Κατερίνα Ευαγγελάτου: “Κανείς δεν θέλει να παίζει σε ένα θέατρο για δυο άτομα!”
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι μια νέα δημιουργική φωνή στα θεατρικά πράγματα της χώρας, η οποία έχει ήδη αφήσει έντονο στίγμα. Πολλοί συνεργάτες της, παρά το νεαρό της ηλικίας της, την αποκαλούν “δασκάλα”, γεγονός που μάλλον την ενοχλεί, παρά την ευχαριστεί. Ίσως να την λένε έτσι, γιατί με την καθοδήγησή της, τους βοηθάει να γίνονται καλύτεροι. Ίσως γιατί είναι μια σκηνοθέτης- ερευνήτρια, που κάνει μεγάλη μελέτη του έργου και του συγγραφέα, ρωτάει ψυχολόγους για τους χαρακτήρες, εξετάζει πολλές παραμέτρους και μετά διαμορφώνει το πλάνο της.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
Φέτος σκηνοθετεί μια από τις σημαντικότερες θεατρικές επιτυχίες, τον “Γυάλινο Κόσμο” του Τένεσι Ουίλιαμς στο θέατρο Δημήτρης Χορν. Και μας μιλάει τόσο για την ιδιαίτερη και αρκετά προβληματική σχέση του συγγραφέα με την οικογένεια του, η οποία αποτυπώνεται στο έργο του. Παράλληλα, αναφέρεται και στις αγωνίες των συντελεστών μιας παράστασης, στην αναγκαιότητα, αλλά και στην δυσκολία του να “θυμόμαστε” κάποια πράγματα, ενώ ομολογεί ότι αισθάνεται μια δικαίωση για τους κόπους της, όταν το θέατρο είναι γεμάτο.
-Σκηνοθετείτε τον Γυάλινο Κόσμο του Τένεσι Ουίλιαμς. Μιλήστε μας για τον συγγραφέα και το έργο
Ο Γυάλινος Κόσμος είναι το έργο που έκανε διάσημο τον Τένεσι Ουίλιαμς. Μέχρι τότε είχε γράψει έργα με μικρή ή και καθόλου επιτυχία. Ήταν σε μια δύσκολη καμπή της ζωής του. 33 ετών. Με όλο το βάρος της σχιζοφρένειας της αδερφής του και της λοβοτομής της, να τον κυνηγάει, με όλο το βάρος των θεμάτων της σεξουαλικότητας του. Και το έργο αυτό του έφερε το μεγάλο μπαμ!
Κατά τη γνώμη μου είναι το πιο προσωπικό του έργο. Είναι ένα έργο μνήμης, αφιερωμένο στην αδερφή του και στην μητέρα του, η οποία ήταν μια φιγούρα που καθόρισε και αρνητικά και θετικά όλη του την πορεία. Το έργο είναι ένα από τα σημαντικότερα του 20ου αιώνα. Πρόκειται για ένα τρίγωνο σιωπηλής απόγνωσης μάνα- γιος-κόρη. Ο πατέρας τους έχει εγκαταλείψει. Ζουν σε ένα ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον της Αμερικής του κραχ.
Μιλάει για ανθρώπους που αρνούνται να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα. Η μάνα καταφεύγει στο παρελθόν της. Ο γιος καταφεύγει στο σινεμά. Και η μικρή στο γυάλινο κόσμο της- σε έναν κόσμο ψευδαίσθησης. Ενώ υπάρχει αγάπη μεταξύ τους και χιούμορ, δεν καταφέρνουν να φτιάξουν ένα συναισθηματικό δέσιμο που να τους βοηθήσει να επιβιώσουν.
-Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες του δικού σας ανεβάσματος;
Στη δική μας έχουν γίνει επεμβάσεις στο κείμενο, για να μην υπάρχει η στενή τοποθέτηση στο Σαν Λούις στην Αμερική του 37, ώστε να ταιριάζει με τη λιτή, αφαιρετική αισθητική του ανεβάσματος. Χρησιμοποιήσαμε κάποια κομμάτια από τα προσχέδια του Ουίλιαμς. Θραύσματα από την acting version του έργου. Επίσης, ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα Portrait of girl in glass, που είναι προάγγελος του έργου.
-Είχατε πει στην συνέντευξη τύπου ότι η μνήμη επιλέγει με βάση τα συναισθήματα. Ότι λειτουργεί επιλεκτικά και παραμορφωτικά. Σε ποιους τομείς επηρέασε την σκηνοθεσία σας αυτή η άποψη;
Δεν θυμάμαι αν είχα πει μόνο για τα συναισθήματα. Πάντως σίγουρα είναι επιλεκτική. Θυμάται κάποιες εντελώς ασήμαντες λεπτομέρειες. Άλλα πράγματα, σημαντικά, για λόγους άμυνας, προτιμάει να μην τα θυμάται. Διογκώνει καταστάσεις. Τις παραλλάσσει. Τις χρωματίζει. Τις αποχρωματίζει. Όπως λέει και ο Ουίλιαμς, «εδρεύει στην καρδιά».
Ως προς την σκηνοθεσία μου, αυτό το πράγμα επηρέασε πολλούς τομείς. Όταν αποφάσισα ότι θα υπάρχουν βιντεοπροβολές, θεώρησα ότι θα εξυπηρετήσουν πολύ το θέμα της λειτουργίας της μνήμης. Κι οπωσδήποτε έχει περάσει και στην ποιητική διάσταση και στην αφαίρεση που υπάρχει στην σκηνοθεσία. Όλο το έργο διαδραματίζεται στο μυαλό του Τομ. Είναι μία μνήμη. Αυτό μου έδωσε πολλές ελευθερίες. Το σκηνικό, το οποίο από την χρήση του γίνεται μη ρεαλιστικό. Τον γυάλινο κόσμο της Λώρα που είναι στο ψυγείο. Το όλο στήσιμο…
-Το έργο ανεβαίνει στην επέτειο των 100 χρόνων από την γέννηση του Τένεσι Ουίλιαμς. Έχουν κάποια σημασία αυτές οι επέτειοι;
Και ναι και όχι! Όταν μιλάμε για μεγάλους συγγραφείς, όπως αυτός, έχει σημασία! Δεν έχει σημασία να θυμόμαστε ότι είναι 100 χρόνια από τότε που γεννήθηκε; Ή πόσα χρόνια είναι από τότε που γράφτηκε το έργο. Και να που το έργο αυτό, ιδωμένο από μια νέα ματιά, ακόμα και σήμερα, έχει κάτι να πει. Απ’ την άλλη, το να ψάχνεις να ανεβάσεις ένα έργο, μόνο και μόνο γιατί είναι επέτειος, είναι λάθος.
-Πώς νιώθετε όταν συνομήλικοι σας ηθοποιοί σας αποκαλούν δασκάλα;
Παναγία μου! Νιώθω ένα γέλιο να με πνίγει! Τι να πω; Είναι αστείο να με λένε δασκάλα οι συνεργάτες μου σε μία παράσταση. Πώς και δε με είπανε και οσία! Εδώ δεν επιτρέπω να με λένε δασκάλα οι μαθητές μου στις σχολές!
-Είχατε υπάρξει και ηθοποιός. Μπορεί ένας σκηνοθέτης να παίζει παράλληλα και στο έργο του;
Είχα παίξει σε τρεις παραστάσεις, αλλά ήδη δούλευε στο μυαλό μου το θέμα της σκηνοθεσίας. Γι’ αυτό σταμάτησα να παίζω και πήγα να σπουδάσω σκηνοθεσία. Η πράξη έχει αποδείξει ότι εξαιρετικοί σκηνοθέτες έχουν πρωταγωνιστήσει με πολύ μεγάλη επιτυχία στα έργα τους. Ο Βογιατζής, ο Φασουλής… πάρα πολύς κόσμος. Αυτό το πράγμα, για να το κάνεις, χρειάζεται μια πείρα. Για μένα, αυτή τη στιγμή, στην φάση που είμαι τώρα, είναι αδιανόητο. Μπορεί μετά από κάποια χρόνια, να το τολμήσω, αν νιώθω την ανάγκη, αλλά και τη σιγουριά ότι μπορώ να τα βγάλω πέρα με κάτι τέτοιο. Σε αυτή τη φάση, επειδή είμαι και απολύτως τρελή και τελειομανής, το θεωρώ αδιανόητο.
-Προτιμάτε ξένους ή Έλληνες συγγραφείς;
Δεν είναι θέμα τι προτιμώ. Έχω ανεβάσει μόνο έναν Έλληνα, τον Μαυριτσάκη, στο Εθνικό. Ψάχνω έργα ελληνικά κι έχω την τύχη να μου τα εμπιστεύονται. Απλώς, εγώ επιλέγω ένα έργο ενστικτωδώς. Μπορεί να είναι ένα έργο πολύ ενδιαφέρον και να έχει να πει πράγματα, αλλά εγώ να μην μπορώ να πω κάτι μέσα σε αυτό. Δυστυχώς, δεν μου συμβαίνει συχνά σε ελληνικά έργα να πω ότι μπορώ να καταθέσω κάτι, σε σχέση με το συγκεκριμένο κείμενο. Θέλω πολύ να το κάνω, γιατί με ενδιαφέρει πολύ το παιχνίδι με το λόγο και το να κάνεις ένα έργο στη γλώσσα σου είναι πολύ ωραίο. Αλλά δεν είναι εύκολο τελικά.
-Αυτή τη μόδα με τις συρραφές, που παίρνουν Αισχύλο, Καζαντζάκη και άλλους και να τα ανακατέψουν όλα, πως την κρίνετε;
Αν γίνει με γούστο, με μέτρο και με μια στιβαρή δομή να οδεύει κάπου. Αλλά πρέπει να υπάρχει μια σαφής άποψη για το πού πάει το πράγμα. Να είναι βαγόνια που τα σπρώχνει μια ατμομηχανή. Όχι βαγόνια σκόρπια σε διαφορετικές ράγες! Εγώ το έκανα αυτό μόνο μία φορά στη «Λέσχη της αυτοκτονίας». Όμως, είναι πολύ δύσκολο, όταν ανοίγεις, να μπαίνουν μέσα πολύ διαφορετικά πράγματα.
