Το έργο πραγματεύεται την αντιμετώπιση των ομοφυλοφίλων στη ναζιστική Γερμανία, μετά την αιματηρή Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών (1934). Ένα έργο για το παράλογο της εξουσίας, που αποδεικνύει ότι ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, η μόνη και ουσιαστική επένδυση που αξίζει κανείς να κάνει είναι στον ίδιο τον άνθρωπο.
Το έργο ακολουθεί τη διαδρομή του Μαξ, ενός απελευθερωμένου σεξουαλικά ομοφυλόφιλου άντρα στο Βερολίνο του 1934, ο οποίος συζεί μ’ έναν χορευτή (Ρούντυ) που δουλεύει στο φημισμένο για την εποχή gay club της Γκρέτα και συχνάζει εκεί παραδομένος στο αλκοόλ, την κοκαΐνη και το ευκαιριακό σεξ. Ένα βράδυ γνωρίζει ένα νεαρό αξιωματικό (Βολφ) και τον πηγαίνει σπίτι, για ακόμα μία ερωτική βραδιά. Το ίδιο βράδυ ο Χίτλερ, με το πρόσχημα της οργάνωσης πραξικοπήματος, αποφασίζει να καθαιρέσει και να απομακρύνει τους ομοφυλόφιλους από τα στρατεύματα του, αφού πρώτα δολοφονήσει πάνω από διακόσια ηγετικά στελέχη των Ες – Ες και τους συντρόφους τους.
Ταυτόχρονα αναθεωρείται το άρθρο 175, που καθιστά την ομοφυλοφιλία παράνομη, μιας και θεωρείτο ότι ήταν αποτέλεσμα εκδήλωσης εκφυλισμού που κατέστρεφε την Γερμανική – Άρια φυλή. Απαγορεύεται όχι μόνο το φίλημα, το αγκάλιασμα και η ομοφυλοφιλική διάθεση, αλλά ακόμη η σκέψη κι η φαντασίωση. Ο Μαξ και ο Ρούντυ γίνονται αναπόφευκτα στόχος άγριου διωγμού. Ο δεύτερος δεν επιβιώνει, ενώ ο Μαξ με τη βοήθεια ενός άλλου κρατουμένου, δηλωμένου ομοφυλόφιλου, (Χορστ) καταλήγει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Εκεί, η γνωριμία των δύο γίνεται αφορμή για να έρθει η αξιοπρέπεια, οι προσδοκίες και ο έρωτας σε σύγκρουση με την σκληρή πραγματικότητα της επιβίωσης.
Μέσω της ιστορίας που αφηγείται, ο Martin Sherman θέλει να δείξει την τεράστια δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος, ικανό να ανταποκριθεί ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις, να αντλήσει δύναμη και κουράγιο, αποδεικνύοντας ότι η μόνη και ουσιαστική επένδυση που αξίζει κανείς να κάνει είναι στον ίδιο τον άνθρωπο. Εμφανής σε όλο το έργο είναι η αδάμαστη φύση της ανθρώπινης ψυχής να βρει συντροφικότητα κι αγάπη, παρά τα ανυπέρβλητα εμπόδια, απέναντι στις πιο αντίξοες συνθήκες και μέσα από τους πιο σκοτεινούς δρόμους. Εντέλει το Bent είναι ο θρίαμβος της ελπίδας, της αγάπης και του έρωτα.
Βent (ετυμολογία λέξης: αυτός που γέρνει, που έχει κλίση, κυρτός. Επίσης ο αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τα άκρα. Παλιότερα η λέξη χαρακτήριζε την ομοφυλοφιλία).
Πρωτοανέβηκε το 1979 στο West End με τον Ian Mc Kellen (Μαξ) και την επόμενη χρονιά στο Broadway με τον Richard Gere (Μαξ). Μέσα σε 32 χρόνια έχει παιχτεί πάνω από χίλιες φορές σε 40 χώρες. Στην Ελλάδα πρώτη φορά ανέβηκε το 1982 με Γιάννη Φέρτη (Mαξ) και Πέτρο Φυσσούν (Χόρστ) από τον Γιώργο Θεοδοσιάδη. Το εν λόγω ανέβασμα είναι το 4ο στην χώρα μας.
Το 1997 το έργο γνώρισε την κιν/φική του μεταφορά με τους Clive Owen (Max), Lothaire Bluteau (Horst), Ian Mc Kellen (uncle Freddie) και τον Mick Jagger στο ρόλο της Greta. Σκηνοθεσία Sean Mathias. Η ταινία τιμήθηκε με τέσσερα βραβεία εκ των οποίων το ένα στις Κάννες (youth award) και το άλλο στο Τορίνο (best film).
Συντελεστές
Συγγραφέας : Martin Sherman
Μετάφραση : Γιώργος Θεοδοσιάδης
Σκηνοθεσία : Δημήτρης Καρατζιάς
Βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Μπρατάκος
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Νικόλας Σουλογιάννης
Σκηνικά – φωτογραφίες : Δέσποινα Χαραλάμπους
Κοστούμια : Κλιμενώφ Δήμος
Μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης
Επιμέλεια κίνησης : Θοδωρής Πανάς
Φωτισμοί : Οδυσσέας Παυλόπουλος