Το θεατρικό έργο «Περί Ζώων» (2007) της αυστριακής συγγραφέως Ελφρίντε Γέλινεκ (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2004) είχε σαν αφορμή ένα ρεπορτάζ του βιεννέζικου περιοδικού Falter, στο οποίο ο δημοσιογράφος Florian Klenk αποκάλυπτε το σκάνδαλο του τράφικινγκ γυναικών από ένα γραφείο συνοδών πολυτελείας της Βιέννης. Οι γυναίκες αυτές, ανηλίκες ως επί το πλείστον, προέρχονταν από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες (Λιθουανία, Εσθονία, Μολδαβία κ.α.). Στο ρεπορτάζ δημοσιεύονταν μέρος των πρωτοκόλλων παρακολούθησης της αστυνομίας με συνομιλίες μεταξύ προαγωγών και πελατών.
Αυτά τα πρωτόκολλα πήρε στα χέρια της η Γιέλινεκ και τα μετέτρεψε σ’ ένα ιδιόμορφο μάγμα γλώσσας, σ’ ένα καταρράκτη λόγου που ξεσκεπάζει την δυτική κοινωνία του ακραίου καπιταλισμού όπου τα πάντα ορίζονται από τους νόμους της αγοράς και της ζήτησης, ακόμα και η αξία της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.
Το «Περί Ζώων» είναι ένα έργο βαθιά πολιτικό που ξεπερνάει τα όρια της θεματολογίας του, δηλαδή το τράφικινγκ γυναικείας σάρκας, καθώς τοποθετεί ένα αδυσώπητο μεγεθυντικό φακό ανάμεσα στον θεατή και την κοινωνία που τον περιβάλλει. Το έργο, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μάς αφορά ιδιαίτερα: σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες η Ελλάδα καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις στη λίστα των ευρωπαϊκών χωρών με υψηλά ποσοστά στο εμπόριο γυναικών.
Το κείμενο της Γέλινεκ, που δεν περιέχει σκηνικές οδηγίες, πράξεις και παραδοσιακές φιγούρες, αποτελείται από δύο μέρη: στο πρώτο βρίσκουμε το μονόλογο μιας γυναίκας που οδηγήθηκε σ’ αυτό το κύκλωμα από έρωτα. «Ο Έρωτας είναι ένα συγκεκριμένο είδος εξάρτησης», λέει. Παρακολουθούμε να ξεδιπλώνεται η απεγνωσμένη της προσπάθεια να διεκδικήσει το δικαίωμά της ν’ αγαπά, να βρει ένα τόπο όπου θα έχει το δικαίωμα να «υπάρχει», και καταλήγει διαρκώς «εκτός εαυτού» αφού η γλώσσα αντιστέκεται, υπονομεύει, ξεφεύγει από τις προσπάθειές της. Η γλώσσα, ανδροκρατούμενη κι αυτή, την προδίδει.
Στο δεύτερο μέρος του κειμένου πλέκονται φωνές ανδρών που απαιτούν «φρέσκο κρέας» και καυχιώνται για τα πλεονεκτήματα και τις υπηρεσίες των «κοριτσιών» τους με τον πιο ωμό και κυνικό τρόπο. Όλα είναι εμπορεύσιμα. Όσα υπονοούνται στο μονόλογο της γυναίκας ως προς τη σεξουαλική υποταγή, περνούν εδώ ριζικά προς τα έξω, αναγκάζοντας το κοινό να ακούσει τις κραυγές των ζώων της Γέλινεκ με τερατώδη δύναμη. Στο τέλος του κειμένου, η συγγραφέας αναμειγνύει στις φωνές των ανδρών την αφήγηση μιας αληθινής ιστορίας, στην Γερμανία, όπου η νεαρή Anneliese Michel πέθανε το 1976 σε ηλικία μόλις 24 ετών εξαιτίας του εξορκισμού τον οποίο υπέστη από την τοπική καθολική εκκλησία.
Ο λόγος της Γέλινεκ έχει χαρακτηριστεί συχνά ως μετα-φεμινιστικός, μεταδραματικός, πορνογραφικός, όχι μόνο ως προς τα θεατρικά της έργα, αλλά και ως προς τα μυθιστορήματά της (Λαγνεία, Απληστία, η Πιανίστρια). Δεν είναι όμως ποτέ ένας λόγος επιφανειακά ή εύκολα καταγγελτικός. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Σουηδική Ακαδημία που της απένειμε τη μέγιστη λογοτεχνική διάκριση, η γραφή της Γέλινεκ ξεχωρίζει «για την μουσική ροή του λόγου και του αντίλογου σε μυθιστορήματα και θεατρικά έργα τα οποία με ασυνήθιστο γλωσσολογικό ζήλο αποκαλύπτουν τον παραλογισμό των στερεοτύπων της κοινωνίας και τη δύναμή τους να υποδουλώνουν».
Ο σκηνοθέτης και μεταφραστής του έργου, Κ.Αλέξης Αλάτσης, χειρίζεται το κείμενο ως γλωσσικό υλικό, το οποίο ενορχηστρώνει και συνθέτει σε μια θεατρική παρτιτούρα για μια γυναικεία και επτά ανδρικές φωνές, που λειτουργούν ως μια σύγχρονη εκδοχή χορού.
Συντελεστές:
Μετάφραση/δραματουργική επεξεργασία/ Σκηνοθεσία: Κ. Αλέξης Αλάτσης
Σκηνικά / Κοστούμια: Αντώνης Δαγκλίδης
Κίνηση: Μαρίζα Τσίγκα
Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος
Βοηθός σκηνογράφου / ενδυματολόγου: Αμαλία Θεοδωροπούλου
Διαβάστε την κριτική μας για την παράσταση