Έκτορας Λυγίζος: -Είμαστε όλοι σε μία αδράνεια στην Ελλάδα
O Έκτορας Λυγίζος είναι σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου. Αυτήν την περίοδο πρωταγωνιστεί και συνσκηνοθετεί μαζί με τον Δημήτρη Καραντζά το “Θείο Βάνια” του Τσέχοφ στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Όπως μας εξηγεί ο σκηνοθέτης και ηθοποιός, η παράσταση αυτή είναι μία εκδοχή πάνω στο έργο του Τσέχοφ, μία αφήγηση περισσότερο, παρά μία θεατρική αναπαράσταση. Και μολονότι ο ίδιος πρωταγωνιστεί στο έργο, τον ενδιαφέρει η δευτεραγωνιστική πλευρά των ρόλων στο Θείο Βάνια, διότι αυτήν ανέγνωσε ως την πιο σημαντική πλευρά του κειμένου, ενώ βρίσκει σε αυτήν αναγωγές με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
– Ανεβάζετε μια πειραματική εκδοχή του Θείου Βάνια του Τσέχοφ. Από ποια σκοπιά είδατε το έργο, τι κρατήσατε και τι κόψατε.
Μας ενδιέφερε να αφηγηθούμε το έργο και όχι τόσο να το αναπαραστήσουμε. Μας τράβηξε πολύ το ενδιαφέρον αυτό που λέει κάποια στιγμή η Ελένα: Όλοι είμαστε δευτερεύοντα πρόσωπα. Προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε σε όλα τα πρόσωπα, ακόμα και τα πολύ εξωστρεφή και πρωταγωνιστικά, τη δευτεραγωνιστική τους πλευρά. Και προσπαθήσαμε να αφηγηθούμε μια διαδικασία, κατά την οποία ανακαλύπτουν την δευτεραγωνιστική τους φύση και την αποδέχονται- όσο πληγωτικό και αν είναι αυτό. Περιορίσαμε την εξωτερική πλοκή. Και επικεντρώσαμε σε μονολόγους και σε σημεία που αναδεικνύουν την πάλη του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό.
-Γιατί επιμένετε στην δευτεραγωνιστική πλευρά των χαρακτήρων;
Γιατί εμείς έτσι διαβάσαμε το έργο και θεωρούμε ότι αυτό είναι το κεντρικό θέμα του. Μιλάει για ανθρώπους που δεν τους συναντάμε στο χώρο που πρωταγωνιστούν, αλλά σε ένα κτήμα απομακρυσμένο, σαν εξορία σχεδόν. Δεν δουλεύουν. Κάθονται σε ένα σπίτι και συζητάνε και τεμπελιάζουν και πίνουν και ψάχνουν τρόπο να φύγουν από εκεί. Μοιάζει λίγο με αυτό που συμβαίνει με εμάς, στη χώρα, όπου όλοι βρισκόμαστε σε μία αδράνεια σε σχέση με παλαιότερα, που τα πράγματα πήγαιναν κάπως καλύτερα. Είναι μια αφορμή για μία αναρώτηση και για τους εαυτούς μας.
-Στο θέατρο Badminton ένας ρώσικος θίασος ανέβασε πρόσφατα μια μεγάλη παραγωγή για τον θείο Βάνια. Σας τρόμαξε το ενδεχόμενο της σύγκρισης;
Δεν τίθεται θέμα σύγκρισης καθόλου, δεδομένου ότι και οι προθέσεις αλλά και τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Σίγουρα το να δεις ένα ρώσικο θίασο να παίζει Θείο Βάνια έχει άλλο ενδιαφέρον από το να δεις έναν ελληνικό θίασο. Άλλωστε, από ό,τι έμαθα, το ρώσικο έργο αποφάσισε να δώσει μεγάλη πνοή στο έργο, να τονίσει την πλοκή, με μουσική- είναι μια άλλη παράσταση από αυτό που θέλουμε να κάνουμε εμείς. Επειδή μας ενδιαφέρει το κοινό να ξέρει το Θείο Βάνια, νομίζω ότι τα δύο έργα λειτουργούν συμπληρωματικά. Κάποιος που θα έχει δει τη ρώσικη παράσταση του Θείου Βάνια, με ενδιαφέρον θα δει και τη δική μας, που έτσι κι αλλιώς είναι μια δηλωμένη εκδοχή του έργου. Αν και η πρόθεση μας είναι η παράσταση να λειτουργεί και για κάποιον που δεν έχει ιδέα για το έργο.
