MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
05
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Τα συν και πλην με τα αστεράκια στις κριτικές

Είναι πολύ συνηθισμένη η χρήση βαθμολόγησης, με τα λεγόμενα “αστεράκια” και άλλα σύμβολα, στις κριτικές παραστάσεων, ταινιών, δίσκων και γενικά έργων τέχνης. Οι αναγνώστες το έχουν συνηθίσει και το βρίσκουν και αρκετά βολικό. Ποια είναι όμως τα υπέρ και ποια τα κατά στο να βαθμολογεί κανείς την τέχνη;

author-image Γιώργος Σμυρνής

Πιστεύω ότι ένας λόγος που υπάρχουν «αστεράκια» είναι ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι βασισμένος στην ποσοτικοποίηση. Όπως έχουν πει στοχαστές, για να αναλύσουν φαινόμενα πιο σύνθετα και πιο σημαντικά, όπως η γραφειοκρατία, ο δυτικός άνθρωπος από μικρός εθίζεται- κατά κάποιον τρόπο- στην ποσοτικοποίηση: θυμηθείτε πόσες φορές σας έχουν βαθμολογήσει, κωδικοποιήσει με διάφορους αριθμούς. Επομένως, το κοινό είναι μαθημένο στις βαθμολογίες και τις απαιτεί. Γιατί να μην βαθμολογηθεί μια ταινία, όπως βαθμολογείται μια έκθεση ή ένα γραπτό στα μαθηματικά. Όλοι υφιστάμεθα κριτική- και η κριτική περνάει μέσα από βαθμολογίες, είτε με άριστα το 10, είτε με άριστα τα 5 αστεράκια.

Εδώ υπάρχει βέβαια ένα ζητούμενο. Ότι σε κάποιες τέχνες, κυρίως της μαζικής κουλτούρας, όπως η μουσική ή ο κινηματογράφος, οι κριτικές με βαθμολογία συνηθίζονται, ενώ σε καλλιτεχνικά είδη που απευθύνονται σε λιγότερους ή και σε ελάχιστους- όπως η ποίηση ή οι εικαστικές τέχνες- δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Είναι πολύ απλό γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί τα «αστεράκια» απευθύνονται στο μαζικό κοινό, που δεν θέλει να αφιερώσει πολύ χρόνο στο να μελετήσει εις βάθος μια κριτική. Μοιραία, λοιπόν, και τα έργα τέχνης που βαθμολογούνται από δημοσιογράφους, είναι αυτά που θα απευθυνθούν στο ευρύ κοινό.

Ο βασικός λόγος, λοιπόν, που υπάρχουν «αστεράκια» είναι ότι απευθύνονται στο μαζικό κοινό. Και το βασικό τους πλεονέκτημα είναι η χρηστικότητά τους. Κάποιος δεν χρειάζεται να διαβάσει μία ολόκληρη κριτική για να αποφασίσει αν του προτείνουν ή όχι μία συγκεκριμένη παράσταση ή ταινία ή άλμπουμ. Κοιτάζει αν έχει 2 ή 3 ή 4 αστεράκια. Επίσης, με δεδομένο ότι συχνά οι κριτικές παρουσιάζουν ασάφεια και δυσκολεύεται ο αναγνώστης να καταλάβει κατά πόσον ο δημοσιογράφος προτείνει ή θάβει ένα συγκεκριμένο έργο τέχνης, τα αστεράκια λειτουργούν διευκρινιστικά.

Ακόμα πιο χρηστική είναι η παρουσία βαθμολογίας στην τηλεόραση. Καθώς η παρακολούθηση μιας εκπομπής με κριτικές είναι εκ των πραγμάτων αποσπασματική, καθώς μεσολαβούν διαφημίσεις, οι οποίες συνεπάγονται ζάπινγκ ή μπορεί να μην το προλάβεις από την αρχή, το να δεις αίφνης τη βαθμολογία όλων των ταινιών μετά το τέλος της ανάλυσης τους, είναι σίγουρα επιβοηθητικό. Η τηλεόραση, άλλωστε, δεν λειτουργεί σαν τα κείμενα σε έντυπα ή στο διαδίκτυο, όπου ο αναγνώστης μπορεί να γυρίσει πίσω, αν έχει χάσει κάτι και να το ξαναδιαβάσει. Στην τηλεόραση, αν χάσεις κάτι, το έχασες. Επομένως, τα «αστεράκια» εκεί λειτουργούν και σαν μια δεύτερη ευκαιρία ή επανάληψη. Έχασες την κριτική του παρουσιαστή στην αρχή; Μπορείς να δεις τη βαθμολογία στο τέλος.

