MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ρίττερ, Ντένε, Φος- Σόι πάει το… σάπιο βασίλειο!

“Κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της Δανίας” λέει ο Μαρκέλος στον Άμλετ. Κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της οικογένειας Βόρρινγκερ, μοιάζει να συμπληρώνει ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο έργο του “Ρίττερ, Ντένε, Φος”. Το έργο ανεβαίνει στο θέατρο Σφενδόνη και πρωταγωνιστούν τρεις σπουδαίοι ηθοποιοί, οι Ράνια Οικονομίδου, Άννα Κοκκίνου και Δημήτρης Καταλειφός, που ερμηνεύουν τα τρία πρωταγωνιστικά πρόσωπα. Η σκηνοθεσία είναι των τριών πρωταγωνιστών, μαζί με τον Πάνο Παπαδόπουλο.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Γράφτηκε το 1984 και θεωρείται από τα σημαντικότερα έργα του Μπέρνχαρντ. Η υπόθεση διαδραματίζεται στο αρχοντικό της βαθύπλουτης οικογένειας Βόρρινγκερ σ’ένα προάστιο της Βιέννης στη διάρκεια μιάς μέρας. Τα πρόσωπα είναι τρία αδέρφια- δύο αδερφές– Ρίττερ και Ντένε και ο αδερφός τους Λούντβιχ/Φος.

Η μεγάλη αδερφή- Ντένε (Κοκκίνου)- έχει φέρει για μόνιμη εγκατάσταση στο σπίτι τον φιλόσοφο αδερφό της Λούντβιχ- ύστερα από την παραμονή του επί είκοσι χρόνια στο ψυχιατρείο. Η Ρίττερ (Οικονομίδου) είναι τελείως αντίθετη με τη πρωτοβουλία αυτή της αδερφής της, καθώς θεωρεί το Λούντβιχ τέρας εγωισμού και καταπιεστή τους. Ο Λούντβιχ (Καταλειφός) είναι πρόσωπο βασανιστικά απορροφημένο από τη σκέψη του και βασανιστικά εξαρτώμενο από την οικογένεια αυτή και το σπίτι.

Η σύγκρουση άντρα- γυναίκας, αδερφού- αδερφής, το βάρος της οικογένειας, αιμομικτικοί πόθοι και απωθημένα από τους γονείς εμφανίζονται σε ένα ποιητικό κείμενο, με αρκετές φιλοσοφικές και υπαρξιακές ενατενίσεις. Η οικογένεια προβάλλεται σαν μια μικρογραφία και σαν κύτταρο της κοινωνίας. Δεν προβάλλεται μόνο ως καθρέφτης μιας προβληματικής κοινωνίας, αλλά και ως συνδημιουργός του προβλήματος.

Το έργο αυτό αποπνέει ατμόσφαιρες από Μπέκετ και Πίντερ, αλλά είναι πιο ρεαλιστικό στην γραφή του. Το παράλογο βγαίνει μέσα από καθημερινές καταστάσεις και προβληματικούς οικογενειακούς δεσμούς, αλλά και από τα ψυχολογικά προβλήματα του Λούντβιχ (μια ρεαλιστική δηλαδή εξήγηση, εκεί που ο Μπέκετ δεν δίνει καθόλου εξηγήσεις). Είναι ένα έργο, όπου η δράση είναι ελάχιστη, οι σιωπές πάρα πολλές, οι διάλογοι επαναλαμβάνονται. Αυτό δεν γίνεται τυχαία: ο συγγραφέας το κάνει, γιατί θέλει να δείξει το αδιέξοδο ανθρώπων εγκλωβισμένων στον εαυτό τους και στο σόι τους.

Συγκρούσεις βέβαια υπάρχουν. Ο πιο συγκρουσιακός χαρακτήρας του έργου είναι ο Λούντβιχ, ο οποίος είναι φιλόσοφος κι απορρίπτει το επάγγελμα που επέλεξαν οι αδερφές του, ως ηθοποιοί. Νευρικός και γεμάτος ξεσπάσματα, σαν τον συνονόματό του Μπετόβεν– ίσως να μην είναι τυχαίο ότι λατρεύει τη μουσική του. Δεν ξέρω αν ο Μπετόβεν είναι πρότυπο του Μπερνχαρντ για το στήσιμο του χαρακτήρα του Λούντβιχ. Ο Μπετόβεν δεν έπασχε από ψυχική νόσο, ήταν μουσικός και όχι φιλόσοφος, ενώ δεν είχε καν αδερφές. Σύμφωνα με τον Jon Sobel πρότυπο για τον χαρακτήρα του Λούντβιχ/Φος ήταν ο φιλόσοφος Βιτγκενστάιν, με τον οποίο ο κεντρικός χαρακτήρας παρουσιάζει αρκετά κοινά βιογραφικά στοιχεία.

Αν και ο Λούντβιχ, είτε επειδή είναι άντρας, καταπιεστικός, νευρικός, με κλονισμένο ψυχισμό, έχει τα πιο σφοδρά ξεσπάσματα, και οι δύο γυναίκες του έργου κουβαλάνε στοιχεία σύγκρουσης. Η Ντένε είναι η πιο αφοσιωμένη στις αξίες του οίκου των Βόρρινγκερ, αλλά κι η πιο αφοσιωμένη (έως ερωτευμένη) στον αδερφό της, τον οποίο όμως θέλει να αφομοιώσει στο οικογενειακό σύστημα. Πιο αδιάφορη και κυνική είναι η Ρίττερ και αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλά αδερφικά μαχαιρώματα από τις δύο αδερφές- κυρίως από τηνπλευρά της Ρίττερ. Η Ντένε συχνά θυματοποιείται.

Το έργο αυτό δεν θα είχε τόσο μεγάλη αξία, αν οι ηθοποιοί που το ερμήνευαν δεν ήταν της κλάσης του Καταλειφού, της Κοκκίνου και της Οικονομίδου. Συγκλονιστικός ο Καταλειφός στα ξεσπάσματα της παράνοιάς του, ανυπέρβλητη η Κοκκίνου στις σιωπές της, τις γεμάτες βουβό πόνο και τρομερή απελπισία για μικροπράγματα. Η Οικονομίδου ερμηνεύει εξίσου υποδειγματικά την σκανδαλιάρα κι αδίστακτη Ρίττερ. Και οι τρεις ερμηνευτές καταφέρνουν να δώσουν την κεντρική ιδέα του έργου, το ότι η ζωή γίνεται μαρτυρική για μικροπράγματα, άνευ σημασίας, που όμως γι’ αυτούς τους τρεις ανθρώπους είναι η Κόλαση ή ο Παράδεισός τους. Κι ότι αυτό που είναι ο Παράδεισος του ενός, γίνεται η Κόλαση του άλλου και το αντίστροφο.

Σκηνοθετικά, πάντως, το έργο είναι κάπως γυμνό από ευρήματα. Ίσως, θα ήταν λιγότερο βαρύ το έργο, αν υπήρχαν κάποιες περικοπές στην τρίωρη παράσταση. Επίσης, δεν θεωρώ θετικό το ότι η μουσική απουσιάζει, πλην του τέλους, όπου την ζητάει το ίδιο το κείμενο- όταν δηλαδή ο Φος ακούει Μπετόβεν. Το σκηνικό μου άρεσε, καθώς θεωρώ ότι ήταν μια ευρηματική σύζευξη του αφαιρετικού με το ρεαλιστικό και του εικαστικού με το θεατρικό.

Γενικά, είναι ένα έργο δύσκολο και μεγάλο σε διάρκεια, αλλά με σημαντική καλλιτεχνική αξία. Και σφραγίζεται από τρεις σπουδαίες ερμηνείες, ηθοποιών αφοσιωμένων στην τέχνη, που μπήκαν στη σκηνή για να δώσουν την ψυχή τους και το ταλέντο τους για το έργο και τις ανάγκες του και όχι για να επιδιώξουν εύκολους εντυπωσιασμούς.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις