Ξέρω πώς είναι να μας τα πρήζεις με τον Μέσι!
Μέσα στις καρδούλες είναι το τρέιλερ του MEGA για την προβολή του αγώνα του Champions League, Leverkusen-Barcelona, την ημέρα της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου, αλλά κάποιοι θα ήθελαν να γεμίσουν δηλητήριο το βέλος του φτερωτού Ερωτιδέα και να το εκσφενδονίσουν στην μικρή οθόνη! Και δεν πρόκειται μόνο για γυναίκες που μισούν το ποδόσφαιρο και θα ήθελαν να έχουν την αναπόσπαστη προσοχή του συντρόφου τους την ημέρα αυτή…από την Αργυρώ Σταυρίδη
Τις τελευταίες μέρες «παίζει» στο MEGA ένα «αγαπησιάρικο» τρέιλερ για την ζωντανή μετάδοση της αναμέτρησης του Champions League, ανάμεσα σε Leverkusen και Barcelona. Επ’ ευκαιρία και της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου, την ημέρα του αγώνα, η πολύ λογική διαφημιστική ιδέα του καναλιού, ήταν να συνδεθούν αυτά τα δύο. I love Barca, I love Messi, I love Champions League, λέει λοιπόν το τρέιλερ. Πολύ ωραία. Πολλοί αγαπούν την “Barca” και ακόμα περισσότεροι το Champions League. Τυχεροί βέβαια οι MEGAλοι, που την Τρίτη παίζει η Barcelona, και σε περίπτωση που φοβούνται μήπως χάσουν σε τηλεθέαση «λόγω της ημέρας», τους έκατσε τζιτζί το κόνσεπτ, μια που η καταλανική ομάδα έχει μεγάλη «πέραση» τα τελευταία χρόνια, έχοντας διαδώσει παγκοσμίως την Barca mania. Αυτό όμως το φαινομενικά αθώο τρεϊλεράκι, εμπεριέχει ένα πολύ σημαντικό νόημα: το ότι θεωρείται δεδομένο πλέον πως το μεγαλύτερο μέρος του ποδοσφαιρόφιλου κοινού «γουστάρει» Barcelona σε βαθμό που να είναι ok ένα κανάλι και ένα διαφημιστικό να παίρνει ξεκάθαρα θέση υπέρ της, έστω κι αν αυτό εντάσσεται σε ένα πλαίσιο δημιουργικότητας που μπορεί να μην έχει να κάνει απαραίτητα με αγωνιστικά κριτήρια. Ε λοιπόν δεν είναι ok!
Οποιαδήποτε ομάδα κι αν ήταν αυτό τον καιρό αντίπαλη της Barcelona (εκτός ίσως από τα παραδοσιακά μεγαθήρια που έχουν επίσης πολυάριθμους οπαδούς), πιστεύω πως όλοι συμφωνούμε ότι το τρέιλερ θα ήταν το ίδιο, υπέρ των κυανέρυθρων της Ισπανίας. Το θέμα λοιπόν είναι ότι το marketing της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας εδώ και αρκετό καιρό προβάλλει κατά προτεραιότητα οτιδήποτε έχει να κάνει με την Barcelona. Say Barca or die, τύπου-φάση (ειδικά αυτό το ηχητικά αυθάδικο και επιβλητικό “Barca” ανακυκλώνεται πια σε κάθε ευκαιρία σαν κωδικός αναγνώρισης και ευρύτερης αποδοχής σε τηλεοπτικά και μη πηγαδάκια ανάμεσα στους Beavis & Buttheads των καλαμπουρτζίδικων ή αμπελοφιλοσοφικών ποδοσφαιροσυζητήσεων, δίνοντας επιπλέον «αυτοπεποίθηση» σε όποιον το αρθρώνει). Άποψή μου είναι ότι η προβολή αυτή εδώ και καιρό έχει ξεφύγει πολύ από έναν κατά τα άλλα απόλυτα δικαιολογημένο θαυμασμό για την αγωνιστική απόδοση της εν λόγω ομάδας, και στηρίζεται πια περισσότερο στους νόμους της «μόδας». Μάλιστα ειδικά για την Barcelona, πέρα από τον ενθουσιασμό που προκαλεί με τα κατορθώματά της εντός γηπέδων, είναι πιο εύκολο να τροφοδοτείται αυτή την εποχή ο «μύθος» της, αφού στους καιρούς μας είναι “cool” να είσαι με τους «επαναστάτες» Καταλανούς. Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν είμαι Ρεάλ Μαδρίτης (την οποία θεωρώ εξωαγωνιστικά σιχαμένη μαζί με 4-5 άλλες παραδοσιακά και προκλητικά ευνοημένες από τις ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές Αρχές). Άλλωστε οι ξένες ομάδες δεν με συγκινούν αρκετά ώστε να γίνω οπαδός κάποιας, καθώς θεωρώ καθοριστικό τον παράγοντα της εντοπιότητας (όσο ισχυρή ή πιο «χαλαρή» κι αν είναι αυτή) στον οπαδισμό, και την τρέλα που έχουν κάποιοι με ξένες ομάδες περισσότερο επίδειξη ή ανάγκη να ακολουθήσουν και πάλι την μόδα που θέλει σώνει και καλά να υποστηρίζεις και μια ξένη ομάδα.
Η σύγχρονη Barcelona δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το μοναδικό παράδειγμα τέτοιας «προνομιακής» μεταχείρισης. H περιρρέουσα εύνοια που απολαμβάνουν κάποιες ομάδες – και δεν εννοώ τις διαιτητικές και θεσμικές, αλλά ένα ευρύτερο πλαίσιο κυρίαρχης κουλτούρας, διαμορφωνόταν ανέκαθεν από τότε που το μάρκετινγκ άρχισε να παίζει ρόλο σχεδόν εξίσου σημαντικό με την αγωνιστική αξία μιας ομάδας. Έτσι, το ίδιο συνέβαινε και με τις περιπτώσεις της Manchester United κυρίως στα 90’s, των Chicago Bulls την εποχή του Michael Jordan, ή σε εγχώριο επίπεδο, με την περίπτωση του μπασκετικού Ολυμπιακού των -ιτς, τον οποίο το κωστοπουλικό lifestyle είχε αναγάγει σε κατ’ εξοχήν πεδίο ενασχόλησης εντός και εκτός γηπέδων, για «γαύρους» και μη (η περίπτωση του «μεγάλου μπασκετικού Άρη», τον οποίο όλοι -εκτός των ΠΑΟΚτζήδων, φαντάζομαι- συμπαθούσαν και παρακολουθούσαν, είναι μάλλον διαφορετική, καθώς τότε τα πράγματα ήταν ακόμα σχετικά πιο «αθώα»). Φυσικά από τη στιγμή που ο αθλητισμός έχει γίνει επαγγελματικός και στους κόλπους του διακινούνται πακτωλοί χρήματος, κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είναι θεμιτή η προώθηση ενός «προϊόντος» όπως είναι πλέον οι παίκτες, οι ομάδες, το ίδιο το σπορ. Ούτε μπορούμε να γυρίσουμε στον ερασιτεχνισμό και να είναι όλα αγνά σαν το παρθένο μαλλί και τους Jonas Brothers.
Αθέμιτο, προσχεδιασμένο και υστερόβουλο μπορεί να μην είναι λοιπόν όλο αυτό, προσωπικά όμως με ενοχλεί και το βρίσκω τουλάχιστον μονόπλευρο, ευκαιριακό και παπαγαλίστικο, σε σημείο που μερικές φορές να δίνει δικαίωμα να αμφισβητείται η δημοσιογραφική επάρκεια και αντικειμενικότητα αλλά και η κριτική ικανότητα ενός ενδεχομένως εφησυχασμένου κοινού που αναμασά ό,τι του σερβίρεται, όπως συμβαίνει πολλές φορές και σε άλλους τομείς (βλ. μουσική, πολιτική κ.λ.π.). Όσο πιο εδραιωμένα είναι τα μονοπώλια και στο ποδόσφαιρο, τόσο πιο ανούσιο και αδιέξοδο τελικά γίνεται το ίδιο το σπορ και η ενασχόληση με αυτό. Το ελληνικό ποδόσφαιρο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου ξενερώματος. Το γιατί και πώς έγινε σάπιο και μονοπωλιακό δεν θα το θίξω εδώ, είναι γνωστό τοις πάσι, και δεν έχει σημασία τι χρώματα έχει κάθε φορά το μονοπώλιο, θα μπορούσαν αυτά να ανήκουν σε οποιαδήποτε ομάδα από τη στιγμή που η φιλοσοφία, η δομή και οι πρακτικές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το ποδόσφαιρό μας, προσφέρονταν προς εκμετάλλευση από τον εκάστοτε πιο ισχυρό (όπου «ποδόσφαιρο», κάλλιστα αντικαθίσταται και από τα «πολιτική», «οικονομία»).
Γνωρίζοντας λοιπόν τη δύναμη που έχουν σήμερα εξωαγωνιστικοί -και όχι αναγκαστικά «σκοτεινοί»- παράγοντες να επηρεάζουν την ποδοσφαιρική κοινή γνώμη ή να διαμορφώνουν τάσεις, είναι σημαντικό να είμαστε όλοι πιο ψύχραιμοι και ανοικτοί στις προτιμήσεις μας. Ειδικά στον αθλητισμό, που θεωρείται ένας τομέας όπου μπορεί ακόμα και ο λιγότερο δυνατός να θριαμβεύσει. Απαιτώ λοιπόν από το MEGA, στο όνομα της αντικειμενικότητας, να συμπληρώσει το τρέιλερ αν όχι με ένα “I love Leverkusen”, τουλάχιστον με ένα “I love Heidi” – την Klum ή την παιδική σειρά, ανάλογα με τα γούστα. Όλο και κάποια συμπάθεια θα τρέφουν πολλοί Έλληνες γι’ αυτές, κι ας είναι Γερμανίδες.