Θανάσης Παπαγεωργίου-Λήδα Πρωτοψάλτη: Ανεβάζουμε έργα που βλέπουν σοβαρά τον Έλληνα. Όχι φαρσοκωμωδίες!
Το θέατρο Στοά γιορτάζει 40 χρόνια λειτουργίας και παρουσιάζει και πάλι τη “Φαύστα” του Μποστ, παράσταση που υπήρξε από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του θεάτρου. Το έργο έθεσε τη βάση της πολυετούς και επιτυχημένης συνεργασίας των ιδρυτών του θεάτρου Θανάση Παπαγεωργίου και Λήδας Πρωτοψάλτη με τον συγγραφέα.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
Με αφορμή αυτήν την παράσταση μιλήσαμε με τον Θανάση Παπαγεωργίου και την Λήδα Πρωτοψάλτη. Οι δύο σημαντικοί θεατράνθρωποι ίδρυσαν το θέατρο Στοά το 1971 και ανέβασαν σε αυτό παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου στη Φαύστα πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί, ενώ η Λήδα Πρωτοψάλτη ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ομώνυμο ρόλο.
Οι δύο ηθοποιοί μας μιλάνε τόσο για τις εμπειρίες τους στο θέατρο Στοά, τα υψηλά ποιοτικά κριτήρια με τα οποία επιλέγουν ελληνικά έργα και για την σχέση τους με τον διαχρονικό κύριο Μποστ.
Συμπληρώνονται 40 χρόνια λειτουργίας του θεάτρου Στοά. Γιατί επιλέξατε την Φαύστα του Μποστ γι’ αυτήν την επέτειο;
Θανάσης Παπαγεωργίου: Ο Μποστ είναι ένας συγγραφέας με τον οποίο έχουμε περάσει πολύ ωραίες στιγμές. Είναι ένας συγγραφέας ενωμένος με την πορεία της Στοάς. Έχουμε ανεβάσει τέσσερα έργα του και όλα έγιναν μεγάλες εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες. Κι είναι το καλύτερο πρόσωπο, για να γιορτάσουμε τα 40 μας χρόνια.
Λήδα Πρωτοψάλτη: Ο Μποστ ήταν ιδιαίτερη περίπτωση και σαν άνθρωπος και σαν συγγραφέας. Κι έχει αφήσει ανεξίτηλη την σφραγίδα. Οι νεότεροι τώρα τον μαθαίνουν. Οι παλιότεροι τον ξέρουν πολύ καλά και από τα σκίτσα του και από τα κείμενά του. Είναι ένας συγγραφέας που τον έχουμε πολύ ψηλά μέσα μας. Τον θεωρούμε κορυφή.
Κύριε Παπαγεωργίου, αναφέρετε σε κάποια συνέντευξή σας τη δήλωση κάποιου, ότι η Στοά διαμόρφωσε ένα θεατρικό στυλ που βλέπει τον Έλληνα με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ποιός είναι ο τρόπος, με τον οποίο βλέπει το θέατρο Στοά τον Έλληνα;
Θ. Π.: Η Στοά δεν έχει κάνει τίποτα παραπάνω στην υποκριτική της, εκτός από το να παίζει σοβαρά τα έργα που έχει να αντιμετωπίσει. Ψάχνουμε ελληνικά έργα που να αντιμετωπίζουν σοβαρά τον Έλληνα. Σε αντιδιαστολή με την φαρσοκωμωδία, που αντιμετώπιζε τον Έλληνα επιφανειακά. Είναι ρουφιάνος, είναι ψεύτης, είναι τσιγκούνης, είναι κερατάς. Μέχρι εκεί. Τίποτα από μέσα. Και ερχόταν το happy end μετά και τι ωραία, τι καλά!
Λ.Π.: Στα έργα που ανεβάσαμε, παίξαμε χαρακτήρες και όχι τύπους. Όταν παίξαμε το “Χάσαμε τη θεία, στοπ” του Διαλεγμένου κι έγινε χαμός, αναδείξαμε χαρακτήρες και καταστάσεις, δεν κάναμε ηθογραφία. Υποστηρίξαμε δραματικές καταστάσεις.
Θ.Π.: Άμα σου προσφέρεται το κείμενο, μπορείς να τον δεις σοβαρά τον χαρακτήρα. Όταν σκηνοθέτησα τη “Μαντάμ Σουσού”, για την τηλεόραση, δεν με ενδιέφερε η καρικατούρα της Μαντάμ Σουσού. Με ενδιαφέρει η τραγωδία της. Γι’ αυτό και έκανε μεγάλη επιτυχία. Το ίδιο κάνουμε και στην Φαύστα. Είναι και τραγική ταυτόχρονα, μέσα στην βλακεία της.
Πώς βλέπει ο Μποστ τον Έλληνα;
Θ.Π.: Ο Μποστ κάνει σάτιρα στον Έλληνα. Τον αγαπάει, όμως. Τον σατιρίζει, γιατί είναι ένα ανόητο πλάσμα, χωρίς ειρμό. Όπου φυσάει ο αέρας πάει. Και πολιτικά.
