Διθύραμβοι (1958) αναπτύσσουν μια ροή με έντονες και δραματικές αντιθέσεις. Η ελεύθερα ατονική ανάπτυξη των μουσικών ιδεών παράγει ωστόσο μια σαφώς μελωδική γραφή από την οποία δεν λείπει το στοιχείο της στυλιστικής αναφοράς.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Alfred Schnittke [1934 – 1998]
Gogol Suite (1980)
György Ligeti [1923 – 2006]
Chamber Concerto (1969-70)
Hans Werner Henze [γενν. 1926]
Drei Dithyramben (Τρεις Διθύραμβοι, 1958)
Διεύθυνση ορχήστρας: Μίλτος Λογιάδης