“Η Αυλή των θαυμάτων” στο Εθνικό- Εξόριστος στον τόπο σου!
Ένα συγκλονιστικό μελόδραμα, που συνδέει την αίσθηση της απώλειας του Βυσσινόκηπου του Τσέχοφ με την Ελλάδα της αντιπαροχής, ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο. Μιλάμε για την “Αυλή των θαυμάτων” του Ιάκωβου Καμπανέλη, το οποίο σκηνοθετεί ο Γιάννης Κακλέας.
Οι κάτοικοι ενός παλιού κτηριακού συγκροτήματος συνθέτουν ένα ψηφιδωτό της λαϊκής κοινωνίας μιας εποχής που προσπαθούσε, όπως- όπως, να αναρρώσει από τα βαθιά τραύματα της κατοχής και του εμφυλίου. Ως εκ τούτου, η αγωνία τους για την επιβίωση είναι το κοινό στοιχείο των φτωχών αυτών ανθρώπων.
Παράλληλα, ερωτικές περιπέτειες, σκληρά διλήμματα, αδυναμίες και προσωπικές καταστροφές και ταπεινώσεις, δίνουν σε αυτήν την μικρογραφία την τραγικότητα ενός πραγματικού θεατρικού δράματος.
Το σπίτι που φιλοξενεί πολλούς φτωχούς ανθρώπους θα δοθεί για αντιπαροχή. Το γεγονός αυτό είναι τελικά ο καταλύτης της δραματικότητας του έργου, καθώς στο τέλος οι ήρωες της παράστασης ξεριζώνονται, μαζί με τα ερείπια των ελπίδων και των σχέσεων τους. Όμως, μέχρι να συμβεί αυτό, ήδη πολλά δράματα έχουν εκτυλιχτεί.
Οι άνθρωποι εξορίζονται από τη χώρα τους, από τα σπίτια τους, από τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους, τελικά από την ζωή την ίδια, σε ένα έργο, που θεωρείται το σημαντικότερο της μεταπολεμικής ελληνικής δραματουργίας. Με την δημιουργική του πένα, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης κατορθώνει να ξεπεράσει την ηθογραφία και να διεισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή.
Τα μικρά και τα μεγάλα
Όποτε η αυλαία πέφτει, μεταξύ των πράξεων, video-wall προβάλλονται που δείχνουν σκηνές από πλατείες. Πριν την τελευταία πράξη, τις εικόνες από πλατείες, διαδέχονται άλλες που δείχνουν πολυκατοικίες. Μία ξεκάθαρη υπόμνηση στον θεατή, πως ο κόσμος της εποχής των ηρώων του δράματος, που παρακολουθεί (το έργο γράφτηκε το 1957), έχτισε την Αθήνα- άχαρη τσιμεντούπολη του σήμερα. Εκείνη την περίοδο γκρεμίστηκαν πάμπολλα μικρά κτήρια και νεοκλασικά και τη θέση τους πήραν πολυκατοικίες, που χτίστηκαν χωρίς ιδιαίτερο πολεοδομικό σχεδιασμό.
Ενδιαφέρουσες είναι κάποιες μικρές λεπτομέρειες, μικρές εικόνες της καθημερινότητας, όπως οι γυναίκες που αλλάζουν μεταξύ τους τα παπούτσια τους. Ή ο έξυπνος τρόπος με τον οποίο κόβεται η μουσική σε κάποιο σημείο της παράστασης. Τα αγόρια παίζουν μπάλα με μια μπουκάλα νερού και αυτή πέφτει πάνω στο ραδιόφωνο και το χαλάει.
Κυρίως αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο συναισθηματισμός, στα όρια του σπαρακτικού, που βγάζει η παράσταση. Το κωμικό εναλλάσσεται με το τραγικό, ο αισθησιασμός με τον ευνουχισμό, το όνειρο με την απελπισία. Ο άντρας νιώθει ενίοτε αδύναμος στο ρόλο του ή αναγκασμένος να πληρώσει για τον έρωτά του, η γυναίκα εξαρτημένη από τον άντρα κι αφημένη στο έλεος της μοίρας.
Ο σκηνοθέτης ενορχηστρώνει το συναίσθημα του κειμένου με άνεση συνθέτη ή μαέστρου. Τη δουλειά του κάνει πολύ ευκολότερη και πιο γόνιμη το γεγονός ότι έχει στο πλευρό του έναν θίασο από προικισμένους ηθοποιούς, που αποδίδουν τους ρόλους τους εξαιρετικά.
Επίσης, τα θαυμάσια σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη, δίνουν χρώμα και μοντέρνα αισθητική άποψη στην παράσταση, ενώ η μουσική του Τάκη Γασπαράτου τονίζει με ευφυή και ξεκάθαρο τρόπο την δραματικότητα και την ένταση στα σημεία που χρειάζεται.
