MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
05
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

dEUS @ Fuzz Club: μια “θεϊκά” συγκινητική βραδιά

Δεν γινόταν να αντισταθούμε στον πειρασμό του κλισέ λογοπαιγνίου, αφού όσοι βρεθήκαμε στο Fuzz το Σάββατο 17 Μαρτίου, ζήσαμε μία από τις πιο όμορφες συναυλιακές στιγμές μας. Το γιατί, εξηγείται παρακάτω…από την Αργυρώ Σταυρίδηφωτογραφίες: Κατερίνα Ορφανού

Monopoli Team

Δύσκολο να μην “αγγίζει” κάποιον η μουσική των Βέλγων dEUS. Από τις πιο δυνατές ροκιές τους, μέχρι τις μπαλάντες τους, και παρά τις αλλαγές στη σύνθεσή τους, η ποιότητα των περισσότερων κομματιών της δισκογραφίας τους που ξεκινά από το 1994, είναι τέτοια που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Αν και έχουν να επιδείξουν μια τόσο αξιόλογη παραγωγή και χαίρουν ευρείας αναγνώρισης, οι dEUS διατηρούσαν ανέκαθεν ένα “προσγειωμένο” προφίλ. Ακόμα και στο peak της καριέρας τους δεν αναγορεύτηκαν σε “super band”, έστω στο είδος τους, και ίσως αυτό είναι κάτι που τους κάνει ακόμα πιο αγαπητούς στο κοινό που ψάχνει στοιχεία που μπορούν να καταστήσουν «πιο δικό του» ένα γκρουπ ή έναν καλλιτέχνη. To συγκεκριμένο χαρακτηριστικό τους είναι κυρίαρχο και στη δική μου εικόνα γι’ αυτούς, και εξαιτίας αυτής της αίσθησης, αλλά και των όμορφων και σχεδόν παιδικών αναμνήσεων από την εμφάνισή τους στο «ιστορικό» Rockwave του 1999 στον Άγιο Κοσμά (με “ονειρεμένα”, για τα τότε εγχώρια δεδομένα, line-up με ονόματα όπως Blur, Prodigy, Garbage, Mercury Rev, Queens Of The Stone Age, Placebo κ.ά.), την μοναδική φορά που τους είχα δει ζωντανά, συμμεριζόμουν την προσμονή όσων εύχονταν αυτό το live να ανταποκρινόταν στις υψηλές προσδοκίες και ίσως να εξελισσόταν σε κάτι ξεχωριστό.

Οι dEUS βγήκαν στη σκηνή “περασμένες” 10, όταν ο κόσμος στο Fuzz είχε αυξηθεί σημαντικά, χωρίς όμως να το γεμίσει εντελώς. Το εναρκτήριο κομμάτι, “The Final Blast”, από το τελευταίο τους άλμπουμ, “Keep you close” (2011), έπιασε κάπως «αδιάβαστο» το μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου, που δεν ήταν εξοικειωμένο με την τελευταία τους δουλειά, το live όμως δεν άργησε να αποκτήσει ζηλευτή δυναμική. Το «πιασάρικο» “The Architect” που ακολούθησε, έδωσε το στίγμα για το «νεύρο» και τον άψογο τρόπο εκτέλεσης με τα οποία επρόκειτο να υποστηρίξουν τα κομμάτια τους σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Όσο εξελισσόταν η βραδιά, αποκαλυπτόταν ο πλούτος του ρεπερτορίου τους, και η συνθετική ικανότητα του γκρουπ να «χτίζει» τα τραγούδια του δίνοντάς τους επιτυχημένα απρόβλεπτες μουσικές προεκτάσεις. O frontman Tom Barman, ακολουθούμενος από τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, ήταν αεικίνητος και αρκούντως «θεατρικός», σε βαθμό όμως που να δίνει προτεραιότητα στην μουσική και όχι στην persona του. Δεν παρέλειπε να συνδιαλέγεται με το κοινό, και ρώτησε μεταξύ άλλων πόσοι από τους παρευρισκόμενους ήταν και στη συναυλία τους το 1996 στο θρυλικό Ρόδον. Πολλοί, όπως αποδείχτηκε από τα χέρια που σηκώθηκαν και τις ιαχές, κάτι που δείχνει ότι οι dEUS διαθέτουν στη χώρα μας έναν πυρήνα οπαδών που τους ακολουθεί πιστά όσα χρόνια κι αν πέρασαν και που δεν θα έχανε την ευκαιρία να τους ξαναδεί. Αυτοί λοιπόν, τραγουδούσαν ενθουσιωδώς μαζί με τον Barman τους στίχους των τραγουδιών που αγάπησαν, συνεισφέροντας στη διαμόρφωση μιας ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας, συνεπικουρούμενης από εύστοχους φωτισμούς. Η γλυκιά μελωδία του “Instant Street” και η εκρηκτική κορύφωσή του, ο διακριτικός σπαραγμός και το «χάσιμο» του “Bad Timing”, το εμβληματικά grunge “Suds and Soda”, με το οποίο έκλεισε το set στο δεύτερο ανκόρ (!) που ήταν τόσο αναγκαίο και μεστό όσο και το πρώτο, είναι σίγουρο ότι θα ενθουσίασαν ακόμα και όσους βρέθηκαν στο Fuzz χωρίς να έχουν εντρυφήσει πολύ στη δισκογραφία των dEUS, κάνοντάς τους να δώσουν στο βελγικό συγκρότημα μια ξεχωριστή θέση στις μουσικές τους προτιμήσεις μετά από αυτή την συνάντηση.

Στον αποχαιρετισμό τους μετά από περίπου 1 ώρα και 45 λεπτά παρουσίας στη σκηνή και έχοντας “διατρέξει” το σύνολο της δισκογραφίας τους, όλα τα μέλη του συγκροτήματος έδειχναν πραγματικά ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα και ευγνώμονες για την ανταπόκριση του κοινού. Η ικανοποίηση απάντων ήταν φανερή μετά το τέλος της συναυλίας, ακόμα κι αν ακούστηκαν κάποια παράπονα για τον ήχο από όσους βρίσκονταν στο βάθος της «πλατείας». Η αλήθεια είναι πως η ένταση του ήχου πρέπει να ήταν σχετικά χαμηλή, κάτι όμως που ευνοούσε όσους βρίσκονταν μπροστά, ανάμεσα στους οποίους ήμασταν και εμείς, που από την πρώτη σειρά είχαμε την τύχη να απολαύσουμε έναν «καθαρό» ήχο σε ιδανική -για το συγκεκριμένο σημείο, τουλάχιστον- ένταση.

Αυτή τη συναυλία θα τη θυμόμαστε όχι μόνο για τη συγκινησιακή της φόρτιση, αλλά και για τη “ζωντανή” διαπίστωση ότι δεν είναι αναγκαία συνθήκη η απόδοση ενός καλλιτέχνη ή ενός συγκροτήματος να φθίνει μετά την παρέλευση της ηλικιακής πρώτης νιότης τους. Ευχόμαστε να μας ξανάρθουν με την ίδια όρεξη και πάντα με εξίσου ενδιαφέρον υλικό. Και ας χρειαστεί να ξαναπεριμένουμε μερικά χρόνια ακόμα (η προηγούμενή τους επίσκεψη στη χώρα μας ήταν στο Rockwave του 2008). Έχει μεγαλύτερη αξία έτσι.

Σημ.: Τη συναυλία άνοιξαν οι Έλληνες My Wet Calvin, με μια ανορθόδοξη σκηνική παρουσία (βλ. photo gallery). Δεν τους προλάβαμε από την αρχή και γι’ αυτό δεν μπορούμε να εκφράσουμε ολοκληρωμένη άποψη για το set τους, ωστόσο το σίγουρο είναι ότι με τόσο λίγο κόσμο που παρευρισκόταν όσο έπαιζαν, ήταν δύσκολο να «φτιάξουν ατμόσφαιρα».

οι My Wet Calvin, με μια ανορθόδοξη σκηνική παρουσία (βλ. photo gallery). Δεν τους προλάβαμε από την αρχή και γι’ αυτό δεν μπορούμε να εκφράσουμε ολοκληρωμένη άποψη για το set τους, ωστόσο το σίγουρο είναι ότι με τόσο λίγο κόσμο που παρευρισκόταν όσο έπαιξαν, ήταν δύσκολο να «φτιάξουν ατμόσφαιρα» και να κερδίσουν τη δέουσα προσοχή.
[iframe width=”560″ height=”315″ src=”http://www.youtube.com/embed/CCbX7m3b5Xk” frameborder=”0″ allowfullscreen ]

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις