MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“Πατρίδες” των Ρέππα- Παπαθανασίου: Εύπεπτη ανθρωπιά

Τη μετανάστευση όχι μόνο ως κοινωνικό φαινόμενο, αλλά κι ως υπαρξιακή εμπειρία προσπαθεί να αναδείξει η παράσταση “Πατρίδες” των Ρέππα- Παπαθανασίου στο Εθνικό Θέατρο. Άλλωστε, η Ελλάδα, που σχεδόν όλο τον 20ο αιώνα- και ιδίως τη δεκαετία του 50- ήταν χώρα που έστελνε μετανάστες σε άλλες χώρες, από τα τέλη του 80 άρχισε να γίνεται χώρος υποδοχής μεταναστών- το οποίο αποτέλεσε μια μεγάλη κοινωνική μεταβολή, ενώ άλλαξε και πολλές νοοτροπίες των Ελλήνων.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Το έργο βασίζεται σε προσωπικές μαρτυρίες μεταναστών, ενώ ο θίασος είναι ένα κράμα Ελλήνων ηθοποιών και μεταναστών. Όπως λένε οι δύο σκηνοθέτες: “Με το έργο Πατρίδες προσπαθήσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό καθαυτό το θέμα του μετανάστη. Όχι τον μετανάστη όπως τον αντιλαμβανόμαστε εμείς. Τον μετανάστη όπως αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον εαυτό του. (…) Μαζεύοντας αυθεντικό υλικό από διάφορες πηγές στήσαμε ένα έργο-«ντοκουμέντο», όπου δεν γράψαμε ούτε μία λέξη δική μας. Διαλέξαμε και μοντάραμε αποσπάσματα από πραγματικές μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων μεταναστών από βιβλία, συνεντεύξεις και αδημοσίευτες μαρτυρίες και στήσαμε μια βιογραφία.”

Οι Ρέππας- Παπαθανασίου, οι οποίοι μας έχουν συνηθίσει σε κωμωδίες, τόσο στην τηλεόραση, όσο στο σινεμά και στο θέατρο, δημιούργησαν ένα βαρύ και ανθρωπιστικό έργο, με μια Ελλάδα, που την έχουμε δει σε σύγχρονους μοντερνιστές Έλληνες σκηνοθέτες, όπως ο Αγγελόπουλος. Υλοποίησαν το όραμά τους συλλέγοντας μαρτυρίες από Έλληνες μετανάστες τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά και τη δεκαετία του 50, οι οποίοι αφηγούνται- μέσω των Ελλήνων ηθοποιών- τις εμπειρίες τους από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Φτώχεια, πόνος, εκμετάλλευση, σε χώρες με έντονη βιομηχανική ανάπτυξη, που χρειάζονταν φτηνά εργατικά χέρια. Και από την άλλη, μία ομάδα πραγματικών μεταναστών ηθοποιών, από χώρες της Ασίας, με σπασμένα ή αρκετά καλά ελληνικά, αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες, για την υποδοχή που έχουν βρει από τους Έλληνες.

Αυτό που δυσκολεύεσαι να συνηθίσεις στην εναλλαγή των αφηγήσεων, δεν είναι η διαφορά ανάμεσα στα κανονικά ελληνικά των ηθοποιών και τα ελληνικά των μεταναστών. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο θεατρικό ύφος, με το οποίο απαγγέλλουν οι ηθοποιοί και την απουσία κάθε θεατρικότητας, από την πλευρά των μεταναστών. Έτσι νομίζεις ότι στη μία περίπτωση παρακολουθείς κάτι θεατρικό, ενώ στην άλλη ένα ντοκιμαντέρ με προσωπικές μαρτυρίες μεταναστών στην Ελλάδα. Όμως, στην πορεία τη συνηθίζεις αυτή τη διαφορά, ενώ υπάρχει χημεία ανάμεσα στους Έλληνες και τους μετανάστες ηθοποιούς.

Σύμφωνα με το επιμύθιο της παράστασης, οι μετανάστες είναι άνθρωποι που δεν έχουν καμία πατρίδα. Γιατί όποιος έχει δύο πατρίδες, καταλήγει τελικά να μην έχει καμία. Αυτό είναι το απαισιόδοξο- σύμφωνα με την προσέγγιση της παράστασης- αποτέλεσμα μιας τραυματικής εμπειρίας. Όμως, το να μην έχεις πατρίδα δεν είναι πάντα τραυματικό. Για κάποιους ανθρώπους είναι και απελευθερωτικό. Και όταν θέλεις να δείξεις την εμπειρία του μετανάστη ως υπαρξιακό φαινόμενο, πρέπει να αναδείξεις και αυτή την πλευρά.

Έτσι οι μαρτυρίες παρουσιάζουν σκοτεινές- ως επί το πλείστον- καταστάσεις ακραίας εκμετάλλευσης, ιδίως από τους Γερμανούς στους Έλληνες μετανάστες. Από την άλλη, και οι Ασιάτες μετανάστες έχουν προβλήματα, κυρίως λόγω της δυσκολίας προσαρμογής, αλλά και των ρατσιστικών επιθέσεων. Όμως, υπάρχουν αφηγήσεις με αντικρουόμενα στοιχεία και αντιφάσεις, ενώ γίνεται κάποιες φορές φανερή η προσπάθεια των μεταναστών να φανούν αρεστοί στο ελληνικό κοινό. Επίσης, αναπαράγεται το στερεότυπο της μετανάστευσης ως ιδιαίτερα τραυματικής κατάστασης.

Στο φινάλε γίνεται μια παράθεση εκατοντάδων χιλιάδων αιτήσεων για μετανάστευση σημερινών Ελλήνων, που θέλουν να φύγουν από τη χώρα, λόγω της οικονομικής κρίσης. Αυτή η υπενθύμιση ότι ξαναγινόμαστε χώρα αποστολής μεταναστών, δίνει μια νέα δραματικότητα στο έργο. Ωστόσο, λειτουργεί και λίγο παραπλανητικά. Όλοι αυτοί που κάνουν αίτηση, δε σημαίνει ότι τελικά θα φύγουν. Κι επίσης, οι συνθήκες που θα βρουν στις χώρες, που θα πάνε, δεν έχουν καμία σχέση με τις χώρες που συνάντησαν οι Έλληνες μετανάστες- φτωχοί άνθρωποι, από αγροτικούς κυρίως χώρους- στην διαλυμένη από τον πόλεμο Ευρώπη της δεκαετίας του 50.

Επίσης, τα πολλά τραγούδια της παράστασης, εκτός του ότι συχνά ακούγονται παράταιρα, είναι λίγο κλισέ. Με την παρουσία τους επαναλαμβάνουν την χιλιοειπωμένη άποψη ότι “ο Έλληνας κάνει τον πόνο του τραγούδι”– λες και αυτό σημαίνει κάτι! Τα πάντα μπορούν να γίνουν τραγούδι (άρα και ο πόνος), όχι μόνο από τους Έλληνες μουσικούς, αλλά από τους μουσικούς οποιασδήποτε χώρας!

Συνολικά, η παράσταση “Πατρίδες” είναι μια παράσταση, που συγκινεί, έχει καλές προθέσεις και προβάλλει ένα ανθρωπιστικό πρόταγμα. Φέρνει σίγουρα τους ανθρώπους πιο κοντά και ανατρέπει στερεότυπα. Ωστόσο, είναι λίγο κουραστικό και σε κάποια σημεία έχει κάνει τέτοιες επιλογές, ώστε να παρουσιάζει μια κάπως πιο εύπεπτη αλήθεια, για ένα περίπλοκο θέμα.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις