Ιδιωτικές Ζωές στο θέατρο Άλμα – Πόσο γοητευτική είναι η τρέλα τους;
Οι «Ιδιωτικές Ζωές» του Νόελ Κάουαρντ συγκαταλέγονται στα έργα που συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται ως «σαμπανιζέ», δηλαδή σε αυτά που χειρίζονται το θέμα τους με μια ανάλαφρη διάθεση. Όμως η όποια «σαμπάνια» σερβίρεται στο φετινό ανέβασμα του έργου στο Θέατρο Άλμα, σε σκηνοθεσία Πέτρου Φιλιππίδη, έρχεται σε ποτήρι μπίρας…από την Αργυρώ Σταυρίδη
Η υπόθεση του έργου που καθιέρωσε τον Νόελ Κάουαρντ, περιστρέφεται γύρω από ένα ερωτικό… τετράγωνο: δύο νιόπαντρα ζευγάρια τυχαίνει να περνούν τον μήνα του μέλιτος στο ίδιο ξενοδοχείο, με τη «λεπτομέρεια» ότι υπάρχει ερωτική προϊστορία μεταξύ του ενός γαμπρού και της μίας νύφης, που όμως τώρα ανήκουν σε διαφορετικά «στρατόπεδα». Η συνάντησή τους θα αναζωπυρώσει τη φλόγα ανάμεσά τους και θα αποτελέσει αφορμή για ευκόλως εννοούμενες εξελίξεις…
Οι «Ιδιωτικές Ζωές» είναι περισσότερο κωμωδία καταστάσεων και χαρακτήρων, παρά κωμωδία της αλλεπάλληλης «κοφτερής ατάκας». Πρόκειται για μια κομεντί που χειρίζεται ανάλαφρα χονδροειδείς καταστάσεις, σαν αυτές του ασπρόμαυρου αμερικανικού κινηματογράφου, με πρωταγωνιστές τους Κάθριν Χέπμπορν, Σπένσερ Τρέισι, Τζακ Λέμον, Σίρλεϊ Μακ Λέιν, Κάρι Γκραντ, κ.ά. που υπηρέτησαν «ανεπανάληπτα» το συγκεκριμένο είδος. Το κείμενο προκαλεί κυρίως μια ευθυμία που «κλείνει το μάτι», ένα διαρκές ανεπαίσθητο χαμόγελο, αλλά και μεμονωμένες εξάρσεις γέλιου. Δεν κρύβει ιδιαίτερα βαθυστόχαστα νοήματα, έστω κι αν στην εποχή του υπήρξε τολμηρό θίγοντας κωμικά την πολυγαμία, τη γυναικεία χειραφέτηση, ακόμα και την άσκηση βίας. Από κει και πέρα, χρειάζεται φυσικά «βοήθεια» και από την εκάστοτε απόδοσή του, ώστε να αναδειχθούν σωστά τόσο το λεπτό χιούμορ, όσο και οι κορυφώσεις του, και οι καρικατουρίστικοι χαρακτήρες να μη φαντάζουν πολύ «στεγνοί», «άκαμπτοι», και δισδιάστατοι: από τη μια είναι οι υστερίες, οι ακραίες προσωπικότητες, οι «τραβηγμένες» καταστάσεις της πλοκής και από την άλλη η ανάγκη όλα αυτά να «ενσωματωθούν» με όσο πιο «φυσικό» τρόπο στους ήρωες. Γιατί μιλάμε πάντα για θέατρο και όχι για κόμικς, εκτός αν επρόκειτο για ένα γκροτέσκο ανέβασμα, που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι έτσι. Απαιτούνται λοιπόν επιδέξιοι σκηνοθετικοί και ερμηνευτικοί χειρισμοί προκειμένου ο θεατής να ακολουθήσει τους αλλοπρόσαλλους ήρωες όχι επειδή του το «φωνάζουν» αλλά επειδή τον γοητεύουν και ακροβατούν επιτυχημένα πάνω στους ρόλους τους. Παρά την ομολογουμένως φιλότιμη προσπάθεια των τεσσάρων πρωταγωνιστών, που διατηρούν έναν καλό ρυθμό μεταξύ τους, το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό, κάτι που μάλλον οφείλεται σε σκηνοθετικές αστοχίες…
Ενώ οι χαρακτήρες του Κάουαρντ έχουν πολλά διαφορετικά στοιχεία, από την ζύμωση των οποίων προκύπτει και η περιβόητη «χημεία» ανάμεσά τους, στο ανέβασμα που είδαμε, πέρα από τις επιφανειακές διαφορές, όλοι τελικά έμοιαζαν μεταξύ τους, καθώς ακολουθήθηκε ο ίδιος τρόπος ερμηνείας και για τους τέσσερις. Δεν ήταν τόσο οι πομπώδεις προσεγγίσεις, που ως έναν αρκετά μεγάλο βαθμό δικαιολογούνται σε ένα τέτοιο έργο, όσο η έλλειψη των απαραίτητων «χρωματικών» διακυμάνσεων αναφορικά με τον κάθε ρόλο ξεχωριστά αλλά και ως σύνολο. Αν και η Θάλεια Ματίκα έχει αναλάβει τον πιο αβανταδόρικο ρόλο, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάποιον. Και οι τέσσερις υπηρέτησαν την αποστολή τους με τον ίδιο ζήλο, ανάλογα με τις σκηνοθετικές οδηγίες που τους είχαν δοθεί, και ήταν ισορροπημένοι ως προς τις εντυπώσεις που αφήνουν.
Καθόλου δεν βοήθησε και το σκηνικό, αφού δεν ήταν ξεκάθαρο σε ποια εποχή θέλησαν οι συντελεστές να τοποθετήσουν τη δική τους εκδοχή του έργου. 50’s φορέματα από γνωστό οίκο της Αθήνας που έμοιαζαν «φυτεμένα» δίπλα στα υπόλοιπα στοιχεία, ανδρικά ρούχα που «έπαιζαν» και σε παλιότερη δεκαετία, ένα γραμμόφωνο, μία ανομοιογενής στυλιστική μίξη επίπλων (μεταξύ των οποίων και καρέκλες σε πασίγνωστο σχέδιο σύγχρονης επιχείρησης) και αντικειμένων, αδιάφορος φωτισμός, δεν σχημάτιζαν μια συνολικά ελκυστική εντύπωση, και διαμόρφωναν μια αισθητική σύγχυση που λειτουργούσε εις βάρος της ατμόσφαιρας. Και η ατμόσφαιρα είναι ίσως το στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να δίνεται η μεγαλύτερη έμφαση σε έργα αυτού του είδους, που στηρίζονται περισσότερο στο στυλ παρά σε φιλοσοφίες. Γενικότερα πιστεύω πως η β΄σκηνή του θεάτρου ΑΛΜΑ ήταν κάπως ακατάλληλη για να ανέβει ένα τέτοιο έργο, που θα ήθελε ιδανικά μια καλύτερη όσον αφορά στα μορφολογικά και τεχνικά χαρακτηριστικά της σκηνή προκειμένου οι ηθοποιοί να ξεδιπλώσουν και να περιφέρουν άνετα την “large” τρέλα των ηρώων τους και να εκπέμψουν τη λάμψη και το ξεχωριστό ταμπεραμέντο που διαθέτει ο κάθε ήρωας αλλά και οι ίδιοι.
Πάντως παρόλο που το αποτέλεσμα δεν μας ικανοποίησε, η αίσθηση με την οποία φύγαμε από το θέατρο, δεν ήταν αρνητική, και μπορεί αυτό να οφείλεται στη θετική ενέργεια των ηθοποιών, που δείχνουν να έχουν φτιάξει έναν «δεμένο» θίασο.