-Διάβαζα σε ένα βιβλίο του σκηνοθέτη, Ανατόλι Βασίλιεφ, το εξής: Όταν ζητάς την τελειότητα, ως σκηνοθέτης, πρέπει να βρεις ισορροπία. Πρέπει να μην πεθάνεις πολύ ο ίδιος και να μην σκοτώσεις πολύ τον ηθοποιό. Η ερώτησή μου είναι η εξής: Αν πρέπει να διαλέξετε ένα από τα δύο, τι θα είναι αυτό;
Ο Βασίλιεφ έχει τη δική του ιστορία και σχολή, ενώ έχει μεγάλη πείρα στα θέματα της διδασκαλίας και της σκηνοθεσίας. Δεν μπορώ να σχολιάσω έναν άνθρωπο τέτοιο. Την ιδέα μπορώ να την συζητήσω. Δε θα διάλεγα κανένα από τα δύο, γιατί είναι και τα δύο καταστροφικά. Βέβαια, όταν μπαίνεις με τα μπούνια σε μια δημιουργική προετοιμασία και σε μία έρευνα για μία παράσταση, πολλές φορές είναι δύσκολο να κρατήσεις τις ισορροπίες. Εκείνη την ώρα δεν είναι εύκολο να το δεις ψύχραιμα, γιατί είσαι καυτός. Καλό θα ήταν να μη σκοτώνεις ούτε τον εαυτό σου, ούτε τους ηθοποιούς. Αλλά, δυστυχώς, αν κρίνω από το πόσοι άνθρωποι αρρωσταίνουν σε αυτή τη δουλειά, είναι πολύ δύσκολο να το πετύχεις.
-Από τι αρρωσταίνουν;
Από κακή διοχέτευση του άγχους. Και από άλλα πράγματα, άγχη οικονομικά… Δεν θα έπρεπε να συμβαίνει αυτό. Είναι δύσκολο, όμως, η ψυχή σου να μείνει αμέτοχη. Εδώ δουλεύεις στην τράπεζα και είναι δύσκολο να μην εκνευριστείς με τους πελάτες που έρχονται ή με κάτι που συμβαίνει. Πώς να μην επηρεαστεί κάποιος που ασχολείται με την ψυχή και με τον νου; Δεν γίνεται. Απλώς… Πρέπει να προσέχουμε σε ποιο βαθμό. Αν γίνεται, να μπουν όρια σε αυτό το πράγμα.
-Πηγή εκνευρισμού ποιοι είναι; Οι συνεργάτες ή οι θεατές;
Είναι άδικο να πεις ότι οι συνεργάτες σου είναι πηγή εκνευρισμού. Οι συνεργάτες είναι πηγή έμπνευσης. Αλλά όπως συμβαίνει σε όλες οι δημιουργικές καταστάσεις, έτσι και στο θέατρο εμπεριέχονται και συγκρούσεις. Αλλά με τους θεατές είναι άλλο το άγχος: πώς θα εκλάβουν, αν θα καταλάβουν, πώς θα νιώσουν. Αν θα προσέλθουν! Είναι το άγχος. Για να δεις αν όλοι οι κόποι σου αυτών των μηνών τι ανταπόκριση έχουν. Γιατί, εντάξει! Κανείς δεν θέλει να παίζει θέατρο για δύο άτομα. Είναι ψεύτης όποιος λέει ότι δεν τον ενδιαφέρει. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία, από το να βλέπεις ότι υπάρχει ανταπόκριση για τη δουλειά σου. Κι ας ξέρεις βαθιά μέσα σου, ότι δεν καταλαβαίνουν ακριβώς αυτό που θα ήθελες, ή έχουν βρεθεί για κάποιους λάθος λόγους ή απλά επειδή έχει γίνει της μόδας. Υπάρχουν δυστυχώς και αυτά. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει μια βαθιά ικανοποίηση, όταν βλέπεις ότι έχει δημιουργηθεί ένα ρεύμα. Δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί αυτό. Τουλάχιστον εγώ δεν το αρνούμαι.
-Οι κριτικές σας επηρεάζουν;
Με επηρεάζουν μόνο τη στιγμή που τις διαβάζω. Τις ξεχνάω, όμως, αμέσως. Και τις καλές και τις κακές. Ευτυχώς. Νομίζω ότι είναι το καλύτερο αυτό.
-Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Τα επόμενα σχέδια μου περιλαμβάνουν τις δύο παραστάσεις που θα κάνω στο Εθνικό του χρόνου. Η πρώτη είναι η “Ελένη” του Ευριπίδη, που θα γίνει με πάρα πολύ λιτά μέσα, γιατί θα ταξιδέψει. Θα πάει σε σχολεία, ιδρύματα, φυλακές. Και η δεύτερη είναι οι “Θεατές” του Μάριου Ποντίκα, που θα γίνουν την Άνοιξη του 2013, με το καλό, πάλι στο Εθνικό Θέατρο.