“Τα άγρια αγόρια” στο Ίδρυμα Μιχ. Κακογιάννης- Σαρκάζουν αλλά δεν τρομάζουν
Ο σπουδαίος Αργεντίνος συγγραφέας Μπόρχες είχε δηλώσει κάποτε πως συχνά του φαίνεται πως όλα τα συγγραφικά έργα τα έχει γράψει ο ίδιος άνθρωπος, θέλοντας να πει ότι δεν έχουν σημασία τα πρόσωπα, αλλά η ίδια η λογοτεχνία. Μάλλον όμως αυτόν τον ένα και μοναδικό άνθρωπο θα τον οραματίστηκε συγγραφέα και όχι θεατρολόγο ή θεατρικό σκηνοθέτη.
Τα “άγρια αγόρια” στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης είναι μία ακόμα συρραφή κειμένων διαφορετικών συγγραφέων, με τεχνικές κολλάζ του Ουίλιαμ Μπάροουζ. Σε ένα έργο ενώνεται ένας ιστός από κείμενα των Χάινερ Μύλλερ, Φρίντριχ Ντύρενματ, Τζέιμς Τζόυς, Πέτερ Βάις, Αρτύρ Ρεμπώ, Β. Γκ. Ζέμπαλντ κ.α.. Η σύλληψη είναι του σκηνοθέτη Σάκη Παπακωνσταντίνου, ενώ τη δραματουργική επεξεργασία του εγχειρήματος υπογράφει η θεατρολόγος και κριτικός θεάτρου Λουίζα Αρκουμανέα.
Ο Σάκης Παπακωνσταντίνου δημιούργησε ένα έργο με θεματικό άξονα τη μάχη (επανάσταση;) μιας ομάδας σκληρών αγοριών, που κινούνται στο περιθώριο της ζωής και της ιστορίας, με την τρυφηλή και αδύστακτη πρέσβειρα καλής θελήσεως. Η “κακιά της ιστορίας” είναι μεγιστάνας του πλούτου και ελέγχει τα media (θυμίζει έντονα την Γιάννα Αγγελοπούλου- Δασκαλάκη, την περίοδο των Ολυμπιακών, αλλά η ισχύς αυτής της συγκεκριμένης αντί-ηρωίδας είναι πολύ μεγαλύτερη και διαπλανητική). Τον ρόλο ερμηνεύει άντρας, ο Άγγελος Παπαδημητρίου, μάλλον θέλοντας να δείξει το ερμαφρόδιτον της εξουσίας.
Ο Παπαδημητρίου με όλη του την εικόνα, ως καλλιτέχνης, προσπαθεί να δώσει μια σαρκαστική ιλαρότητα στον χαρακτήρα, δημιουργώντας έναν ταξικό αντίπαλο- καρικατούρα. Έτσι υπονομεύει την επικινδυνότητα του. Ένας ταξικός εχθρός δεν φτάνει να είναι, αλλά πρέπει και να φαίνεται επικίνδυνος. Ο Παπαδημητρίου και συνολικά η σύλληψη σαρκάζει, αλλά δεν τρομάζει.
Ο άλλος πόλος της ταξικής αντιπαράθεσης είναι τα άγρια αγόρια. Μια πειρατική συμμορία, βρόμικη, άπλυτη, με νεανική φρεσκάδα και δύναμη. Η τέχνη είναι μαζί τους. Οι πραγματικοί καλλιτέχνες είναι παρίες της ζωής, περιθωριακοί τύποι, γράφουν σκοτεινά κείμενα και βλέπουν τη ζωή και την κοινωνία με αντισυμβατικό τρόπο.
Αν η μία πλευρά εκφράζει έναν ροζ, πλην όμως κυρίαρχο καπιταλισμό, άλλη πλευρά είναι βίαιη, ατίθαση και ελεύθερη σαν τη φύση. Είναι η νέα, αλήτικη, γενιά επαναστατών χωρίς αιτία. Είναι ένα θέμα ποιά από τις δύο πλευρές καθορίζει αυτή τη στιγμή τα πράγματα, διαμορφώνει τον πολιτισμό, γράφει την ιστορία. Ένα άλλο θέμα ποιά θα κυριαρχήσει τελικά. “Εμείς είμαστε το παρόν”, μοιάζει να λέει η μία πλευρά, παρουσιάζοντας ένα παρόν μουμιοποιημένο, που κανονικά θα έπρεπε να έχει πεθάνει εδώ και αιώνες, αλλά συντηρείται από τη δύναμη του χρήματος. Και η άλλη πλευρά – τα άγρια αγόρια- φωνάζει “εμείς είμαστε το μέλλον”.
Γιατί όμως το μέλλον να είναι μόνο τα άγρια αγόρια; Γιατί όχι- ας πούμε- και τα άγρια κορίτσια; Και μήπως αυτή η φοβική, γραφική μούμια, που αποτελεί τον κυρίαρχο καπιταλισμό, είναι μια κάπως εύκολη κριτική στο παντοδύναμο σύστημα; Μήπως, παραβλέπονται όλες οι άλλες πλευρές, ενός πολύμορφου χάους από μικροσυμφέροντα, τάξεις, κοινωνικές ομάδες, πολτικές και οικονομικές δυνάμεις; Και μήπως υπάρχει και μια σκόπιμη αφέλεια από την πλευρά του εμπνευστή της σύλληψης, που θέλει να ξεχνά πως αυτοί που νικούν τους εξουσιαστές- καταπιεστές, απλώς υιοθετούν το ρόλο τους;
Ως προς το σκηνοθετικό κομμάτι, το έργο παρουσίαζε και καλές και αδιάφορες στιγμές. Είχε τα χαρακτηριστικά ενός μεταμοντέρνου θεατρικού κολάζ. Υπήρχαν ενδιαφέρουσες στιγμές σωματικού θεάτρου και δυνατοί συμβολισμοί, αυτοσχεδιασμός, παιχνίδι. Ήταν όμως και κάπως ψυχρό συναισθηματικά και έκανε κοιλιές σε αρκετά σημεία. Οι βιντεοπροβολές είχαν ενδιαφέρον, χωρίς να εντυπωσιάζουν πάντα. Και η παράσταση κινήθηκε συχνά ανάμεσα στο προκλητικό και στην καρικατούρα.
Οι ερμηνείες ήταν αρκετά καλές, ιδίως στο αυτοσχεδιαστικό κομμάτι. Η σκηνοθεσία είναι πλούσια σε ευρήματα και εικόνες, αλλά δεν με ικανοποίησε ιδιαίτερα το αισθητικό αποτέλεσμα. Ο ρυθμός δεν ήταν πάντα το ίδιο ζωντανός. Επίσης, αντί να παρακολουθεί η σκηνοθεσία το κείμενο, μοιάζει να ανοίγει αυτή το δρόμο και μετά ψάχνει να βρει τα λογοτεχνικά έργα που θα γεμίσουν με λόγο το κενό. Αυτό είναι μια ανάποδη πορεία, που όμως είναι ταυτόχρονα προκλητική και έχει την γοητεία της.
Αν και δεν είμαι προδιατεθειμένος εναντίον των λογοτεχνικών συρραφών, συνήθως βλέπω ότι στο θέατρο δεν λειτουργούν καλά. Νομίζω ότι μόνο λογοτέχνες έχουν κάποιες σοβαρές πιθανότητες να φέρουν εις πέρας κάτι τόσο δύσκολο- και μάλιστα εκπαιδευμένοι σε αυτό το στυλ κολάζ, μίμησης ύφους και δυνητικής λογοτεχνίας. Αλλά και πάλι, δεν είμαι σίγουρος ότι μια τέτοια προσπάθεια, ακόμα και των πιο “ψημένων” συγγραφέων, μπορεί να περπατήσει στο θέατρο- και μάλιστα σε ένα θέατρο, όπου κυριαρχούν οι σκηνοθέτες.
Γιώργος Σμυρνής