MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ερρίκος Λίτσης: Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος ότι έχουμε ελληνικό κινηματογράφο!

Ο Ερρίκος Λίτσης είναι ένας πολύ σημαντικός ηθοποιός, που έχει αφήσει τη σφραγίδα του στον κινηματογράφο κυρίως, αλλά και στο θέατρο. Κι είναι ένας πολύ αυθεντικός άνθρωπος, με γνήσια αγάπη για την υποκριτική. Έχει εμφανισθεί σε πολλές ταινίες, όπως το “Σπιρτόκουτο” και στο “Η ψυχή στο στόμα” του Γ. Οικονομίδη, το “Delivery” του Νίκου Παναγιωτόπουλου, αλλά και σε πολλές μικρού μήκους ταινίες, βοηθώντας νέους ανθρώπους στο χώρο να κάνουν τα πρώτα τους βήματα.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή

author-image Γιώργος Σμυρνής

Παράλληλα, δεν αδιαφορεί για το θέατρο. Αυτή την περίοδο ερμηνεύει τον πρωταγωνστικό ρόλο στον Κουλοχέρη του Σποκέιν του Μακντόνα, στο θέατρο Αργώ, σε μια πικρή κωμωδία, όπως τη χαρακτηρίζει. Με αφορμή την παράσταση αυτή, μας μιλάει για τους στόχους που είναι πάντα επικίνδυνοι και παράλογοι, όταν έχουν κάποια αξία, για το Μακντόνα, τον ελληνικό κινηματογράφο και το πρόβλημα του σε καλά σενάρια, ενώ μας εξηγεί γιατί δεν είδε τον Κρίστοφερ Γουόκεν να παίζει τον “Κουλοχέρη του Σποκέιν”.

– Η παράσταση ο “Κουλοχέρης του Σποκέιν” είναι το τρίτο έργο του Μάρτιν Μακντόνα που παρουσιάζεται στην Αθήνα τη φετινή σεζόν. Γιατί ο Ιρλανδός συγγραφέας είναι τόσο αγαπητός στον θεατρικό κόσμο;
Νομίζω ότι είναι πολύ καλός θεατρικός συγγραφέας και οι άνθρωποι του θεάτρου τον επιλέγουν λόγω των κειμένων του. Κι εγώ δηλαδή όταν διάβασα το έργο, ο πρώτος λόγος που είπα το ναι ήταν αυτό καθαυτό το έργο και ο δεύτερος το τι θα βγάλω, που θα παιχτεί. Είναι από τους καλύτερους συγγραφείς που έχουμε αυτή την εποχή παγκοσμίως.

-Το έργο αυτό είναι κωμωδία;
Εμείς το χαρακτηρίζουμε μαύρη κωμωδία. Εγώ θα το χαρακτηρίσω πικρή κωμωδία. Δεν μπορώ να το πω “κωμωδία”.

Τι συμβολίζει το κομμένο χέρι του χαρακτήρα που ερμηνεύετε;
Εγώ σαν ηθοποιός που έχω αναλάβει να παίξω αυτό το ρόλο, παίζω μέσα μου και με τις δύο εκδοχές. Και με την κυριολεξία του τρελαμένου ανθρώπου, που έχει γίνει σκοπός της ζωής του να βρει το κομμένο του χέρι. Με δεδομένο όμως ότι μέσα στο έργο βλέπουμε και τη σχέση του ήρωα με τη μάνα του, θα μπορούσε να είναι ότι ψάχνει να βρει αυτό που θα επουλώσει τον ευνουχισμό που έχει υποστεί από τη μητέρα του. Στοιχειωδώς προς το τέλος του έργου, καταφέρνει αποτινάξει αυτόν τον ευνουχισμό και να υψώσει λίγο φωνή προς τη μάνα του. Ίσως να συμβολίζει και τον σκοπό που πρέπει να θέτει ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του, ανεξάρτητα ποιος είναι αυτός ο σκοπός και να πορεύεται ψάχνοντας το δικό του «κομμένο χέρι» ο κάθε άνθρωπος.

-Πρέπει να βάζουμε έναν σκοπό, ακόμα κι αν είναι παράλογος έως και επικίνδυνος για τους άλλους ανθρώπους;
Θα είναι παράλογος και επικίνδυνος ως προς τους τρίτους. Ως προς εμάς που θα τον έχουμε επιλέξει τον σκοπό, θα είναι ο σκοπός. Και ο κάθε σκοπός, για τον κάθε άνθρωπο προσωπικά, είναι παράλογος και επικίνδυνος. Ακόμα κι ο σκοπός να γίνεις ο πρώτος καρδιοχειρουργός ή να πας στο φεγγάρι είναι από μία άποψη παράλογος. Εκτός κι αν έχεις σκοπό να κάνεις μια καλή οικογένεια, να μικροαστέψεις και να γίνεις σαν όλους τους άλλους. Αυτό είναι κάπως πιο εύκολο.

-Στις πιο πρωτοποριακές παραστάσεις του θεάτρου τελευταία παρακολουθούμε δύο, θα έλεγα, αντίθετες θεατρικές τάσεις. Από τη μία έχουμε έργα, όπως αυτό του Μακντόνα, που έχουν την τάση να δείχνουν αρκετά σκληρές σκηνές, που δεν συνηθίζονται στα περισσότερα έργα. Και από την άλλη, βλέπουμε παραστάσεις που τα αφήνουν όλα στη σύμβαση, στη φαντασία του θεατή. Εσείς με ποια από τις δύο τάσεις νιώθετε πιο κοντά;
Όσο πιο ρεαλιστικό είναι ένα έργο, τόσο πιο καλά νιώθω. Επειδή προέρχομαι κυρίως από το σινεμά, είμαι κατ’ εξοχήν του ρεαλιστικού παιξίματος. Ακόμα και σε αυτό το έργο, συγκριτικά με τα άλλα παιδιά, κρατάω μια πιο ρεαλιστική γραμμή στο παίξιμο. Αλλά, έχω δει και παραστάσεις χωρίς καθόλου σκηνικά και χωρίς καθόλου φροντιστήριο, όπως ο Γλάρος του Τσέχοφ με την ομάδα Πίκγουοντ, που παίχθηκε πριν δυο χρόνια σε ένα τελείως λιτό περιβάλλον και με καθήλωσε και για πρώτη φορά κατάλαβα το συγκεκριμένο έργο. Εξαρτάται από το πώς θα το υποστηρίξεις.

-Έχετε δει την ερμηνεία του Κρίστοφερ Γουόκεν στον ρόλο του Καρμάικλ;
Όχι. Το απέφυγα. Ενώ ήξερα ότι υπάρχει στο διαδίκτυο. Δεν ήθελα να δω πώς το κάνει κάποιος άλλος. Ήθελα να ακολουθήσω τις οδηγίες που μου δίνει ο σκηνοθέτης και το ένστικτό μου σχετικά με το ρόλο.

-Παίξατε πρόσφατα και στην ταινία ο Παράδεισος. Ποια ήταν η εμπειρία σας από αυτή την ταινία;
Μια χαρά. Τα γυρίσματα έγιναν στην Πάτρα, σε περίοδο καρναβαλιού. Οι σχέσεις μου με τον σκηνοθέτη, τον Παναγιώτη Φαφούτη είναι πολύ καλές, έως φιλικές. Περάσαμε καλά με τους συναδέλφους και την ταινία τη θεωρώ καλή για το είδος της.

– Είστε ένας άνθρωπος του σινεμά. Ποια είναι η άποψή σας για τον ελληνικό κινηματογράφο;
Υπάρχουν δημιουργοί στον ελληνικό κινηματογράφο. Υπάρχουν και πολύ καλοί ηθοποιοί έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα, όχι αμιγώς κινηματογραφικοί. Είναι ηθοποιοί που έχουν εκπαιδευτεί στο θεατρικό κυρίως παίξιμο, έχει ακολουθήσει η τηλεόραση, που κατά κάποιο τρόπο στυλιζάρει το παίξιμο πολλών ηθοποιών, αλλά παραμένουν καλοί ηθοποιοί. Επίσης, υπάρχουν καλοί σκηνοθέτες που έχουν δώσει δείγματα γραφής. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος ότι έχουμε ελληνικό κινηματογράφο με την έννοια της παραγωγής κάποιων ταινιών. Νομίζω ότι αυτά που συνέβησαν τα δύο- τρία τελευταία χρόνια στον ελληνικό κινηματογράφο- κάποια αναγνώριση από το εξωτερικό- είναι λίγο αναλαμπές. Κατά βάθος, δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος.

Οι αιτίες είναι τα οικονομικά;
Δεν είναι μόνο τα οικονομικά. Για παράδειγμα το Σπιρτόκουτο του Οικονομίδη ή και ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου δεν είναι ταινίες υψηλού μπάτζετ. Το πρώτο μεγάλο έλλειμμα που μου έρχεται στο μυαλό, είναι η απουσία καλών σεναρίων. Νομίζω ότι στην Ελλάδα πάσχουμε από καλά σενάρια. Προσπαθεί κατά κανόνα ο σκηνοθέτης να γράψει το σενάριο, αλλά είναι μια διαφορετική εργασία η ιστορία. Ένας καλός σκηνοθέτης δεν είναι και καλός «παραμυθάς» εξ αντικειμένου. Την έχει κάπως στο μυαλό του την ιστορία, αλλά όταν προσπαθεί να τη μεταφέρει με λόγια, δυσκολεύεται να τα καταφέρει.

Το πρόβλημα οφείλεται στο ότι δεν υπάρχουν καλοί σεναριογράφοι;
Δεν ζητάει ο ελληνικός κινηματογράφος σεναριογράφους. Έχω φίλους που ασχολούνται μόνο με το σενάριο. Αλλά ποιος αγοράζει σήμερα σενάριο; Το να πληρώσεις έναν άνθρωπο ειδικά για το σενάριο, είναι λεφτά. Κατά κανόνα οι σκηνοθέτες αποφεύγουν να αγοράσουν ένα σενάριο, να δουν αν τους κάνει… Υπάρχουν περιπτώσεις που γίνονται ταινίες με σενάρια τρίτων. Αλλά συνήθως ο σκηνοθέτης είναι και σεναριογράφος. Αλλά είναι δύσκολο να είναι κάποιος καλός και στα δύο. Υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά ο κανόνας είναι η έλλειψη του καλού σεναρίου.

Μιλήστε μου και για τα επόμενα σχέδιά σας.
Παίζω στο «Τρεις μέρες ευτυχίας», που θα βγει στις αίθουσες στις 5 Απριλίου, σε σκηνοθεσία και σενάριο Δημήτρη Αθανίτη. Επίσης, με μια ομάδα ξεκινάμε να μελετάμε και να προβάρουμε το «Λουτ» του Τζο Όρτον, ένα θεατρικό- μαύρη κωμωδία. Είναι ένα πάρα πολύ καλό έργο. Σκοπός μας είναι να το κάνουμε λίγες παραστάσεις τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου κι αν όλα πάνε καλά, να κλείσουμε ίσως και παραγωγό, για να το έχουμε του χρόνου για μια ολόκληρη σεζόν σε ένα θέατρο. Ακόμη, κάθε χρόνο κάνω κάνα-δυο ταινίες μικρού μήκους, καθώς μου αρέσει πολύ ο μικρού μήκους κινηματογράφος. Μου αρέσει να συνεργάζομαι με νέα παιδιά, που τώρα ξεκινούν στο σινεμά και είναι ανοιχτά να δεχθούν και κάποιες παρεμβάσεις από την εμπειρία μου. Και μου αρέσει και η διαδικασία, ενώ δεν έχω και παράπονο. Δύο βραβεύσεις που έχω είναι από ταινίες μικρού μήκους. Εκτός από αυτά, δεν έχω κάτι άλλο. Έτσι κι αλλιώς, οι καιροί είναι δύσκολοι!

Περισσότερα από Πρόσωπα