Λ.Π.: Είναι έτοιμος να ενδώσει σε οτιδήποτε ο Έλληνας. Ο Μποστ γράφει για να γελάσει ο κόσμος, αλλά από μέσα του πονάει. Ο Έλληνας δεν αγαπάει την πατρίδα του. Δεν είμαστε οργανωμένο κράτος. Δεν πρόκειται να δούμε Θεού πρόσωπο, αν δεν αλλάξουμε νοοτροπία.
Πόσο δύσκολο είναι να παίζεις σε ένα έργο με ομοιοκαταληξία; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μαθαίνεις τις καταλήξεις με τις σκόπιμα λάθος διατυπώσεις που έκανε ο Μποστ;
Λ. Π.: Το ίδιο είναι για μένα. Μαθαίνεις το κείμενο, όπως είναι- είτε είναι ορθόδοξο, είτε όχι. Αναμφισβήτητα είναι δύσκολο να πεις αυτόν τον δεκαπεντασύλλαβο επί δύο ώρες. Εδώ έγινε τρομερή δουλειά και από τον σκηνοθέτη και από τους ηθοποιούς, να σπάσει ο 15σύλλαβος, γιατί θα τρυπήσει τα αυτιά των θεατών κάποια στιγμή.
Με δεδομένο ότι η μάχη δημοτικιστών- καθαρευουσιάνων έχει λήξει εδώ και 30 χρόνια, πόσο προσιτό στο σημερινό κοινό είναι αυτό το λεκτικό παιχνίδι της γλώσσας του Μποστ;
Θ.Π.: Δεν μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς τους σαλόνας, ούτε του καγκελάρεως, ούτε τους μανάβας και τους ψαράς. Αυτό που του μένει είναι η διαστρέβλωση της γλώσσας. Ο Μποστ δεν κάνει παιχνίδι, για να γελάσουμε. Τους ψαράς είναι πολύ εύκολο να το ακούσεις από ένα παιδί της Β’ Γυμνασίου σήμερα.
Λ.Π.: Είναι παράξενος ο Μποστ. Είναι σουρεαλιστής σε όλα. Τον ενδιαφέρει να καταλαβαίνει ο κόσμος, αλλά από την άλλη δεν κάνει σκόντο σε αυτά τα τρελά, που έχει στην γραφή του.
Ο Μποστ παρωδεί μόνο την καθαρεύουσα ή και την ομοιοκαταληξία και διάφορα είδη θεάτρου;
Θ.Π.: Δεν παρωδεί την ομοιοκαταληξία. Απλά του αρέσει να γράφει έτσι. Γιατί υπάρχει και μια σκηνή του Καραϊσκάκη, που είναι σε πεζό λόγο. Αλλά νομίζω ότι του άρεσε να γράφει πάντα σε στίχο. Βολεύει. Προσφέρεται για πάρα πολύ παιχνίδι. Κι έπειτα τον βολεύει τον Μποστ, με τον τρόπο που γράφει, γιατί εφευρίσκει λέξεις, για να κάνει ρίμα.
Η παράσταση παρουσιάζει ιδιαιτερότητες σκηνογραφικά, σκηνοθετικά, σε make up, ενδυματολογικά, ερμηνείες. Θέλατε να δώσετε έναν γκροτέσκο χαρακτήρα;
Θ.Π.: Σίγουρα. Όλα είναι γκροτέσκο. Η πρώτη οδηγία του Μποστ στο κείμενο είναι ότι η Φαύστα εμφανίζεται στο στυλ της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου. Η Παρασκευοπούλου είναι μια παμπάλαια ηθοποιός του 1890. Έτσι η σκηνοθετική οδηγία είναι: παίζουμε με στόμφο και με πόζα, σαν την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου.
Το έντονο σουρεαλιστικό στοιχείο του Μποστ είναι αυτό που κυρίως γοητεύει το κοινό σήμερα;
Θ.Π.: Δεν ξέρω αν είναι μόνο αυτό που γοητεύει. Έχει μια υπόγεια κριτική ο Μποστ. Αυτό δεν υπάρχει σε πρώτο πλάνο, δεν το προβάλλει, αλλά αφήνει μια υπόγεια κριτική. Η σκηνή του Καραϊσκάκη, δηλαδή, είναι μία φθοροποιός σκηνή. Σας έβγαλα μισή ώρα με ρίμα. Και ξαφνικά ξεχνάμε το παιδί που χάσαμε, μιλάμε σαν να μην τρέχει τίποτα, πίνουμε, γελάμε… Εσκεμμένα γυρίζει στον πεζό λόγο, γιατί τον βοηθάει να ανατρέψει όλα όσα έχει χτίσει μέχρι τότε.
Μιλήστε για τα επόμενα σχέδιά σας, σε σχέση με τα 40 χρόνια του θεάτρου Στοά.
Λ.Π. : Η φετινή χρονιά ονομάζεται μποστιάδα. Εκτός απο την Φαύστα του Μποστ, ανεβάζουμε την παράσταση Ελέφας σε έναν περίπου μήνα, του γιου του Μποστ, Κώστα Βοσταντζόγλου.
Θ.Π.: Εμείς είχαμε ξεκινήσει από 40 χρόνια από πέρσι με την παράσταση “Άννα είπα” του Παναγιώτη Μέντη, ενός ακόμα αγαπημένου συγγραφέα, με τον οποίο κάναμε στο θέατρο Στοά μεγάλες επιτυχίες.