Ο Λεωνίδας Καβάκος ερμηνεύει Μπετόβεν στο Μέγαρο Μουσικής
Την Πέμπτη 5 Απριλίου ο Λεωνίδας Καβάκος εμφανίζεται στο Μέγαρο Μουσικής για τη δεύτερη από τις τρεις συναυλίες του με τις σονάτες για βιολί του Μπετόβεν, επιλέγοντας δύο από τις νεανικές γεμάτες σφρίγος, ένταση και τόλμη και τη μαγευτική 10η και τελευταία, έργο ωριμότητας με ιδιαίτερη φόρμα, χαρακτήρα και έκφραση.
Ο κορυφαίος βιολονίστας με τη συνοδεία του εκλεκτού συνεργάτη του, Ενρίκο Πάτσε, στο πιάνο, ερμηνεύει τις σονάτες: αρ. 4 σε λα ελάσσονα, έργο 23, αρ.5 σε φα μείζονα -της Άνοιξης- έργο 24 και αρ.10 σε σολ μείζονα, έργο 96.
Στις 11 Φεβρουαρίου ο Λεωνίδας Καβάκος και ο Ενρίκο Πάτσε ερμήνευσαν τις σονάτες αρ. 2,3,6 και 7 ενώ στην τρίτη και τελευταία συναυλία, στις 21 Απριλίου θα ερμηνεύσουν τις σονάτες αρ.1, 8 και 9 (‘Κρόιτσερ’).
Οι τρεις συναυλίες εντάσσονται στη Σειρά Μεγάλοι Ερμηνευτές του Μεγάρου Μουσικής.
Με τον κύκλο αυτό, ο διάσημος Έλληνας βιολονίστας προσφέρει τη δική του ανάγνωση των μοναδικών αυτών κομματιών, όπως έχουν κάνει μέχρι τώρα όλοι οι σπουδαίοι βιολονίστες σε συνεργασία με εξίσου σπουδαίους πιανίστες, κάτι σαν προσκύνημα και ιερό καθήκον.
Μετά το Μέγαρο Μουσικής, ο Λεωνίδας Καβάκος παρουσιάζει τον κύκλο με τις 10 σονάτες για βιολί του Μπετόβεν στην περίοδο 2012/13 σε συναυλίες σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Από την Αθήνα, στο Μιλάνο, το Άμστερνταμ και την Φλωρεντία με τον Ενρίκο Πάτσε στο πιάνο και από εκεί στο Γουίγκμορ Χολ του Λονδίνου και στην Μουζίκφεράιν της Βιέννης με τον Αμερικανό πιανίστα, Εμάνιουελ Αξ.
Και οι δέκα σονάτες γράφτηκαν σε σύντομο σχετικά διάστημα και αποτυπώνουν όλη τη διαδρομή του Μπετόβεν προς την κατάκτηση του δικού του ιδιώματος και της επανάστασής του. Στην δεκαπενταετία που γράφονται οι σονάτες ο Μπετόβεν σάρωσε τον κόσμο της μουσικής σαν ανεμοστρόβιλος, τον μεταμόρφωσε, τον επαναεπινόησε και άνοιξε το δρόμο για το μέλλον σε κάθε είδος μουσικής σύνθεσης.
Οι σονάτες αρ. 4 και 5 γράφτηκαν την ίδια χρονιά, το 1801, στη βασιλεύουσα της μουσικής, την Βιέννη, όπου ο Μπετόβεν είχε εγκατασταθεί από το 1794, με προτροπή του Χάιντν. Είναι και οι δυο αφιερωμένες στον Κόμητα Μόριτς φον Φράιες, τραπεζίτη, προστάτη των τεχνών και παράγοντα της καλλιτεχνικής ζωής της πόλης. Στις σονάτες αυτές τα δυο όργανα αποκτούν μια ενδιαφέρουσα ισορροπία, το καθένα έχει το δικό του χαρακτήρα, εκφράζουν σε κάθε στιγμή τις μελωδικές και τις αρμονικές επινοήσεις του Μπετόβεν και ο διαρκής διάλογος μελωδίας και ακομπανιαμέντων δίνει σε αυτά τα έργα ένα σφρίγος με ηλεκτρικά γρήγορα μέρη και στοχαστικά αργά.
Αντίθετα με τις τρεις πρώτες σονάτες, η 4η κέρδισε την προσοχή και την αποδοχή των κριτικών. Και παρά τις πρωτότυπες και πειραματικές στιγμές της, πολλοί την θεώρησαν και εξακολουθούν να τη θεωρούν παράδοξη και απόμακρη, μοναχική μέσα στην οικογένεια των εννέα υπόλοιπων.
Η 5η σονάτα, της Άνοιξης, έχει μια ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στις δέκα. Είναι η στιγμή που ο Μπετόβεν απελευθερώνεται από τους περιορισμούς των συμβάσεων, που είχε αποδεχθεί σε προηγούμενα έργα του και δηλώνει, με την εξαιρετικά δημοφιλή αυτή σονάτα, ότι αρχίζει να φτιάχνει τους δικούς του κανόνες, χωρίς τους καταναγκασμούς των προτιμήσεων του κοινού και της επίσημης Βιέννης. Είναι αστραφτερή με λυρισμό, γαλήνη, πάθος στα γρήγορα και τρυφερότητα στα αργά μέρη, αφήνει μια αίσθηση πραότητας και καθησυχασμού.
Ο Μπετόβεν ήταν 42 χρονών όταν έγραψε την τελευταία σονάτα του κύκλου, το 1812, καταξιωμένος στη Βιέννη, με περιορισμένη ακοή και καθώς μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο διαχυτικός και ταυτόχρονα όλο και πιο επίμονα εσωστρεφής. Μόνο αυτός μπορούσε να χειριστεί αυτές τις συγκρουόμενες διαθέσεις και αυτό αποτυπώνεται στη σονάτα αυτή. Είναι αφιερωμένη στον Γάλλο βιολονίστα Πιέρ Ροντ (Pierre Rode) και έχει μια πολύ ιδιαίτερη φόρμα: είναι μινιμαλιστική και αποφεύγει το ύφος του κοντσέρτου. Ο Μπετόβεν είχε διαρκώς στο μυαλό του τον Ροντ όταν την έγραφε και σε ένα γράμμα του στον Αρχιδούκα Ρούντολφ Γιοχάνες της Αυστρίας σημείωνε: «γράφοντάς την σκεφτόμουνα το παίξιμο του Ροντ. Στα φινάλε μας αρέσει συνήθως η ταχύτητα και η επανάληψη, αλλά δεν αρέσει στον Ροντ κι αυτό με δυσκόλεψε κάπως». Η 10η θεωρείται η ωραιότερη, έχει μια ήρεμη, αιθέρια ομορφιά και είναι ένα στοίχημα για τους ερμηνευτές, όλα πρέπει να είναι άψογα από την πρώτη τρίλια. Το βιολί, είναι επιτέλους εδώ ο απόλυτος πρωταγωνιστής.
Ο Λεωνίδας Καβάκος, βιολονίστας, μαέστρος και καλλιτέχνης σπάνιας ποιότητας, κορυφαίος δεξιοτέχνης και απαράμιλλος μουσικός, είναι διεθνής από την εφηβεία του και ανήκει πλέον στους εκλεκτούς ερμηνευτές του κόσμου. Μεγάλες ορχήστρες και μαέστροι, σπουδαίοι ερμηνευτές, οι σημαντικότερες αίθουσες του πλανήτη είναι το φυσικό περιβάλλον του Καβάκου. Το ρεπερτόριό του διευρύνεται διαρκώς χωρίς περιορισμούς σε εποχές ή σε είδη της μουσικής. Από τα μεγάλα κοντσέρτα του 19ου και του 20ου αιώνα, στον Μπαχ και τον Μότσαρτ μέχρι τα σύγχρονα έργα, ο Έλληνας βιολονίστας κινείται με γνώση, περιέργεια και άνεση, με αποτέλεσμα μια ευρεία δισκογραφία διεθνούς αποδοχής. Τον Απρίλιο, ανάμεσα στις συναυλίες με τις σονάτες του Μπετόβεν στο Μέγαρο Μουσικής, ο Καβάκος θα είναι ο σολίστ στην παγκόσμια πρώτη του Κοντσέρτου για Βιολί του Οσβάλντο Γκολιγιόφ, με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου και τον Γκουστάβο Ντουνταμέλ στο πόντιουμ.
Συνομήλικος με τον Ενρίκο Πάτσε (γεννήθηκαν το 1967) ο Καβάκος συνεργάζεται μαζί του από το 2006 σε ρεσιτάλ σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Μαζί του και με τον Ελβετό βιολοντσελίστα Πάτρικ Ντεμένγκα κυκλοφόρησαν τον δίσκο με τα τρίο για πιάνο του Μέντελσον, στην Sony Classical. Σολίστ διεθνούς ζήτησης, ο Πάτσε –Ιταλός από το Ρίμινι- έχει κάνει μια διαδρομή ανάλογη με εκείνη του Καβάκου: μεγάλες ορχήστρες, σημαντικά σύνολα δωματίου, ποικιλόμορφη δισκογραφία, συνεργασίες με διάσημους σολίστ, περιοδείες και εμφανίσεις στους ναούς της μουσικής σε όλο τον κόσμο.
Ο Ενρίκο Πάτσε, γεννήθηκε στο Ρίμινι, μαθήτευσε δίπλα στον Φράνκο Σκάλα, αρχικά στο Κονσερβατουάρ Ροσίνι του Πέζαρο και στη συνέχεια στην Ακαδημία Πιάνου της Ιμολα. Επίσης σπούδασε διεύθυνση ορχήστρας και σύνθεση. Το 1987 κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Yamaha στην Στρέζα, όπως και την πρώτη διάκριση στον 2ο Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου «Φραντς Λιστ» στην Ουτρέχτη δύο χρόνια αργότερα, πράγμα που σήμανε την εκκίνηση της καριέρας του.