Γιατί οι Άγγλοι λατρεύουν το BBC κι οι Έλληνες αντιπαθούν την ΕΡΤ
Για ένα από τα πράγματα, για τα οποία είναι οι Άγγλοι πολύ περήφανοι, είναι η κρατική τους ραδιοφωνία και τηλεόραση, το περιβόητο BBC. Κάτι αντίστοιχο δεν θα μπορούσε να ειπωθεί για εμάς τους Έλληνες και την ΕΡΤ.
Τόσο το BBC, όσο και η ΕΡΤ, βασίζονται πολύ στα έσοδα από το ανταποδοτικό τέλος. Για την ΕΡΤ, σύμφωνα με στοιχεία που δίνει η ίδια η εταιρεία, το ανταποδοτικό τέλος ανέρχεται στα 50,88 ευρώ το χρόνο ανά νοικοκυριό και εισπράττεται μέσω του διμηνιαίου λογαριασμού της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Το ανταποδοτικό τέλος στη χώρα μας είναι το πέμπτο χαμηλότερο, στην Ευρώπη των 27, μετά από εκείνα της Ρουμανίας, Πορτογαλίας, Μάλτας και Σλοβακίας, τονίζει η εταιρεία.
Για το BBC το ανταποδοτικό τέλος είναι σαφώς μεγαλύτερο. Όπως υποστηρίζει πάλι η ΕΡΤ στο site της το ανταποδοτικό τέλος ανέρχεται στα 164 € το χρόνο για έγχρωμες τηλεοράσεις και στα 55€ για την ασπρόμαυρη (εντυπωσιάζει αυτός ο διαχωρισμός!). Αυτό το ποσό επιβεβαιώνεται και από μια άλλη πηγή. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Sunderland Andrew Crisell, ο οποίος έχει κάνει πολυετείς μελέτες πάνω στο BBC, σε διάλεξη που έδωσε σε μεταπτυχιακό μάθημα Δομές και λειτουργίες του ευρωπαϊκού επικοινωνιακού πεδίου, της καθηγήτριας Λίζας Τσαλίκη, υπολόγισε το ανταποδοτικό τέλος της Αγγλίας στα 170 €.
Το ανταποδοτικό τέλος είναι πολύ μεγαλύτερο στην Αγγλία (τριπλάσιο) και παρ’ όλ’ αυτά οι Βρετανοί δεν γκρινιάζουν, αλλά είναι περήφανοι για το πρόγραμμα του BBC. Προφανώς, γιατί το πρόγραμμα που βλέπουν- και το οποίο είναι και πιο ακριβά πληρωμένο και από πολύ περισσότερους, δεδομένου ότι ο πληθυσμός της Αγγλίας είναι πολλαπλάσιος της Ελλάδας- τους αρέσει και τους ικανοποιεί πολύ περισσότερο από όσο ικανοποιεί τους Έλληνες το πρόγραμμα της ΕΡΤ.
Γενικά, το BBC έχει κάνει βήματα σε προγράμματα υψηλής τηλεθέασης, τα οποία το βοηθούν να συντηρεί την πολυσυλλεκτικότητά του και να έχει τη δυνατότητα να περιλαμβάνει στο πρόγραμμά του εκπομπές που ενδιαφέρουν μικρές ομάδες του πληθυσμού.
Η δημόσια ραδιοτηλεόραση πρέπει να αφορά όλους τους πολίτες. Αυτό εμπεριέχει μία αντίφαση, που δύσκολα εξισορροπείται. Κατ’ αρχάς, πρέπει να έχει προγράμματα που αρέσουν στους πολλούς. Αλλά από την άλλη, πρέπει να περιέχει και προγράμματα που ενδιαφέρουν μικρές ομάδες του πληθυσμού- που επίσης πληρώνουν ανταποδοτικά τέλη- και δεν τα βρίσκουν στην ιδιωτική τηλεόραση, με τα καθαρά εμπορικού προσανατολισμού προϊόντα. Προφανώς, η λύση είναι στη χρυσή τομή. Και μάλλον οι Άγγλοι σε αυτόν τον τομέα τα έχουν καταφέρει πολύ καλύτερα από ότι εμείς.
