Ερωφίλη του Χορτάτση στο Εθνικό: Ο Βασιλιάς, ο στρατηγός κι ένας μοιραίος έρωτας!
Ένα δύσκολο κείμενο και μια εξίσου δύσκολη παράσταση. Η Ερωφίλη του Γιώργου Χορτάτση σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη ανεβαίνει αυτήν την περίοδο στο Εθνικό Θέατρο.
Η Ερωφίλη (Ιωάννα Παππά) είναι κόρη του σκληρού βασιλιά της Αιγύπτου Φιλόγονου, έχει παντρευτεί κρυφά τον γενναίο στρατηγό του πατέρα της, Πανάρετο. Όταν ο Φιλόγονος αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με κάποιον άλλο και επιλέγει τον Πανάρετο ως μεσάζοντα, η μυστική ένωση των δύο νέων έρχεται στο φως.
Ο έρωτας συναντά ανίκητες αντιστάσεις, καθώς η απολυταρχική εξουσία είναι άκρως εκδικητική. Ο πατέρας Βασιλιάς δεν ανέχεται η κόρη του να επιλέγει τον εραστή της. Πόσο μάλλον έναν άνθρωπο που έχει στη δούλεψη του, σε τέτοιο σημείο που να φτάνει στην απόλυτη ύβρη. Ο Φιλόγονος θα εκδικηθεί τους δύο νέους με έναν τρόπο αιμοσταγή και μακάβριο. Το μίσος του Βασιλιά είναι τόσο μεγάλο, που δεν λυπάται ούτε το πτώμα του νεκρού στρατηγού του. Ούτε φυσικά την κόρη του, στην οποία κάνει ένα φρικτό δώρο.
Πέρα από το θέμα του απαγορευμένου έρωτα και την εμμονή του Βασιλιά να θέλει να χρησιμοποιήσει την κόρη του ως αντικείμενο, που μπορεί να το παντρεύει με όποιον αυτός θέλει, υπάρχει και ένα ζήτημα ιστορικής- πολιτικής διάστασης, πίσω από το μύθο. Αυτό δεν είναι άλλο, από την “προαιώνια”-θα λέγαμε- κόντρα των Βασιλιάδων ή απολυταρχικών ηγετών με τους στρατηγούς τους.
Υπάρχουν αμέτρητα ιστορικά προηγούμενα σύγκρουσης της κεντρικής εξουσίας με την στρατιωτική- ιδίως σε μοναρχίες ή απολυταρχικά ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία μάλιστα χρησιμοποιούσαν το στρατό είτε για εξάλειψη εξωτερικών εχθρών είτε για επιβολή της εξουσίας τους στο εσωτερικό. Μερικά παραδείγματα σύγκρουσης ηγετών με ήρωες στρατηγούς: Ιουστινιανός- Βελισάριος. Στάλιν- Ζούκωφ. Χίτλερ- Ρόμελ. Ο φόβος των πολιτικών ηγετών για τους στρατιωτικούς ηγέτες δεν είναι τυχαίος, ούτε αδικαιολόγητος. Πολλοί στρατηγοί έκαναν πραξικοπήματα και κατέλαβαν την εξουσία: έγιναν μονάρχες στη θέση του μονάρχη, όπως στη Ρώμη, που κάτι τέτοιο γινόταν συνέχεια, στο Βυζάντιο και αλλού.
Νομίζω, ότι στη βάση του μύθου, κρύβεται αυτή η σύγκρουση. Άσχετα, αν στον χειρισμό του ο Χορτάτσης δεν την αναδεικνύει καθόλου, αλλά στέκεται στο ερωτικό και στην κακία του Βασιλιά, που τιμωρεί τόσο αχάριστα έναν άνθρωπο που πολέμησε για να προστατεύσει το στέμμα του.
