The artist: Ο καλλιτέχνης και το τυχερό του αστέρι!
Μια από τις πιο σινεφιλικές ταινίες είναι το νοσταλγικό κομψοτέχνημα του Michel Hazanavicius”The artist” που προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες. Θέμα της ρετρό ταινίας είναι ο ίδιος ο κινηματογράφος.
Η δράση της ταινίας τοποθετείται χωρικά στο Hollywood (που αλλού;) και χρονικά στην κρίσιμη μετάβαση από τον βουβό στον ομιλούντα κινηματογράφο.
Ο George Valentin (Jean Duzardin) είναι ένας πετυχημένος ηθοποιός του βουβού κινηματογράφου. Ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζεται η επιτυχία του, ο πλούτος και η οικογενειακή του κατάσταση θυμίζει τον πολίτη Κέιν του Orson Welles. Γνωρίζει την όμορφη Peppy Miller (Berenice Bejo), μια φιλόδοξη κοπέλα με ζωηρό χαμόγελο και τεράστια αισιοδοξία. Παρά τον τεράστιο ανταγωνισμό, η κοπέλα έχει άστρο. Την προωθεί στον χώρο και δικαιώνεται.
Τα προβλήματα ξεκινούν όταν ο βουβός κινηματογράφος αντικαθίσταται από τον ομιλούντα. Τα πράγματα παίρνουν δυσάρεστες τροπές και δημιουργούν μεγάλα εμπόδια για τους ήρωες. Ο Valentin μπαίνει στο περιθώριο, λόγω της εμμονής του στο βουβό σινεμά. Αντίθετα, η νεαρή Miller, είναι το πρόσωπο που λάμπει σε αυτό το νέο είδος σινεμά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται και το κραχ του 29, που καταστρέφει οικονομικά τον ηθοποιό και διαλύει τον γάμο του.
Η ζωή του αστέρα αποκτά ζοφερά χρώματα, με πλάνα που παραπέμπουν στον σουρεαλισμό. Αυτοκαταστροφικός και περήφανος, βρίσκεται ανάμεσα στην αυτοκτονία ή την απομόνωση. Κι όμως, η Peppy Miller αποδεικνύεται το τυχερό του αστέρι. Πιστεύει σε αυτόν και κάνει ό,τι μπορεί για να διασώσει την καριέρα του. Μέσα από τις στάχτες γεννιέται μια νέα κινηματογραφική επιτυχία, στο είδος του μιούζικαλ (έτσι κι αλλιώς, ο Dujardin θυμίζει πολύ τον Gene Kelly), αλλά κι ένας μεγάλος έρωτας. Το happy end ολοκληρώνει γλυκά το δημιούργημα του Hazanavicius.
Η σινε-μαγεία μέσα απ’ την λογοτεχνία της εποχής
Το the artist, με την κατασκευασμένη «αφέλειά» του, αναφέρεται σε μία εποχή που ο κινηματογράφος ήταν για το κοινό κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που νομίζουμε σήμερα ότι είναι. Ο κόσμος μαγευόταν πολύ από την κινούμενη εικόνα και έβρισκε εκεί διαφυγή από μια πνιγηρή καθημερινότητα, όπως φαίνεται και σε λογοτεχνικά αριστουργήματα της εποχής.
Τα λέει όλα το δέος του Φερδινάνδου Μπαρνταμί, στο «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν (1932), όποτε μπαίνει στην μεγάλη οθόνη, κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Αμερική. Σε μια από τις πιο γλαφυρές περιγραφές του, ο συγγραφέας αποτυπώνει τα έντονα συναισθήματα που ένιωθε ο πρωτόπειρος θεατής μπροστά σε εκείνο το υπερθέαμα για τα δεδομένα της εποχής και τις ωραίες πρωταγωνίστριες, που «λαμπάδιαζαν» τα όνειρα των μαζών:
«Τότε τα όνειρα ανεβαίνουν μες τη νύχτα για να’ ρθουν να λαμπαδιάσουν στον αντικατοπτρισμό του κινούμενου φωτός. Δεν είναι τελείως ζωντανό αυτό που συμβαίνει στις οθόνες, απομένει εντός του ένας μεγάλος θολός χώρος για τους φτωχούς, τα όνειρα και τους νεκρούς. Πρέπει να σπεύσεις να μπουκωθείς με όνειρα για να διασχίσεις τη ζωή που σε περιμένει έξω, όταν βγεις απ’ τον κινηματογράφο, για να διαρκέσεις λίγες μέρες ακόμα μέσα σε εκείνη τη φρίκη των ανθρώπων και των πραγμάτων. Απ’ τα όνειρα διαλέγεις όσα σου ζεσταίνουν καλύτερα την ψυχή. Εγώ προτιμούσα, ομολογώ, τα πρόστυχα. (…) Μια ξανθιά που διέθετε αλησμόνητα βυζιά και σβέρκο έκρινε σκόπιμο να σπάσει τη σιωπή της οθόνης μ’ ένα τραγούδι που μιλούσε για τη μοναξιά της. Σου’ ρχόταν να κλάψεις μαζί της. (…)
Είχα μαζέψει, το’ νιωθα, τουλάχιστον δυο ημερών κουράγιο μες το κρέας μου!» (Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, Σελίν, μετάφραση Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, εκδ. ΕΣΤΙΑ)
Αλλά και ο Τένεσι Ουίλλιαμς στον «Γυάλινο κόσμο», έργο της επόμενης δεκαετίας, που όμως αναφέρεται στην εποχή του κραχ, βάζει τον πρωταγωνιστή του Τομ να φεύγει συνέχεια από το σπίτι του, για να πάει να δει σινεμά. Οι περιγραφές του Τομ αποπνέουν το ίδιο δέος και την αίσθηση διαφυγής, που υπάρχει και στον Σελίν. Ο κινηματογράφος της εποχής ήταν η μεγάλη απόδραση αυτού του θεατρικού ήρωα από την οικογενειακή μιζέρια, όπως ήταν απόδραση και για τον ίδιο τον συγγραφέα. Ο Ουίλλιαμς έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον κινηματογράφο.
Σινεφίλ κομψότητα
Ας γυρίσουμε όμως στο the Artist, για να πούμε ότι το έργο που μιλάει για το ασπρόμαυρο κα βουβό σινεμά, είναι το ίδιο ασπρόμαυρο και βουβό. Ίσως γιατί ο σκηνοθέτης θέλει να αποτυπώσει με τα μέσα της εποχής- αλλά και μέσα από μια «άσκηση κινηματογραφικού ύφους»- μια περίοδο που διαμόρφωσε το σινεμά όπως το ξέρουμε σήμερα. Ίσως γιατί ο πρωταγωνιστής του έργου είναι ένα κατασκευασμένο είδωλο. Υπάρχει ως ήρωας των βουβών ασπρόμαυρων ταινιών του. Κι όταν αυτό το είδος αρχίζει να πεθαίνει, σχοινοβατεί με τον θάνατό του κι ο ίδιος.
Από την άλλη πλευρά, η όμορφη πρωταγωνίστρια είναι η ρετρό αποτύπωση- σε πρώτο επίπεδο- της κυριαρχίας του αντρικού βλέμματος στον κινηματογράφο. Όμως αυτό το κλισέ, υποδόρια καταστρέφεται από την ταινία. Η κοπέλα διασώζει τον ήρωά της (και όχι το αντίθετο), ανασταίνοντας την καριέρα του. Η σβησμένη λάμψη του συντηρείται από τον έρωτα της. Επομένως, αυτό που παρακολουθούμε, είναι τελικά η κυριαρχία του γυναικείου βλέμματος. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η Berenice Bejo είναι πλασμένη με τα υλικά της αισθησιακής κομψότητας, που γεννούσαν όνειρα και φαντασιώσεις στο σινεμά του 30.
Παράλληλα, σε αρκετά σημεία του έργου, περνάει και το μήνυμα ότι οι καλλιτέχνες ξέρουν καλύτερα από τους παραγωγούς την δουλειά και με τις επιλογές τους δικαιώνονται. Αυτό, πάντως, είναι κάτι, που δύσκολα θα το χωνέψουν οι παραγωγοί, οι οποίοι ενίοτε κομπάζουν πως κάνουν όλη τη δουλειά κι οι σκηνοθέτες είναι εκτελεστικά τους όργανα.
Τελικά, αυτή η ταινία, είναι το δώρο των εορτών που προσφέρουν οι αίθουσες στους σινεφίλ. Αισθησιασμός, συγκίνηση, ανθρωπιά, γοητευτικά πλάνα, ψαγμένες αναφορές. Ένα γλυκό μελόδραμα και συνάμα μια πρωτότυπη δημιουργία, που ακολουθεί – με πειραματική διάθεση- ρετρό φόρμες, για να αναδείξει διαχρονικές αξίες της τέχνης που σφράγισε τον 20ο αιώνα.
Γιώργος Σμυρνής