Από την Επίδαυρο στα μπουζούκια- Πού πήγε η κόντρα εμπορικών- ποιοτικών;
Η κόντρα των εμπορικών εναντίον των ποιοτικών ήταν κάποτε πολύ ισχυρή. Ιδίως στα τέλη των 90’s, όταν το λεγόμενο «λαϊκοπόπ» ή «σκυλοπόπ» έγινε το κύριο άκουσμα στους σταθμούς και από την άλλη ήταν από τη μία οι ροκάδες και από την άλλη οι έντεχνοι, που αποτελούσαν τους θιασώτες της κουλτούρας, αυτή η κόντρα έγινε πολύ έντονη. Επειδή, το ελληνικό ροκ δεν ήταν πολύ επικοινωνιακό ως προς τα ΜΜΕ, τη σταυροφορία της ποιότητας την σήκωσαν οι «έντεχνοι» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Από την πλευρά τους, οι λαϊκοί τραγουδιστές απαντούσαν με τα τεράστια κέρδη τους.
Όμως στις μέρες μας αυτό το ανατολίτικο ποπ κονσέρβα που καθιέρωσαν ο Φοίβος, ο Καρβέλας και άλλοι, πνέει τα λοίσθια και το ίδιο κάνει και ο διαχωρισμός ποιοτικού-εμπορικού. Ίσως για λόγους οικονομικούς, ίσως για λόγους πολιτισμικούς, με την κυριαρχία της μεταμοντέρνας νοοτροπίας, τα στεγανά έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται, τόσο στη χώρα μας, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Καλλιτέχνες του ποιοτικού χώρου δεν διστάζουν να πειραματιστούν σε προσπάθειες που απευθύνονται στο μαζικό κοινό, είτε για να βγάλουν λεφτά, είτε για να αυξήσουν την αναγνωρισιμότητά τους κι εμμέσως να διαφημίσουν τις πιο σοφιστικέ δημιουργίες τους.
Κάποτε, ο Κουν δεν άφηνε τους ηθοποιούς του να παίζουν στο σινεμά. Τώρα, βλέπουμε ηθοποιούς του Εθνικού να παίζουν σε διαφημίσεις και να μην τρέχει τίποτα. Αντίθετα, γίνονται πιο δημοφιλείς και στο θεατρόφιλο κοινό. Πιο χαρακτηριστική πάντως είναι η περίπτωση του χορογράφου, χορευτή και πολλά άλλα Κωνσταντίνου Ρήγου. Ο Ρήγος χορογράφησε την αποστολή στη Eurovision, προγράμματα διαφόρων νυχτερινών προγραμμάτων και αρκετά από τα βιντεοκλίπ ποπ και λαϊκών καλλιτεχνών. Κι όμως, ο ίδιος καλλιτέχνης συμμετείχε στο Ηρώδειο ερμηνεύοντας το Νιζίνσκι, έναν από τους μεγαλύτερους χορευτές μπαλέτου όλων των εποχών, αλλά και τον χορό στον Ηρακλή Μαινόμενο του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Μαρμαρινού, ο οποίος από πολλούς θεωρείται ο καλύτερος χορός της δεκαετίας.
Κι ενώ στην Ελλάδα τα παραδείγματα είναι πολλά, νομίζω ότι και σε αυτό το κομμάτι απλώς ακολουθούμε το ρεύμα που έρχεται από το εξωτερικό. Μπορώ να αναφέρω πολλά παραδείγματα από το χώρο του Hollywood. Χαρακτηριστικό, θεωρώ, αυτό του Kenneth Branagh. Άλλες εποχές θα είχε σηκωθεί η τρίχα κάγκελο σε πολλούς, όταν μάθαιναν πως ο μέγας αυτός σαιξπηρικός ηθοποιός, που από πολλούς έχει παρουσιαστεί σαν ο διάδοχος του μεγάλου Laurence Olivier, σκηνοθετεί μία μπλοκμπαστεριά, που μεταφέρει ένα κόμικ στη μεγάλη οθόνη, όπως ο Thor. Κι όμως το έκανε, χωρίς να μειώσει σε τίποτα το καλλιτεχνικό του κύρος, ενώ κάποιοι εκτιμούν ότι, τηρουμένων των αναλογιών, έκανε και αρκετά ποιοτική δουλειά.
Άλλο παράδειγμα; Ο Sam Mendes, που πέρασε και από την Επίδαυρο, σκηνοθετώντας τον Ριχάρδο τον Γ’ του Σαίξπηρ με πρωταγωνιστή τον Kevin Spacey. Ποιος θα φανταζόταν πως ο ίδιος σκηνοθέτης, λίγους μήνες μετά τον σαιξπηρικό Ριχάρδο, θα άρχιζε τα γυρίσματα για τον νέο James Bond, με τον τίτλο Skyfall; Πιο πολύ από όλους είχε αγανακτήσει με την παρουσία του συγκεκριμένου θιάσου στην Επίδαυρο ο πολύ ποιοτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο οποίος μερικούς μήνες αργότερα «σόκαρε» εκθειάζοντας τον πολύ εμπορικό Γιώργο Σεφερλή σε θεατρική κριτική του, κάνοντας τον δημοφιλή κωμικό να δακρύσει από συγκίνηση και όλα τα Media να απορρούν.
Βλέπουμε λοιπόν ότι το πέρασμα ενός καλλιτέχνη από το εμπορικό στο ποιοτικό και αντίστροφα είναι πολύ συνηθισμένη πλέον. Δεν υπάρχουν πλέον οριοθετήσεις και οφείλουμε να κρίνουμε κατά περίπτωση, σε σχέση τόσο με τον εκάστοτε καλλιτέχνη, όσο και με την εκάστοτε δουλειά που αναλαμβάνει. Το να λες πλέον «αυτός είναι ποιοτικός και κάνει μόνο ποιοτικές δουλειές» ή το αντίθετο «αυτός είναι του εμπορικού και κάνει μόνο εμπορικά» δεν έχει κανένα νόημα. Ζούμε σε μια μεταμοντέρνα εποχή και ένα κύριο χαρακτηριστικό του μεταμοντερνισμού είναι ότι ανακατεύει τα είδη.
Γιώργος Σμυρνής