Παναγιώτης Φαφούτης- Ο Παράδεισος χωρίς μάσκες…
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Παναγιώτης Φαφούτης μιλάει στο monopoli.gr με αφορμή την ταινία του «Παράδεισος», που αφηγείται τέσσερις παράλληλες ερωτικές ιστορίες στην κορύφωση του καρναβαλιού της Πάτρας.Συνέντευξη στον Θοδωρή Τσιάτσικα
…Ισχύει ότι αυτή η ταινία είναι αρκετά προσωπική. Δεν ξεκίνησε από το καρναβάλι, η πρώτη σκέψη μου ήταν αυτό να λειτουργήσει ως φόντο. Ξεκίνησε από την αναζήτησή μου για τις σχέσεις, για το πόσο μπορεί να διαρκέσουν… «Παράδεισος» είναι η αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας –αν υπάρχει κάτι τέτοιο- και λίγο ως πολύ οι ιστορίες έχουν μια σχέση με πράγματα που εγώ έχω περάσει, με πράγματα που κοντινοί μου άνθρωποι έχουν βιώσει, με τη λειτουργία της μυθοπλασίας βέβαια…
Ένα θέμα που επαναλαμβάνεται στην ταινία είναι η έκφραση της αγάπης, οι δυσκολίες να ειπωθεί και να ακουστεί…
Νομίζω ότι οι άνθρωποι χάνουμε πολύτιμο χρόνο επειδή δυσκολευόμαστε να εκφραστούμε, να ανοιχτούμε, να εκτεθούμε και με νοιάζει πάρα πολύ αυτό. Δεν θέλω να δώσω τη λύση, μπορώ να θέσω το πρόβλημα και ο θεατής να πάει όπου θέλει. Χρησιμοποίησα το καρναβάλι ως φόντο, αλλά δουλεύοντας την ταινία κατάλαβα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αναπτυχθεί ο προβληματισμός μου: Η ατμόσφαιρα του πάρτι, του χάους, μια στιγμή ακραία που οι άνθρωποι μπορεί να ξεσπάσουν ή να πούνε κάποια πράγματα για το πώς αισθάνονται , η ιδέα ότι ενώ βάζουν τις μάσκες αποκαλύπτονται… Αυτά βγήκαν και έδεσαν στην πορεία και το καρναβάλι τελικά κυριάρχησε. Κάνοντας γύρισμα σε ένα ζωντανό πράγμα, σε κάτι που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή όπως η παρέλαση ή τα πάρτι στα κλαμπ, έφτασε να γίνει πρωταγωνιστής.
Η κατάσταση ήταν όντως παρεΐστικη;
Ναι. Επειδή στην προηγούμενη ταινία μου («Η Κληρονόμος») με κάλεσαν σαν σκηνοθέτη και δεν διάλεξα τα πάντα εγώ με αποτέλεσμα κάποια πράγματα να λειτουργήσουν και κάποια όχι, τώρα είπα ότι θα αισθανθώ πιο ασφαλής και διάλεξα τους ανθρώπους που εκτιμώ και αισθάνομαι ωραία, είτε είναι ηθοποιοί είτε συνεργείο.
Το καστ είναι ένας συνδυασμός έμπειρων ηθοποιών και νέων προσώπων…
Με πολλούς από τους ηθοποιούς είχα συνεργαστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και τους ήθελα γιατί τους εκτιμούσα, αλλά για τους νέους ηθοποιούς προτίμησα παιδιά που δεν είχαν προβληθεί πολύ για να λειτουργήσει καλύτερα η ιστορία. Μου άρεσαν και οι συνδυασμοί, όπως της Όλιας Λαζαρίδου με τον Ερρίκο Λίτση που κουβαλάνε διαφορετικούς κόσμους, μου άρεσε πολύ το πώς αντιδρούσαν μεταξύ τους.
Το γύρισμα στο καρναβάλι, τι δυσκολίες , τι προκλήσεις και τι ενδιαφέρον είχε;
Το μεγάλο ενδιαφέρον και η δυσκολία ήταν ότι εμείς έπρεπε να συμμετέχουμε σε ένα πραγματικό γκρουπ που βγαίνει στην παρέλαση. Ενσωματωθήκαμε σ’ αυτό, πήραμε 50 παιδιά από μια θεατρική σχολή για να συμμετέχουν, και στη διάρκεια της παρέλασης έβρεξε και πήγε πιο γρήγορα, κάποια παιδιά της ομάδας έφυγαν από το άρμα και έρχονταν άλλοι που δεν άκουγαν τις οδηγίες… Με δυσκόλεψε πολύ ότι πολλοί ηθοποιοί είχαν παραστάσεις και δεν ήρθαν ταυτόχρονα στο γύρισμα, και η σκηνή στο κλαμπ έγινε σε 4 διαφορετικές μέρες. Οι στολές δεν μας δυσκόλεψαν, αντίθετα έδωσαν και τη δυνατότητα σε κάποιους να παίξουν ως και 4 ρόλους! Και το ότι είμαι από την Πάτρα, πηγαίνω συχνά και έχω δεσμούς εκεί λειτούργησε πολύ θετικά στο να βοηθηθώ, ήρθαν πολλά παιδιά εθελοντικά για να παίξουν…
Η κρίση πόσο δυσκολεύει το να κάνεις μια ταινία, αλλά και πόσο έχει τραβήξει το ενδιαφέρον προς την Ελλάδα;
Σίγουρα υπάρχει ενδιαφέρον από το εξωτερικό τώρα που βρισκόμαστε στο επίκεντρο της κρίσης. Βοηθάει και στο να βρεθούν θέματα. Το σενάριο για τον «Παράδεισο» έγινε πριν την κρίση, ενώ τώρα ότι σενάριο έρχεται, περιστρέφεται γύρω από αυτή και ξεκινάει κάπως έτσι: «Κάποιος δεν έχει λεφτά και κάνει αυτό…». Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η αναγκαιότητα για να κάνεις μια ταινία σε κάνει να μην περιμένεις, και απλά την κάνεις. Από την άλλη η κρίση σε δυσκολεύει, όταν έχεις ας πούμε 5 άτομα και χρειάζονται 12, δεν είναι απλά ηρωικό είναι και εις βάρος του αποτελέσματος… Το συγκινητικό είναι ότι άνθρωποι που δεν έχουν δουλειά, τεχνικοί, έρχονται πρόθυμα να σε βοηθήσουν να κάνεις την ταινία…
Αυτό που λέμε τελευταία «η άνθηση του ελληνικού σινεμά», με βραβεύσεις και διακρίσεις… έτυχε;
Κάποιες επιτυχίες υπήρχαν και παλιότερα, μάλλον η πληροφόρηση είναι μεγαλύτερη τώρα. Νομίζω ότι αν υπάρχει κάποια διαφορά με τους παλιότερους, είναι ότι συνεργαζόμαστε, ότι βάζουμε τον εγωισμό στην άκρη. Μπορώ να απαριθμήσω 7-8 σκηνοθέτες που με βοήθησαν σε όλες τις φάσεις της ταινίας. Ότι ζήτησα μου προσφέρθηκε απλόχερα, μοιράζεται η πληροφόρηση για τα φεστιβάλ, για τη διανομή, χωρίς να θέλει κάποιος να τα κρατήσει για τον εαυτό του.
Πώς ξεκίνησες με το σινεμά;
Ξεκίνησα μεγάλος. Ήμουνα στη Νομική και κατάλαβα ότι δεν είναι αυτό που νόμιζα, ότι θα βοηθάω τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους, και είπα ότι πρέπει να κάνω κάτι που θα μου αρέσει. Έγραφα και λίγο, δοκίμασα τη σχολή Σταυράκου και κόλλησα, πιο πολύ από ανάγκη για επικοινωνία. Το σινεμά είναι και πολύ εύκολο και πολύ δύσκολο… Δεν το έχω μετανιώσει. Είναι πολύ δύσκολο να ζήσεις από αυτό, αλλά αν δεν το κάνεις, κάπως σε πιάνει μια τρέλα.
Από εδώ και πέρα;
Ο «Παράδεισος» μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και περιμένω να δω τί υποδοχή θα έχει. Υπάρχει το μικρόβιο, είναι ωραίο να κάνεις μια ταινία, και τώρα που το έμαθα, μου φαίνεται πιο εύκολο! Προηγείται μια γενιά συνεργατών που θα βοηθήσω, θα κάνω ένα κύκλο συνεργασιών και μετά θα έρθει πάλι η σειρά για την επόμενη ταινία μου, που θα ήθελα να είναι κάτι με χιούμορ. Χρειάζεται η τριβή, και ταινία με την ταινία μπορείς να εξελίσσεσαι… Όσο πιο προσωπική ανάγκη γίνεται, όσο πιο συγκεκριμένη έκφραση του δικού μου κόσμου, τόσο πιο πολύ θα θέλω να κάνω μια ταινία, κάτι που παλιά μπορεί να το φοβόμουνα. Ο στόχος είναι να με καταλάβω κι εμένα και να προχωρήσω. Από κει ξεκινάει, και αν η άποψή σου ενδιαφέρει και το κάνεις με τρόπο ελκυστικό, θα αφορά και άλλους. Θαυμάζω το Λάνθιμο, έχει ένα δικό του κόσμο, κάνει αυτό που του αρέσει, κάτι προσωπικό που βρίσκει ανταπόκριση προς τα έξω, όπως και ο Τσίτος.
… Μια ανταμοιβή είναι το να σου πει κάποιος για την ταινία σου ‘την είδα και έτσι το σκέφτομαι κι εγώ, έτσι είναι’, όχι απαραίτητα να είσαι ο πρώτος. Τη φιλοδοξία και τον εγωκεντρισμό καλό είναι να τα ξεπερνάς νωρίς. Μ’ αυτή την ταινία κάπως σαν να κατάλαβα τι μου γίνεται, τι θέλω, για πρώτη φορά αισθάνομαι καλά. Παλιότερα έπαιρνα βραβεία για κάποιες μικρού μήκους, και ένιωθα λίγο σα να είναι κάποιος άλλος. Μπορεί να έσκαγα για το τι διαφορετικό θα μπορούσα να κάνω. Τώρα δεν έχω κάποιο άγχος γι’ αυτήν την ταινία. Είναι πολύ εγώ.