Εντυπωσιάζουν με τις ερμηνείες τους η Εύη Σαουλίδου και ο Νίκος Κουρής, που αποτελούν και το πιο τραγικό ζεύγος. Ο Κουρής είναι ένας αδύναμος άνθρωπος, ένας χαρτοπαίχτης που χάνει στην τσόχα και τον ιππόδρομο όλα τα λεφτά που βγάζει, κάνει όνειρα που δεν μπορεί να υλοποιήσει, ενώ νιώθει συμπλεγματικά σε σχέση με την αριστοκρατική καταγωγή της ρωσίδας γυναίκας του Όλια (Σαουλίδου). Ανίκανος να εκπληρώσει τις προσδοκίες της συζύγου του, κάνει τελικά ό,τι μπορεί για να την διώξει από αυτόν. Όταν μαθαίνει πως η Όλια έχει εραστή, τον Στράτο (τον οποίο ερμηνεύει ο Νίκος Ψαρράς), διαλύεται.
Πόσο μάλλον όταν εδώ και καιρό χρηματίζεται από αυτόν, προκειμένου να φεύγει από το σπίτι, για να χαρτοπαίζει, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους εραστές. Θέλει να εκδικηθεί. Σπάει ένα μπουκάλι, για να σκοτώσει τον άλλο. Κι ο τον αφοπλίζει: αλλά πώς; Ρίχνοντας του λεφτά στο πρόσωπο. Τον ρίχνει κάτω και τον αδειάζει τελείως σαν άντρα. Σε αυτήν την τόσο τραγική σκηνή, το θέατρο χειροκρότησε! Από την πλευρά της, η Σαουλίδου είναι αφοπλιστική, με τη λιτό και συνάμα τόσο καθαρό τρόπο, με τον οποίο εκφράζει το συναίσθημα.
Επίσης, εμβληματική είναι τόσο η μορφή του γέρου Ιορδάνη (όσο και η ερμηνεία του Θοδωρή Κατσαφάδου), ενός ανθρώπου ξεριζωμένου από τον τόπο του- μάλλον την Τουρκία, εκκεντρικού, τόσο από τα χρόνια, όσο και από την εμφανή διαφορά κουλτούρας σε σχέση με τους Έλληνες. Κάθεται συνέχεια στην ταράτσα και πίνει, διότι ο ουρανός, όπως λέει, είναι η μόνη στέγη, από την οποία δεν τον έδιωξαν ποτέ. Τα πιο ποιητικά στοιχεία του κείμενου, τα οποία χρωματίζονται ιδιαίτερα από την σκηνοθεσία, τους φωτισμούς και τη μουσική, είναι οι μονόλογοι του Ιορδάνη.
Ιδιαίτερος είναι και ο χαρακτήρας, τον οποίο ερμηνεύει η Μίνα Αδαμάκη. Μια γυναίκα, με κόμμωση που μοιάζει με αυτήν της Λα Πουπέ της Άννας Κοκκίνου, μια φαντασιόπληκτη μικροαστή, γίνεται χολερική κι επικίνδυνη και προκαλεί τις πιο τραγικές εξελίξεις με την φιλοχρηματία και την κακεντρέχειά της. Ωστόσο, στο τέλος αναδεικνύεται κι αυτή σε μια αδύναμη, πονεμένη ύπαρξη, με κωμικά στοιχεία, την οποία λυπάσαι. Πάντως, η παράσταση αυτή είχε συνολικά καλές ερμηνείες- έναν πολύ καλό θίασο.
Και γενικά, όλο το συναίσθημα που κυριαρχεί με το φινάλε του έργου, είναι ένας βαθύς οίκτος για τους πρωταγωνιστές αυτού του δράματος. Οι άνθρωποι διώκονται βίαια από τις κατοικίες που νοικιάζουν, γιατί αυτές θα γκρεμιστούν. Πίσω από τους πρωταγωνιστές κατεβαίνουν σιδερένια κάγκελα- ένα εύρημα που τονίζει αυτήν την αίσθηση ξεριζωμού και εξορίας. Σε αυτό που κάποτε ήταν σπίτι τους, μπαίνουν σιδερένια σύνορα.
Συνολικά, η “Αυλή των θαυμάτων” είναι ένα έργο που μιλάει για σκληρά θέματα, φτώχεια, εκμετάλλευση, καταπίεση της γυναίκας, ανεργία και μετανάστευση. Κι όμως, αυτό που βγάζει είναι απελευθερωτικό και λυτρωτικό, με έναν σύγχρονο ανθρωπισμό και μια φρέσκια αισθητική άποψη. Κι όταν η παράσταση τελειώνει, φεύγεις από το θέατρο, συγκινημένος και ανακουφισμένος συνάμα, αλλά οπωσδήποτε ψυχικά πιο πλούσιος.
Γιώργος Σμυρνής