MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ- Το έργο που σφράγισε τον 20ο αιώνα!

Πολύ παλιά, τους γυναικείους ρόλους στο θέατρο τους έπαιζαν άντρες. Τώρα, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και πέντε αντρικούς ρόλους, σε ένα έργο σταθμό του 20ου αιώνα (πολλοί το θεωρούν το σπουδαιότερο θεατρικό έργο του αιώνα αυτού), το “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Ιρλανδού Σάμιουελ Μπέκετ.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Το “Περιμένοντας τον Γκοντό”, το οποίο ανεβαίνει στο θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελώνη είναι το έργο που έκανε διάσημο τον δημιουργό του από την μια μέρα στην άλλη. Ήταν λίγα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που κατέστρεψε την Ευρώπη. Ο συγγραφέας, ενοχλημένος από την στάση των συμπατριωτών του απέναντί του και μην μπορώντας να ταιριάξει με την συντηρητική νοοτροπία τους, εγκατέλειψε την Ιρλανδία και εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι. Κι όχι μόνο αυτό. Άρχισε να γράφει στα γαλλικά, γεγονός αξιοθαύμαστο, δεδομένων των λογοτεχνικών του επιτευγμάτων σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του. Όπως εξηγεί ο ίδιος “όταν γράφεις σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου, είναι εύκολο να γράφεις χωρίς ύφος”.

Το 1948, στο Παρίσι, ο Σάμιουελ Μπέκετ έγραψε το σπουδαίο αυτό έργο. Δημοσιεύθηκε τρία χρόνια μετά, το 1951. Έμεινε επί πέντε χρόνια άπαιχτο, καθώς ο συγγραφέας δεν μπορούσε να βρει σκηνή. Τελικά, κατάφερε να βρει μια μικρή σκηνή το 1953. Στην περίπτωση αυτού του έργου, η αρχή ήταν, όντως, το ήμισυ του παντός- για να μην πούμε το άπαν! Από το ξεκίνημα των παραστάσεων, η απήχησή του ήταν τρομακτική! Ο Μπέκετ είχε καθορίσει με αυτό το έργο το σύγχρονο θέατρο.

Στο έργο αυτό, το οποίο τον ενέταξε στην θεατρική πρωτοπορεία, ο Μπέκετ έχει ενσωματώσει στοιχεία των avant garde φωνών στο μυθιστόρημα, όπως του Τζόυς και του Σελίν. Παράλληλα, έχει προχωρήσει στοιχεία του σύγχρονου του θεάτρου, εισάγοντας, μαζί με τον Ιονέσκο το “θέατρο του παραλόγου”.

Ο Ιρλανδός κριτικός Βίβιαν Μερσιέ έγραψε για το έργο, ότι ο Μπέκετ “πέτυχε κάτι που θεωρητικά είναι αδύνατον. Ένα έργο, στο οποίο τίποτα δεν συμβαίνει και όμως κρατάει τους θεατές καρφωμένους στις θέσεις τους. Κι ακόμα περισσότερο, καθώς η δεύτερη πράξη είναι μια ελαφρά παραλλαγή της πρώτης, αυτό που έγραψε είναι ένα έργο, στο οποίο τίποτα δεν γίνεται δύο φορές!”

Το “Περιμένοντας τον Γκοντό” θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ιλαροτραγωδία, με στοιχεία από την κομέντια ντελ άρτε, ενώ θυμίζει σε κάθε σημείο στους θεατές πως αυτό που παρακολουθούν είναι μια “κατασκευή”, είναι θέατρο. Παράλληλα, εκφράζει την απελπισία του μεταπολεμικού κόσμου και τον αρνητισμό απέναντι στην εξουσία και τον άρρωστο “ορθολογισμό” της, που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα και στα δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς.