Η χρηστικότητα των βαθμολογιών αυτών είναι αδιαμφισβήτητη. Υπάρχουν όμως αντικειμενικά κριτήρια και δεδομένα που να στηρίζουν αυτές τις ποσοτικοποιήσεις; Φοβάμαι πως όχι. Κι αν ένας δημοσιογράφος στο κείμενο της κριτικής του μπορεί να παίξει με τις αποχρώσεις, στη βαθμολογία δεν μπορεί να το κάνει. Και περιορίζεται πολύ σε πέντε ή έξι (αν βάλουμε και το 0) αριθμούς. Οι βαθμολογίες αυτές δείχνουν τις τεράστιες αποκλίσεις από κριτικό σε κριτικό. Θυμάμαι τεύχη ενός περιοδικού για τον κινηματογράφο, που είχαν τις βαθμολογίες που έδιναν όλοι οι δημοσιογράφοι για κάθε ταινία που είχε βγει το μήνα και οι αποκλίσεις ήταν χαώδεις! Αυτό που προσπαθούσε να πετύχει το περιοδικό ήταν πολυφωνία και πιο αντικειμενική παρουσίαση των απόψεων. Όμως αυτό που έβγαινε τελικά ήταν ένα φιάσκο της βαθμολόγησης ενός έργου τέχνης, αλλά και η ακύρωση της όποιας χρηστικότητας αυτής. Γιατί τι μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης, όταν βλέπει για μια ταινία, από τον τάδε επώνυμο κριτικό 4, από τον δείνα 5, από τον άλλο 2, από τον παράλλο μηδέν…

Ένα άλλο προβληματικό σημείο με τα «αστεράκια» είναι τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται. Ως προς τι βαθμολογείται ένα έργο τέχνης; Και με τι το συγκρίνεις; Εκεί το υποκειμενικό στοιχείο παίζει καταλυτικό ρόλο και αναιρεί πολλές φορές κάθε δυνατότητα αντικειμενικής ποσοτικοποίησης της καλλιτεχνικής αξίας.
Θα φέρω ένα παράδειγμα. Οι 3 ταινίες με τον Μπορν, που είναι οι αγαπημένες μου ταινίες δράσεις. Αν τις συγκρίνεις με βάση κινηματογραφικά έργα καθαρά καλλιτεχνικά, όπως πχ «η διακριτική γοητεία της μπορζουαζίας» του Μπονουέλ ή «η Οδύσσεια του διαστήματος» του Κιούμπρικ, θα πρέπει να τους βάλεις χαμηλή βαθμολογία. Αν τις συγκρίνεις με άλλες περιπέτειες, θα πρέπει να τους βάλεις υψηλή βαθμολογία, γιατί στο είδος της περιπέτειας έχει στοιχεία που τις κάνουν μία κλάση (ή και παραπάνω) καλύτερες από τη συντριπτική πλειονότητα των ταινιών του είδους. Κι αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα.

Επίσης, δεν πρέπει να αγνοήσουμε και μια άλλη πραγματικότητα. Υπάρχουν έργα τέχνης- με το επίχρισμα του κλασικού αριστουργήματος- που τα βαθμολογεί η ιστορία, όχι ο κριτικός. Σε τέτοια έργα οι περισσότεροι κριτικοί συνηθίζουν να βάζουν μια υψηλή βαθμολογία, χωρίς να είναι σίγουρο ότι την πιστεύουν και χωρίς να αναλύσουν ιδιαίτερα τα επιχειρήματά τους.

Στο θέατρο είναι ακόμα πιο περίπλοκα τα πράγματα. Βάζεις τρία αστεράκια σε μία παράσταση. Τι βαθμολογείς; Το κείμενο; Τις ερμηνείες; Την σκηνοθεσία; Όλο μαζί; Κι αν βαθμολογείς έτσι το σύνολο, σε ποιόν από τους τρεις τομείς πέφτει το κύριο βάρος;

Επίσης, σε κλασικά έργα, όπως του Σαίξπηρ, του Τσέχοφ, των τραγικών, υποτίθεται ότι δεν κρίνουμε το κείμενο- που είναι κατά κάποιον τρόπο στο απυρόβλητο- αλλά την εκάστοτε μεταφορά του στο σανίδι. Είναι όμως αυτό πάντα δόκιμο;

Θα αναφέρω δύο παραστάσεις του ίδιου συγγραφέα. Τον Μακμπέθ και τον Περικλή. Και τα δύο είναι του ίδιου συγγραφέα, του Σαίξπηρ. Κατά γενική όμως παραδοχή το πρώτο είναι πολύ ανώτερο κείμενο από το δεύτερο. Επομένως, βαθμολογώντας τις δύο παραστάσεις, δεν θα βαθμολογήσεις μόνο τις μεταφορές τους από τους θιάσους, αλλά και τον ίδιο το συγγραφέα. Αν δεν το κάνεις αυτό, παραμορφώνεις την πραγματικότητα. Διότι δεν είναι δύο ισάξια έργα τέχνης, κατά τη γνώμη μου.

Μπορούμε λοιπόν να πούμε, ότι υπάρχουν σαφείς λόγοι για να χρησιμοποιούνται, αλλά και για να αποφεύγονται τα “αστεράκια”. Για να υπάρχουν, κάτι εξυπηρετούν. Ωστόσο, σε μια πιο βαθιά ανάλυση, αυτό το κάτι έχει αρκετά στοιχεία αυθαιρεσίας.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από Ιστορίες