– Έχω διαβάσει ότι ο Τσέχοφ θεωρούσε τα έργα του κωμωδίες. Και διαφώνησε με τον σκηνοθέτη Στανισλάβσκι στο Βυσσινόκηπο, που το ανέβασε ως δραματικό έργο. Υπάρχουν κωμικά στοιχεία στο Θείο Βάνια του Τσέχοφ; Και προσπαθήσατε να τα αναδείξετε;
Σαφώς πιστεύω ότι υπάρχουν, με την έννοια ότι ο Τσέχοφ χρησιμοποιεί στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων μια τεχνική η οποία μοιάζει με αυτή της κωμωδίας: Μεγεθύνει κάποια αρνητικά χαρακτηριστικά, σε ένα βαθμό που ξεφεύγει από το ρεαλισμό. Δηλαδή, ο γκρινιάρης γίνεται περισσότερο γκρινιάρης, για να προκαλέσει μία απόσταση στον θεατή και να μπορεί να τον κρίνει. Ο ίδιος χτυπιόταν ότι τα έργα του δεν είναι δραματικά, δηλαδή ρεαλιστικά. Είναι έργα που μπορεί να έχουν ένα ρεαλιστικό περιβάλλον, να παίζονται σε σαλόνια, αλλά ο λόγος είναι πολύ πιο συμπυκνωμένος. Κι εγώ παίζοντας αντιλαμβάνομαι ότι ο λόγος είναι τόσο πυκνός κι έχει πολύ αγωνία μέσα, η οποία εμπεριέχει και την τραγωδία ή κι ένα πάρα πολύ κωμικό είδος. Εγώ πιστεύω ότι η Γ πράξη είναι γραμμένη ως φάρσα. Ο Τσέχοφ παίζει με τα είδη. Άρα κάνει αναφορά σε είδη θεατρικά και όχι μόνο στη ζωή ή σε μια φέτα ζωής. Νομίζω πρέπει να παίζεται με μια άλλου είδους πυκνότητα. Να προσπαθήσεις δηλαδή να αναπαραστήσεις μία ζωή, αλλά με άλλους ρυθμούς. Γιατί μέσα τους οι χαρακτήρες αυτοί βράζουνε.
-Και γιατί οι σκηνοθέτες επιλέγανε τον δραματικό τρόπο για να ανεβάζουν παραστάσεις Τσέχοφ;
Γιατί αυτή η τεχνική στη Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα είχε αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, ούτως ώστε να ανταποκρίνονται οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες σε έργα πάρα πολύ ρεαλιστικά. Προσπαθούσαν να ξεπεράσουν ένα πάρα πολύ ποιητικό είδος θεάτρου και αναπτύχθηκε τότε μια λογοτεχνία υπερβολικά ρεαλιστική. Ο νατουραλισμός και ο ρεαλισμός στο θέατρο ήρθε να καλύψει την ανάγκη μιας εποχής, καθώς υπήρχε τότε η ανάγκη για ένα νέο θέατρο, που να εκφράζει τις ανάγκες ενός λαού που εργαζόταν μέσα στην απέραντη Ρωσία. Αλλά αυτό το πράγμα άρχισε να φοριέται σε όλα τα έργα ανεξέλεγκτα. Μετά, όμως, το θέατρο του 20ου αιώνα είχε άλλες απαιτήσεις, γιατί τα πράγματα έγιναν πιο σύνθετα. Και παλεύουμε ακόμα και σήμερα να πετάξουμε αυτόν τον ρεαλισμό. Ο Μπρεχτ, ας πούμε, κάποια στιγμή φρίκιασε με αυτό το πράγμα, γι’ αυτό και ζήτησε την αποστασιοποίηση. Η αποστασιοποίηση δε σημαίνει ότι δεν με αφορά αυτό που γίνεται. Καίγομαι γι’ αυτό το πράγμα, απλά κρατάω και μία απόσταση, ώστε να μπορώ να το κρίνω.
-Ως σκηνοθέτης του θεάτρου, αλλά και του κινηματογράφου, πώς κρίνετε τη φετινή απονομή των Όσκαρ;
Φέτος δεν ασχολήθηκα πάρα πολύ. Το μόνο που μου κάνει λίγο εντύπωση είναι η επιστροφή σε ταινίες, που βλέπουν το σινεμά νοσταλγικά, όπως το Hugo του Σκορτσέζε με τον Μελιές, είτε το Artist με το βουβό. Δείχνει ότι η αγορά διαβάζει πως ο κόσμος θέλει μια επιστροφή σε μία παλιά νοσταλγικότητα, επειδή τα πράγματα είναι δύσκολα. Αυτό λίγο με προβληματίζει, επειδή τα πράγματα είναι πιο καυτά από ποτέ και εμείς ξαφνικά γυρνάμε σε ένα πράγμα πολύ πιο παραμυθένιο.
-Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
Στο θέατρο είναι ακόμα λίγο ασαφή τα πράγματα. Θα κάνουμε κάτι αντίστοιχο με το Θείο Βάνια, μία εκδοχή ενός κλασικού έργου- μάλλον τραγωδία, αλλά δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα. Και έχω γυρίσει και μία ταινία, που λέγεται «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού». Προσπαθώ να είναι έτοιμη για κάποιο φεστιβάλ του καλοκαιριού. Το θέμα της είναι ένα αγόρι, γύρω στα 22-23, το οποίο προσπαθεί να επιβιώσει στην Αθήνα του σήμερα. Είναι όλο πάνω σε ένα νέο ηθοποιό, που βγήκε πρόπερσι από το Εθνικό και λέγεται Γιάννης Παπαδόπουλος. Γυρίσθηκε το Νοέμβριο, το μοντάζ τελειώνει τώρα, οπότε ουσιαστικά μιλάμε για του χρόνου: το 2012-13.
H παράσταση ΘΕΙΟΣ ΒΑΝΙΑΣ παίζεται από Τετάρτη έως Κυριακή στο Θέατρου του Νέου Κόσμου