Μαρία Φαραντούρη- Χρήστος Θηβαίος στο Μέγαρο: Αταίριαστο δίδυμο
Είχαν χημεία και αλληλοσεβασμό, αλλά οι φωνές και το ρεπερτόριο τους δύσκολα συνταιριάζονταν. Ο λόγος για την Μαρία Φαραντούρη και τον Χρήστο Θηβαίο, οι οποίοι έδωσαν συναυλία στον χώρο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, με τον τίτλο “στην κόψη του τραγουδιού”.
Το ερμηνευτικό δίδυμο συνοδεύθηκε από ορχήστρα αποτελούμενη από τους επίλεκτους σολίστ Τάκη Φαραζή (πιάνο), Θύμιο Παπαδόπουλο (κρουστά), Γιάννη Αγγελόπουλο (τύμπανα), Πέτρο Βαρθακούρη (κοντραμπάσο), Βάσω Δημητρίου (κιθάρες). Η ενορχήστρωση έγινε από τον Τάκη Φαραζή.
Η κεντρική ιδέα ήταν να ακουστούν τραγούδια «διαχρονικής αξίας», που προέρχονται από σημαντικούς ποιητές και στιχουργούς, Έλληνες και ξένους (Νίκος Καββαδίας, Μανόλης Αναγνωστάκης, Κώστας Τριπολίτης, Μάνος Ελευθερίου, Οδυσσέας Ιωάννου, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ναζίμ Χικμέτ κ.ά.). Ωστόσο, η βάση του ρεπερτορίου της συναυλίας ήταν δύο σπουδαίοι Έλληνες συνθέτες, οι οποίοι σφράγισαν την πορεία των δύο τραγουδιστών- ο Μίκης Θεοδωράκης για την Μαρία Φαραντούρη και ο Θάνος Μικρούτσικος για τον Χρήστο Θηβαίο.
Κατά τη διάρκεια της συναυλίας υπήρξαν κάποια τεχνικά προβλήματα, με το κοινό να διαμαρτύρεται για την ένταση των οργάνων και για δυσκολία να καταλάβουν τους στίχους. Ίσως ο χώρος του Μεγάρου, με την ιδιαίτερη ακουστική του, να δημιούργησε κάποια προβλήματα σε μουσικούς που είναι μαθημένοι σε άλλους χώρους. Πάντως, το βασικό ζήτημα ήταν η δυσκολία να συνταιριάξουν τα ρεπερτόρια τους οι δύο τραγουδιστές και ακόμα περισσότερο τις φωνές τους. Ιδίως στο πρώτο μέρος, η εμβατηριακή φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, με την τεράστια ένταση και έκταση, σχεδόν έπνιγε τη φωνή του Θηβαίου, όποτε οι δύο τραγουδιστές προσπάθησαν να πουν μαζί κάποια κομμάτια. Επίσης, το πιο λυρικό ρεπερτόριο της Φαραντούρη δύσκολα ταίριαζε με τα ροκ και τζαζ αποχρώσεων κομμάτια του Θηβαίου. Και η μεγάλη ερμηνεύτρια φάνηκε λίγο έξω από τα νερά της, σε κάποια σημεία, που προσπάθησε να πει πιο ροκ κομμάτια.
Παρά τα σημαντικά προβλήματα, υπήρξαν και στιγμές μαγείας, όπως η ερμηνεία του «Κεμάλ» του Μάνου Χατζιδάκι και της «Ελένης» του Θάνου Μικρούτσικου. Η φωνή της Φαραντούρη- όπως και του Θηβαίου- ακουγόταν σε κάποια σημεία κάπως βραχνή (ιδίως στα χαμηλά). Όμως η τεράστια έκτασή της, στα ανεβάσματα την έκανε να κατακλύζει το χώρο. Υπήρχαν στιγμές που και ο Θηβαίος ήταν συγκινητικός, αν και δεν έχει τις φωνητικές δυνατότητες της Φαραντούρη. Επίσης, δεν έχει τις φωνητικές δυνατότητες του Αλκίνοου Ιωαννίδη, με τον οποίο η Φαραντούρη είχε δέσει φωνητικά πολύ καλύτερα σε προηγούμενη συνεργασία της- ίσως και λόγω του ότι το χρώμα της φωνής του Αλκίνοου αλλά και το πιο λυρικό ρεπερτόριό του, βοηθούσαν αυτή τη συνεργασία. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, ο Θηβαίος είναι σαφώς ανώτερος συνθέτης από τον Ιωαννίδη και αυτό φάνηκε από τα δικά του κομμάτια, τα οποία τραγούδησε είτε αυτός, είτε η Φαραντούρη και ήταν από τις καλές στιγμές της συναυλίας.
Ενδιαφέρον είχαν και κάποια ξένα κομμάτια, που ερμηνεύτηκαν απο τον Μπρεχτ, όπως το “Mack the knife” απ’την “Όπερα της Πεντάρας” κι ένα κομμάτι από την όπερα του Κουρτ Βάιλ Μαχαγκόνυ. Πανέμορφες ήταν οι στιγμές με ιταλικό μουσικό χρώμα που έδωσαν τα κομμάτια προς τιμήν του πρόσφατα χαμένου Λούτσιο Ντάλα.
Συνολικά, η παράσταση των δύο τραγουδιστών είχε ένα κακό πρώτο ημίχρονο και ένα σαφώς βελτιωμένο δεύτερο. Ίσως επειδή λύθηκαν και κάποια τεχνικά προβλήματα ή διότι το ρεπερτόριο ήταν πιο ψαγμένο. Ωστόσο, μολονότι ήταν εμφανής ο αλληλοσεβασμός και η ευγένεια στους δύο τραγουδιστές, οι φωνές τους είναι πολύ διαφορετικές. Η συναυλία μας άφησε, λοιπόν, ανάμεικτα συναισθήματα, χωρίς πάντως να μας δημιουργεί αμφιβολίες για το επίπεδο των δύο ερμηνευτών, αλλά μόνο για την δυνατότητά τους να συνυπάρξουν αρμονικά σε ένα κοινό πρόγραμμα.
Γιώργος Σμυρνής