Ταυτόχρονα, τα σημαντικά ποσά του ανταποδοτικού τέλους στην Αγγλία, επενδύθηκαν σε νέες τεχνολογίες κι έδωσαν στο BBC τη δυνατότητα να είναι ανταγωνιστικό στα νέα δεδομένα, αλλά και να μπορεί να κάνει μακροχρόνιους προγραμματισμούς. Συνάμα, με τα χρήματα αυτά, μπορεί να χρηματοδοτεί ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα με βάση το πραγματικό του κόστος και όχι με την τηλεθέαση (και τα χρήματα που θα φέρει από τη διαφήμιση). Έτσι, γίνονται πιο καλές δουλειές, έστω κι αν δεν είναι τόσο ανταποδοτικές οικονομικά.
Το υψηλό ανταποδοτικό τέλος δίνει ελευθερία από διαφημιστικές πιέσεις. Αλλά και κάτι ακόμα, που κάνει εντύπωση: Όπως δήλωσε ο Andrew Crisell, το BBC διαθέτει αντοχές και στις πολιτικές πιέσεις. Αυτό, βέβαια, αποτελεί τεράστια διαφορά από την ελληνική κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση, που συνήθως ενδίδει σε πολιτικές πιέσεις, από την πλευρά της εκάστοτε κυβέρνησης.
Ένα άλλο στοιχείο, που θεωρώ ότι συνέβαλε στην επιτυχία του BBC ήταν ότι το κράτος φρόντισε να το προστατεύσει, όταν αντιμετώπισε τον μεγάλο ανταγωνισμό από τα ιδιωτικά δίκτυα. Αυτό πίσω στο 1955. Το σπάσιμο του μονοπωλίου είχε ως αποτέλεσμα να χάσει μεγάλη μερίδα του κοινού του το BBC. Κι όμως τότε το κράτος αντιμετώπισε το πρόβλημα, φροντίζοντας τα δύο ανταγωνιζόμενα δίκτυα να έχουν διαφορετικές πηγές εσόδων, ώστε να μπορούν και τα δύο να επιβιώνουν, χωρίς να γίνεται ένας πόλεμος χωρίς έλεος και χωρίς κανόνες, για τις τηλεθεάσεις και τις ακροαματικότητες και κατ’ επέκταση για τα διαφημιστικά έσοδα.
Στην Ελλάδα, τα ιδιωτικά δίκτυα ήρθαν πολύ αργότερα, τέλη της δεκαετίας του 80. Η λεγόμενη απορρύθμιση έγινε άναρχα και χωρίς κανόνες. Τα ιδιωτικά δίκτυα διεκδίκησαν και πήραν το συντριπτικό ποσοστό της τηλεθέασης και της ακροαματικότητας, ενώ η ΕΡΤ δεν μπορούσε- λόγω των παθογενειών της, αλλά και του προσανατολισμού της- να παρακολουθήσει.
Με δεδομένο ότι το BBC απολαμβάνει μεγάλου κύρους, όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, κατορθώνει να πουλάει προγράμματα σε πολλές χώρες- αυτό το ξέρουμε καλά στην Ελλάδα, όπου παρακολουθούμε πολλά ντοκιμαντέρ από το BBC αλλά και το Top Gear, ενίοτε και ειδήσεις ή και άλλα, εμπορικά προγράμματα. Σε ερώτηση που έκανα στον Andrew Crisell, για το κατά πόσον η πώληση τηλεοπτικών προγραμμάτων είναι απαραίτητη, για την επιβίωση του BBC, μου απάντησε ότι η εταιρεία βασίζεται στο ανταποδοτικό τέλος, για την χρηματοδότησή της. Όμως, η πώληση τηλεοπτικών και άλλων προγραμμάτων, βοηθάει στο να μειώσει σημαντικά αυτό το, έτσι κι αλλιώς υψηλό, για τα ελληνικά, αλλά όχι τα ευρωπαϊκά δεδομένα, τέλος.
Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η διαφορά δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Και στην Αγγλία ισχύει το εξής: ότι μία δουλειά, που στον ιδιωτικό τομέα γίνεται από έναν, στον δημόσιο γίνεται από τέσσερις. Αυτό πάνω- κάτω γίνεται και στην Ελλάδα. Που είναι η βασική διαφορά; Ότι οι τέσσερις στον δημόσιο τομέα της Αγγλίας κάνουν πολύ ποιοτικότερη και σοβαρή δουλειά, από τον έναν του ιδιωτικού. Κάτι, που δεν είμαι σίγουρος ότι ισχύει για την Ελλάδα.
Γιώργος Σμυρνής