Η παράδοση της μουσικής για το shakuhachi (σακουχάτσι), το φλάουτο από μπαμπού, ανάγεται στην άσκηση του βουδισμού, και συγκεκριμένα στις πρακτικές διαλογισμού του κλάδου Fuke. Ενώ μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, δηλαδή στην περίοδο Έντο της ιαπωνικής ιστορίας, η χρήση του οργάνου ήταν περιορισμένη στα πλαίσια της θρησκευτικής άσκησης, σήμερα κατέχει κεντρική θέση στη μουσική τέχνη της Ιαπωνίας, τόσο μέσα από τις παραδοσιακές μελωδίες όσο και χάρη στο πλούσιο ρεπερτόριο σύγχρονων έργων που εκμεταλλεύονται το ιδιαίτερο ηχόχρωμα και τις τεχνικές απαιτήσεις του οργάνου.
Η σημαντικότερη συνιστώσα της μουσικής αυτής είναι η ροή, μια και ο χρόνος της δεν ακολουθεί τη συμβατική διαίρεση. Ο ίδιος ο Καόρου Κακιζακάι επισημαίνει: «Κατά τη διδασκαλία της μουσικής αυτής, πρέπει να μάθουμε το χρόνο και τη διάσταση μεταξύ των φθόγγων, κάτι που ονομάζουμε “Μα” και αρχικά σημαίνει “χώρος”. Είναι σχεδόν αδύνατον να αποτυπωθεί το “Μα” στη σημειογραφία, διότι είναι άπειροι οι παράγοντες που το καθορίζουν.»
Η μουσική για σακουχάτσι χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν γήινη λιτότητα όπου η έντονη παρουσία της αναπνοής συνιστά μια μεταφορά για τη σύνδεση μεταξύ φύσης και ανθρώπινης δημιουργίας, μέσα από ένα ηχόχρωμα ατελείωτων αποχρώσεων.
Στο ρεσιτάλ που θα παρουσιάσει στη Στέγη, ο Καόρου Κακιζακάι θα ερμηνεύσει παραδοσιακά κομμάτια αλλά και έργα σύγχρονων συνθετών.