“Ομορφάντρα μου!”- Το πνεύμα του παλιού σινεμά στις διαφημίσεις
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία η διαφήμιση της Cosmote με τα λουκάνικα έξω από το γήπεδο, στην οποία πρωταγωνιστεί ο ταλαντούχος ηθοποιός Μανώλης Μαυροματάκης. Κατά τη γνώμη μου, η διαφήμιση αυτή, όπως και αρκετές άλλες, αναβιώνει το πνεύμα του παλιού εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου.
Αυτή και άλλες διαφημίσεις αναβιώνουν το πνεύμα του ελληνικού κινηματογράφου, με τον οποίο μεγάλωσαν πολλές γενιές. Η έμφαση στην ατάκα, η αναζήτηση του καθημερινού ανθρώπου, ο οποίος θριαμβεύει (στην διαφήμιση πλέον ως καταναλωτικό πρότυπο), αλλά και καθαρές αντιγραφές χαρακτήρων από ελληνικές ταινίες, δείχνουν ότι αυτό το πνεύμα ακόμα πουλάει. Και ποιός ενδιαφέρεται περισσότερο για πωλήσεις, αν όχι οι διαφημιστές;
Το “Ομορφάντρα μου” του γενναιόδωρου “γιατρού της πείνας” (η ατάκα της χρονιάς) θυμίζει πάρα πολύ στον ήχο και στο πνεύμα του το “Καλέ μου άνθρωπε” του ακόμα πιο γενναιόδωρου Θανάση Βέγγου. Η σύγκρουση μεταξύ του τσιγκούνη και του large πωλητή “βρώμικων” είναι κατεξοχήν θέμα που θα τράβαγε την προσοχή των κωμωδιογράφων της μεταπολεμικής Ελλάδας (Ψαθάς, Τσιφόρος και πάει λέγοντας).
Ο Λέλος είναι αντιγραφή του χαλβά πλούσιου στις ταινίες και ιδίως ενός χαρακτήρα που λάνσαραν αρκετοί ηθοποιοί και κυρίως ο Σταύρος Παράβας, αλλά και ο Γκιωνάκης και άλλοι πολλοί. Ο τύπος του 11880 είναι κωμικό αντίγραφο του παιδιού του λαού, του Ξανθόπουλου. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά.
Τα διαφημιστικά σποτ, που ακολουθούν μοτίβα του εμπορικού σινεμά της μεταπολεμικής περιόδου, δείχνουν ότι αυτού του είδους οι δημιουργίες μιλάνε στην ψυχή του κόσμου. Ακόμα και σποτ που είναι φανερό ότι ενδιαφέρονται πρωτίστως να πλασάρουν καταναλωτικά προϊόντα και διαρκούν μερικά δευτερόλεπτα, γίνονται σημεία αναφοράς και παράγουν διάττοντες αστέρες, πρόθυμους ή απρόθυμους (όπως ο συμπαθέστατος Μανώλης Μαυροματάκης) να αναλάβουν αυτό το ρόλο.
Γιατί όμως αυτός ο κινηματογράφος μιλάει τόσο πολύ στην ψυχή του Έλληνα; Σίγουρα έχουμε μεγαλώσει με αυτές τις ταινίες, οι οποίες είχαν υπερπροβληθεί από τα κανάλια για μια περίοδο. Όμως φτάνει μόνο αυτό, για να εξηγήσει την απήχησή τους;
Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Βασίλη Καραποστόλη οι ταινίες αυτές βγήκαν από μια εποχή, στην οποία η ελληνική κοινωνία ήταν πιο σκληραγωγημένη κι έδειχνε πολύ μεγαλύτερη αντοχή στις στερήσεις. Οι Έλληνες τότε αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες τους με χιούμορ. Σύμφωνα με τον καθηγητή, οι καθημερινές συναναστροφές, ακόμα και οι τσακωμοί στο λεωφορείο, ήταν μαθήματα εμπνευσμένης ατάκας. Από την πλευρά της, η πανεπιστημιακός Πέπη Ρηγοπούλου αποδίδει την άνθιση του ελληνικού σινεμά στους πολύ καλούς κωμικούς, που είχε η χώρα εκείνη την περίοδο, αν και εκτιμά ότι οι ελληνικές ταινίες δεν είναι του επιπέδου των αντίστοιχων ιταλικών της αντίστοιχης περιόδου, διότι υστερούν σε σεναριογράφους και σκηνοθέτες. Ο κινηματογραφικός κριτικός Ηλίας Φραγκούλης θεωρεί ότι η συγκεκριμένη περίοδος- ιδίως επί Φίνος Φιλμς- ήταν η μοναδική που ο ελληνικός κινηματογράφος υπήρξε πραγματική ψυχαγωγική βιομηχανία.
Φυσικά, υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις, που ταυτίζουν το εμπορικό σινεμά του 50 έως 70 με μια συμβιβασμένη δημόσια σφαίρα, σε κοντράστ με τον κινηματογράφο των δημιουργών (Κούνδουρο, Αγγελόπουλο κ.α.) που έκαναν τέχνη που αμφισβητούσε το κατεστημένο. Κι άλλοι τονίζουν- ορθά νομίζω- πόσο κακογυρισμένες ήταν οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες, με 4 και 5 ηθοποιούς να στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, για να χωρέσουν στο πλάνο, κοιτάζοντας την κάμερα σαν παρουσιαστές της τηλεόρασης, ενώ απαγγέλλουν την ατάκα τους.
Είτε είναι ποιοτικές, είτε όχι, είτε εκφράζουν τη λαϊκή φωνή, είτε είναι συμβιβασμένες, είτε είναι διαχρονικές, είτε ξεπερασμένες, γεγονός είναι ότι αυτές οι ταινίες αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Ακόμα τραβάνε- με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- την προσοχή του κοινού. Γι’ αυτό και οι διαφημιστές προσπαθούν πάρα πολύ να μιμηθούν το πνεύμα τους και τους χαρακτήρες τους.
Γιώργος Σμυρνής