Η ματαιότητα της ζωής, η απελπισία, η προσπάθεια να γαντζωθείς από κάτι, το οποίο ουσιαστικά δεν υπάρχει ή δεν θα σου δοθεί ποτέ, με δύο ήρωες απόκληρους και αστείους να το εκφράζουν, δίνει στο έργο μια τραγική βαρύτητα μέσα σε μια απολύτως πρωτοποριακή φόρμα.

Δύο πρωταγωνιστές, αλήτες ή κλόουν, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, περιμένουν στη διάρκεια δύο ημερών (Πράξη πρώτη και Πράξη Δεύτερη) έναν τύπο που δεν εμφανίζεται ποτέ. Τον Γκοντό. Αυτός δεν εμφανίζεται ποτέ και -παρ’ όλ’ αυτά- όλη την ώρα μιλούν γι’ αυτόν οι δύο ήρωες και ο μόνος λόγος της παρουσίας τους στην σκηνή είναι ότι τον περιμένουν.

Μια ολόκληρη παράσταση, για να περιμένεις κάποιον που δεν θα εμφανισθεί ποτέ. Αυτό κι αν είναι εύρημα! Όση ώρα τον περιμένουν, μιλάνε μεταξύ τους, χωρίς να λένε στην ουσία τίποτα, συναντούν άλλους δύο ανθρώπους, τον Πότζο και τον Λάκυ, βαριούνται, λυπούνται, χαίρονται. Παράλληλα, σχεδιάζουν την αυτοκτονία τους, αλλά διαρκώς αναβάλλουν την υλοποίησή της, γιατί πρέπει να περιμένουν τον Γκοντό. Στην ουσία, ο λόγος που δεν αυτοκτονούν είναι ο ίδιος ακριβώς με αυτόν που θέλουν να αυτοκτονήσουν. Ότι δεν υπάρχει λόγος, για καμία πράξη των ανθρώπων. Τα πράγματα, στο έργο, μοιάζουν να συμβαίνουν από μόνα τους. Οι άνθρωποι στην σκηνή μοιάζουν με υπνοβάτες.

Ένα άλλο παράδοξο, από τα πολλά του έργου, είναι ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι, αν και ντυμένοι σαν αλήτες του δρόμου, ακούγονται συχνά σαν κάτοχοι διδακτορικού. Αυτή η αντίφαση έχει επισημανθεί από πολλούς. Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει ρωτηθεί επ’ αυτού. “Και πού το ξέρετε ότι δεν έχουν διδακτορικό;”, απάντησε αφοπλιστικά. Έτσι κι αλλιώς, στο έργο ο επιστημονικός λόγος είναι ένα “καπέλο”, που το φοράς και αρχίζεις να απαγγέλεις βαρύγδουπες ιδέες, που όμως τελικά είναι κουταμάρες και ασυναρτησίες. Ο λόγος της επιστήμης είναι ένας λόγος, που κανείς δεν θέλει να ακούει. Ακόμα, είναι η φωνή κάποιων σκλάβων που παριστάνουν τους ταγούς. Είναι μια παρωδία!

Μα ποιός είναι αυτός ο Γκοντό;

Το γεγονός ότι ο Γκοντό δεν παρουσιάζεται ποτέ, εκτός από το ότι εκφράζει με τόσο άμεσο τρόπο το φοβερό κενό στη ζωή των ηρώων και των ανθρώπων εν γένει, άφησε ανοιχτό το πεδίο για πολλές ερμηνείες. Άλλοι είπαν ότι ο Γκοντό είναι ο Θεός (εν μέρει λόγω της ομοιότητας του Godot με το God). Ο ίδιος ο Μπέκετ το διαψεύδει με φανατισμό. Όπως δήλωνε, αν ήθελε να πει ότι ο Godot είναι ο Θεός, θα τον έγραφε Θεό. Κι επίσης, τόνισε ότι έγραψε το έργο στα γαλλικά, όχι στα αγγλικά, (στα γαλλικά ο Θεός είναι Dieu). Επομένως, το επιχείρημα της ομοιότητας των Godot- God δεν ισχύει.