Η πρόκληση της παράστασης είναι παρόμοια με εκείνη του Ερωτόκριτου του Κορνάρου και δεν είναι άλλη από την θεατρική χρήση της ομοιοκαταληξίας σε δεκαπεντασύλλαβο. Όπως δηλώνει ο σκηνοθέτης της παράστασης Δήμος Αβδελιώδης: “Μπροστά σε ένα ποιητικό έργο, γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, απαιτείται διπλή προσπάθεια ώστε να μην υπερισχύσει η εξωτερική μουσική του στίχου και της ομοιοκαταληξίας επάνω στην κύρια και βαθύτερη μουσική του νοήματος. Στην Ερωφίλη όπου κυριαρχεί το πάθος, η τέχνη και η πηγαία έμπνευση του Χορτάτση, ο λογικός και ρεαλιστικός καμβάς του συγγραφέα είναι που επιβάλει σκηνοθετικά την όλη ενορχήστρωση και την ερμηνεία.”
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών επελέγησαν από Λιβαθινό (Ερωτόκριτος) και Αβδελιώδη (Ερωφίλη) διαφορετικές προσεγγίσεις. Ο Λιβαθινός χρησιμοποίησε το τραγούδι σε μεγάλο εύρος του κειμένου. Με τη μουσική να ακούγεται εξαιρετικά σύγχρονη και να βγαίνει από καλές φωνές, κατάφερε κάπως να σπάσει την μονοτονία της ομοιοκαταληξίας.
Από την άλλη, ο Αβδελιώδης χρησιμοποίησε την απαγγελία σε επίπεδα εξπρεσιονισμού. Η ρίμα σπάει αρκετά- πολύ περισσότερο από ό,τι στον Ερωτόκριτο. Το στυλ της απαγγελίας που χρησιμοοποιείται, σε άλλους ηθοποιούς πάει περισσότερο και σε άλλους λιγότερο, αλλά γενικά οι ερμηνείες κινούνται σε ικανοποιητικά, έως πολύ υψηλά standards. Κι ένα πιανάκι συνοδεύει διακριτικά την απαγγελία, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι προσφέρει κάτι. Και γενικά, η μουσική δε μου άρεσε, ενώ μάλλον ενοχλητική ήταν η χρήση της μελωδίας του υπέροχου “Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο” του Χατζιδάκι για τους στίχους της Ερωφίλης.
Από εκεί και πέρα, ο λόγος είναι δύσκολος. Η γλώσσα του Χορτάτση που ακούστηκε πιο δυσνόητη από εκείνη του Κορνάρου– τόσο που σε κάποια σημεία σκεφτόμουν μήπως κάποιοι υπέρτιτλοι με μετάφραση από πάνω (όπως γίνεται στις όπερες) θα χρειαζόταν. Παράλληλα, η κίνηση των ηθοποιών ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, σε σημείο που να μοιάζουν με αγάλματα που απαγγέλλουν. Παράλληλα, η μινιμαλιστική σκηνοθεσία, σε συνδυασμό με τη δύσκολη γλώσσα, δημιουργούσε πρόβλημα στην παρακολούθηση της υπόθεσης. Έχανες ποιός παίζει τι και το νήμα της ιστορίας.
Θα μπορούσα να πω ότι με άγγιξε κυρίως το σκληρό φινάλε του έργου, με τις ακραίες, αλλα γλαφυρές περιγραφές, όπου η εκδίκηση του Βασιλιά αποκαλύπτεται σαν άσος στο μανίκι, που εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή από τον συγγραφέα. Ο Χορτάτσης δεν φείδεται φρίκης και φτιάχνει ένα έργο που θυμίζει εξίσου θρίλερ, όσο και τραγωδία
Ωστόσο, πέρα από το τραγικό φινάλε με το συνηθισμένο σε πολλά έργα τέχνης και γλαφυρότατο εδώ ζεύγμα ο “έρως- θάνατος” κι έναν έντονα ποιητικό λόγο, το έργο νομίζω ότι δεν έχει να επιδείξει πολύ σημαντικούς χαρακτήρες κι είναι κάπως νωθρό στην πλοκή του. Μινιμαλισμός και εξπρεσιονισμός στην σκηνοθετική προσέγγιση το έκαναν αρκετά δύσκολο στην παρακολούθηση. Νομίζω ότι εκ των πραγμάτων απευθύνεται κυρίως σε θεατρόφιλους, που έχουν ήδη διαβάσει καλά το έργο του Χορτάτση.
Γιώργος Σμυρνής