Άλλοι ταυτίζουν τον Γκοντό με τον Πότζο, ο δυνάστης που σέρνει με ένα σκοινί τον σκλάβο του, Λάκυ. Σε αυτό το θέμα ο Μπέκετ είναι επίσης αρνητικός, αν και δέχεται ότι υπονοείται κάτι τέτοιο σε κάποιο σημείο του έργου του. Όμως, δεν ισχύει.

Για το θέμα αυτό είχε γράψει ο δημοσιογράφος και κριτικός Βάσος Βαρίκας:
“Να αναζητήσουμε ποιός είναι και τι αντιπροσωπεύει ο Γκοντό (…) όπως επιχείρησαν πολλοί από τους μελετητές του- ταυτίζοντας τον άλλοι με το Θεό, άλλοι με το θάνατο κλπ- θα ήταν σαν να μας διέφευγε η ευρύτητα του συμβολισμού του έργου. Ο Γκοντό (…) δεν υπάρχει, ή αν υπάρχει, δεν πρόκειται να τον γνωρίσουμε. Ανύπαρκτος στην ουσία του, είναι ωστόσο απαραίτητος για να διατηρεί στον άνθρωπο στο αίσθημα της αναμονής. Της κάποιας ελπίδας (…) Ο καθένας δημιουργεί το δικό του Γκοντό και, φοβάμαι, όχι μια για πάντα.”

Αυτά είναι μερικά από τα πολλά θέματα που θίγονται στο έργο ή αφορούν το έργο. Σχετικά με την παράσταση στο θέατρο Κάρολος Κουν, θεωρώ ότι επιχειρήθηκε να δοθεί μια νέα, πιο σημερινή ματιά σε ένα πρωτοποριακό έργο, που τείνει θα θεωρείται πια “κλασικό”. Αυτό φαίνεται στην μετάφραση, στην επιλογή πέντε γυναικών για αντρικούς ρόλους, αλλά και στο κλείσιμο του ματιού, στο τέλος της παράστασης, με έναν επίλογο που δεν υπάρχει στο κείμενο. Το παιδί που διαρκώς αναγγέλει ότι ο κ. Γκοντό δεν μπορεί να έρθει, απευθύνεται και στους θεατές, λέγοντας τους ότι ο κ. Γκοντό δεν θα μπορέσει να έρθει σήμερα, αλλά θα έρθει οπωσδήποτε αύριο. Και οι θεατές δηλαδή περιμένουν τον Γκοντό, μαζί με τους ήρωες. Κι αν σκεφτούμε ότι το έργο υπάρχει 60 χρόνια, οι θεατές 60 χρόνων σε όλο τον πλανήτη περιμένουν έναν Γκοντό, που δεν θα έρθει ποτέ! Ανατριχιαστικό, από μια άποψη, αλλά και μια μεγάλη αλήθεια βγαλμένη από το θέατρο.

Ωστόσο, πιστεύω ότι η όλη προσέγγιση φέρνει μια ελαφρότητα που στομώνει κάπως τα βαθιά νοήματα και την αίσθηση του κενού, που μετέφερε το κείμενο του Μπέκετ. Παράλληλα, οι ερμηνείες είναι κάπως ρηχές για τις ανάγκες αυτού του κειμένου και δεν συγκλονίζουν, ενώ τα σκηνοθετικά ευρήματα δεν είναι τόσο εμπνευσμένα.

Στην συγκεκριμένη προσέγγιση της ιλαροτραγωδίας του Μπέκετ, το ιλαρό υπερέχει αισθητά του τραγικού. Είναι, πάντως, μια σεβαστή προσέγγιση. Δεν αλλοιώνει το νόημα του κειμένου, αλλά δεν είναι και αυτό που εγώ έχω στο μυαλό μου για τον Μπέκετ, όταν διαβάζω το έργο του.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις