Το έργο, που κυκλοφόρησε στην Κοπεγχάγη τον Δεκέμβριο του 1899, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του. Είναι το τελευταίο από τα έργα που ξεκίνησαν με «Το Κουκλόσπιτο», ένας σπουδαίος δραματικός επίλογος.
O Άρνολντ Ρούμπεκ, διάσημος γλύπτης και μέλος της Ακαδημίας Τεχνών της Νορβηγίας έχει βρεθεί σε ένα παραθαλάσσιο σπα μαζί με τη σύζυγό του Μάγια. Η σχέση τους περνάει κρίση. Η Μάγια παρασύρεται από έναν βάναυσο κυνηγό, τον Ούλφχαϊμ, σε ένα ανοδικό ταξίδι γεμάτο πάθος προς την κορυφή ενός γειτονικού βουνού. Ο Ρούμπεκ από την άλλη αναγκάζεται να αποτινάξει την ψυχρότητα και τον κυνισμό του, όταν συναντάει μια όμορφη γυναίκα από το παρελθόν του, την Ειρήνη. Ξυπνώντας μέσα του μνήμες ενός άλλου εαυτού, πόθους και αναγκάζοντάς τον να έρθει αντιμέτωπος με τη δημιουργική του δύναμη, η Ειρήνη τον οδηγεί στη βουνοκορφή.
Φαίνεται πως η προχωρημένη ηλικία του Ίψεν, αντί να λειτουργήσει ανασταλτικά, διόγκωσε τη φαντασία, το μυστήριο και τη διάθεση του για ακραίο πειραματισμό και μείξη των πιο ετερόκλητων ειδών – σε αυτό το έργο συνδυάζονται αλχημικά το οικογενειακό δράμα, ο νατουραλισμός, με την οριακή ποιητικότητα και τα ριζοσπαστικά «ονειρικά δράματα/ dream plays» του Στρίντμπεργκ. Όπου και να προσπαθήσουμε να το κατατάξουμε και με όποια κλειδιά να προσπαθήσουμε να το αποκρυπτογραφήσουμε, Το ξύπνημα των νεκρών δεν θα πάψει ποτέ να είναι ένα ερωτηματικό.
Το έργο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ενώ έχει διαγράψει μεγάλη πορεία στο εξωτερικό με ρηξικέλευθες ερμηνείες όπως αυτή του Μπομπ Ουίλσον.
Συντελεστές
Μετάφραση Ρούλα Πατεράκη (σε συνεργασία με τη Liv Nilsen Γάρρα)
Σκηνοθεσία Ρούλα Πατεράκη
Σκηνικά Λίλη Πεζανού
Κοστούμια Άση Δημητροπούλου
Σκηνοθεσία βίντεο Γιώργος Σκεύας
Φωτισμοί Σοφία Αλεξιάδου
Βοηθός Σκηνοθέτη Α΄ Τασία Σοφιανίδου
Βοηθός Σκηνοθέτη Β΄ Αλεξάνδρα Κουρούσια
Ερμηνεύουν οι Άκις Βλουτής, Γιώργος Γιαννώτας, Δέσποινα Γκάτζιου, Γιώργος Ντούσης, Ρούλα Πατεράκη, Σαράντος Ρηγάκος, Τασία Σοφιανίδου
Για το έργο
«Δεν πρέπει να σταματήσω να εργάζομαι – να δημιουργώ το ένα έργο μετά το άλλο – μέχρι τη μέρα του θανάτου μου.» Όταν έδινε αυτά τα λόγια ο Ίψεν στον Ρούμπεκ δεν γνώριζε ότι το Το ξύπνημα των νεκρών θα ήταν το κύκνειο του άσμα – ο Επίλογος σε μια μακρά σειρά έργων που ακολουθούσαν το ένα το άλλο σε απόσταση αναπνοής από το Κουκλόσπιτο κι έπειτα: τα περίφημα δραματικά του πορτραίτα. Η προχωρημένη του ηλικία, αντί να λειτουργήσει ανασταλτικά, διόγκωσε τη φαντασία, το μυστήριο και τη διάθεση του για ακραίο πειραματισμό και μείξη των πιο ετερόκλητων ειδών – σε αυτό το έργο συνδυάζονται αλχημικά το οικογενειακό δράμα, ο νατουραλισμός, με την οριακή ποιητικότητα και τα ριζοσπαστικά «ονειρικά δράματα/ dream plays» του Στρίντμπεργκ. Οι πρωταγωνιστές του περιμένουν πάντα το αναπάντεχο, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για να μετατεθεί ο χώρος του δράματος στο πνεύμα, τη φαντασία, τα πιο κρυφά μονοπάτια του εγκεφάλου και της παγκόσμιας συνείδησης. Το έργο, έτσι, στην ύστατη ανάσα του 19ου αιώνα ενώνει δεξιοτεχνικά ρεαλισμό, συμβολισμό μυθική σκέψη και συγκριτισμό, έως και κλοουνερί στα όρια της αυτοπαρωδίας και προμηνύει θεατρικές συνθέσεις και κινήματα του 20ου αιώνα όπως τον εξπρεσιονισμό και το παράλογο. Όπου και να προσπαθήσουμε να το κατατάξουμε και με όποια κλειδιά να προσπαθήσουμε να το αποκρυπτογραφήσουμε Το ξύπνημα των νεκρών, δεν θα πάψει ποτέ να είναι ένα ερωτηματικό.
Το Ξύπνημα των Νεκρών συγκαταλέγεται ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του συγγραφέα⋅ δεν είναι απίθανο να είναι το καλύτερό του. Η μακριά αλυσίδα του θεάτρου, αρχαίου ή σύγχρονου, έχει να παρουσιάσει ελάχιστα ανώτερα δείγματα από αυτά τα κείμενα –έξοχα από όλες τις απόψεις εξίσου, τη δραματουργική τους τέχνη, τους χαρακτήρες και το εξαιρετικό ενδιαφέρον τους.
Τζέημς Τζόυς για το Το ξύπνημα των νεκρών
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που ο Χένρικ Ίψεν έγραψε Το Κουκλόσπιτο σηματοδοτώντας μια νέα εποχή στην ιστορία του θεάτρου. Το όνομά του έγινε διάσημο σε δύο ηπείρους και προκάλεσε περισσότερες συζητήσεις και κριτικές από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονό του.
Χαρακτηρίστηκε με ενθουσιασμό ως θρησκευτικός αναμορφωτής, ως κοινωνικός αναμορφωτής, ως υπέρμαχος της ηθικής και ως μεγάλος θεατρικός συγγραφέας. Κατηγορήθηκε δριμύτατα ως απρόσκλητος εισβολέας, ως ανεπαρκής καλλιτέχνης, ως ακατανόητος μυστικιστής και, σύμφωνα με κάποιον άγγλο κριτικό, «σαν σκυλί που σκαλίζει τις κοπριές».
Το καινούριο θεατρικό έργο του Ίψεν, που κυκλοφόρησε στην Κοπεγχάγη στις 19 Δεκεμβρίου του 1899, ονομάζεται Το ξύπνημα των νεκρών, και μεταφράζεται ήδη σχεδόν σε μια δεκάδα διαφορετικές γλώσσες. Το έργο είναι γραμμένο σε πεζό λόγο και έχει τρεις πράξεις. Σίγουρα δεν είναι πολύ εύκολο να περιγράψει κάποιος ένα έργο του Ίψεν. Το θέμα είναι, από τη μια πλευρά, τόσο στενό, και από την άλλη, τόσο τεράστιο.
Από την αρχή έως το τέλος του έργου δεν υπάρχει ούτε μια λέξη ή φράση που να πλεονάζει. Το έργο εκφράζει τις ιδέες του με όσο πιο σύντομο και περιεκτικό τρόπο μπορεί να εκφραστεί κάτι διαμέσου της φόρμας του θεάτρου.
Ο Χένρικ Ίψεν είναι ένας από τους σημαντικότερους άνδρες του κόσμου και μπροστά του η κριτική δεν είναι παρά ένα ισχνό θέαμα. Η αντίληψη, το να τον ακούς με προσοχή, είναι η μόνη αληθινή κριτική. Όταν η τέχνη του δραματουργού είναι τέλεια, ο κριτικός είναι περιττός. Η ζωή δεν είναι για κριτική, αλλά για να αντικρίζεται και να βιώνεται.
Χένρικ Ίψεν (1828-1906)
Ο Χένρικ Ίψεν (Henrik Ibsen, 1828-1906) ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας, που επηρέασε βαθύτατα τους Τζέιμς Τζόυς, Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, Χένρι Τζέιμς και πολλούς άλλους.
Γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1828 στη μικρή πόλη Σκίεν, με γονείς τους Κνουτ Ιψεν και τη Μαρίχεν Άλτενμπουργκ. «Οι γονείς μου και από τις δύο πλευρές ήταν μέλη των πιο διάσημων οικογενειών του Σκίεν» γράφει ο ίδιος σε ένα γράμμα του προς τον κριτικό Georg Brandes το 1882. Ο πατέρας του προερχόταν από οικογένεια καπετάνιων, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να γίνει έμπορος. Ο γάμος του με την Μαρίχεν ήταν ένα «υπέροχο οικογενειακό προξενιό». Το 1835, σε ηλικία επτά ετών, η οικογένειά του έχασε την περιουσία της και ο Χένρικ με όλη την οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει μόνιμα σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι στο Βένστεπ. Η χρεοκοπία και η ταξική πτώση της οικογένειας έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο μετέπειτα έργο του Ίψεν. Οι χαρακτήρες στα έργα του συχνά καθρεφτίζουν τους γονείς του, και τα θέματα του συχνά ασχολούνται με θέματα οικονομικών δυσκολιών, καθώς και ηθικές συγκρούσεις που προέρχονται από σκοτεινά μυστικά κρυφά από την κοινωνία.
Τον Οκτώβριο του 1845 ο Ιψεν πήρε το χρίσμα στην εκκλησία του Γκιέρπεν και τελείωσε τη σχολική του εκπαίδευση. Το 1845 μετακόμισε στη μικρή πόλη Γκρίμσταντ για να γίνει μαθητευόμενος φαρμακοποιός, επάγγελμα που άσκησε έως το 1850. Προκειμένου να ξεφύγει από την ανιαρή ζωή του Γκρίμσταντ αρχίζει να διαβάζει και να γράφει. Το 1846, όταν ο Ερρίκος ήταν 18 ετών, απόκτησε ένα νόθο παιδί με την υπηρέτρια του φαρμακοποιού, το οποίο αργότερα αναγνώρισε χωρίς όμως ποτέ να γνωρίσει. Η ιστορία του νόθου γιου του πιθανολογείται πως ήταν και η αιτία που διέκοψε κάθε σχέση με την οικογένεια του. Ο Χέρνικ Ίψεν δεν συνάντησε ποτέ ξανά τον πατέρα του, ενώ είδε την μητέρα του μόνο μια φορά ξανά πριν πεθάνει. Διατηρούσε αλληλογραφία μόνο με μία από τις αδελφές του.
Το 1849 έγραψε το πρώτο του έργο, τον Κατιλίνα, με το ψευδώνυμο Μπρίνγιουλφ Μπγιάρμε. Το 1850, ο Ίψεν μετακόμισε στην Χριστιανία (αργότερα μετονομάστηκε σε Όσλο) και έδωσε εξετάσεις για να μπει στο πανεπιστήμιο, αλλά κόπηκε. Την ίδια εποχή άρχισε να γράφει σε εφημερίδες και ήρθε σε επαφή με τον μικρό λογοτεχνικό κύκλο της Νορβηγίας της εποχής. Εγραψε το δεύτερο έργο του, Ο τάφος του πολεμιστή, που ανέβηκε στο θέατρο της πόλης. Το 1851 ίδρυσε μαζί με τον Άασμοντ Βίνιε την εφημερίδα Andhrimmer. Στα τέλη Οκτωβρίου, ο βιολιστής Όλε Μπουλ τον διόρισε δραματουργό του Νορβηγικού Θεάτρου του Μπέργκεν. Το 1853, μετά από εκπαιδευτικό ταξίδι στα θέατρα του Βερολίνου, της Δρέσδης, του Αμβούργου και της Κοπεγχάγης, έκανε πρεμιέρα το έργο του Η νύχτα του Αγίου Ιωάννου. Το 1857, έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής στο Νορβηγικό Θέατρο της Χριστιανίας (Οσλο). Τον Ιούνιο του 1858 παντρεύτηκε τη Σουζάνα Θόρεσεν. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς έκανε πρεμιέρα το έργο του Τα παλικάρια στο Χέλγκελαντ.
Ο γιος του Σίγκουρντ, το μοναδικό παιδί τους, γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1859. Το 1862 έκανε
πρεμιέρα Η Κωμωδία του έρωτα. Την ίδια χρονιά το Νορβηγικό Θέατρο της Χριστιανίας καταστράφηκε οικονομικά και ο Ίψεν βρήκε προσωρινά το 1863 μια θέση, με απίστευτα χαμηλό μισθό, ως λογοτεχνικός σύμβουλος στο θέατρο της Χριστιανίας, όπου ανέβασε την επόμενη χρονιά σε δική του σκηνοθεσία το έργο του Οι μνηστήρες του θρόνου. Λίγο καιρό μετά γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο δουκάτο του Σλέβιγκ και ο Ίψεν εγκατέλειψε στις 5 Απριλίου τη Νορβηγία με προορισμό τη Ρώμη. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, σημειώθηκε μια βαθιά τομή στη σταδιοδρομία του. Ο Μπραντ (ανέβηκε για πρώτη φορά το 1885), στο οποίο είχε αρχικά δώσει μορφή αφηγηματικού ποιήματος και αργότερα το ξανάγραψε ως έμμετρο δράμα, ολοκληρώθηκε κοντά στη Ρώμη, το καλοκαίρι του 1865, και δημοσιεύθηκε στην Κοπεγχάγη, το επόμενο έτος. Η καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του έργου στη Σκανδιναβία υπήρξε εντυπωσιακή. Ο Ίψεν πήρε επίδομα από την κυβέρνηση και απέκτησε έτσι ένα τακτικό εισόδημα.
Στις 14 Νοεμβρίου του 1867 εκδόθηκε ο Πέερ Γκυντ. Την επόμενη χρονιά μετακόμισε στη Δρέσδη. Τον Οκτώβριο του 1869 έκανε πρεμιέρα Ο Σύνδεσμος των νέων. Το 1873 εκδόθηκε το βιβλίο του Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος με μεγάλη εμπορική απήχηση. Το 1873 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Το 1876 ανέβηκε στο Θέατρο της Χριστιανίας ο Πέερ Γκυντ με θριαμβευτικές κριτικές. Το 1877 πήρε τον τίτλο καθηγητής honoris causa του Πανεπιστημίου της Ουψάλας. Τον Νοέμβριο του 1877 ανέβηκε στην Κοπεγχάγη το έργο του Τα στηρίγματα της κοινωνίας. Το έργο αυτό εδραίωσε τη φήμη του στη Γερμανία. Δύο μήνες μετά από την πρώτη του έκδοση, τον Φεβρουάριο του 1878, παιζόταν σε πέντε διαφορετικά θέατρα μόνο στο Βερολίνο, σε τρεις διαφορετικές μεταφράσεις. Ακολούθησε Το κουκλόσπιτο, το 1878, που ανέβηκε την επόμενη χρονιά στο Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης και προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο. Το 1881 εκδόθηκαν οι Βρικόλακες και προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Το έργο την επόμενη χρονιά παρουσιάστηκε στο Σικάγο. Το 1883 παρουσιάστηκε στο Θέατρο της Χριστιανίας Ο εχθρός του λαού και δύο χρόνια αργότερα στο Μπέργκεν Η αγριόπαπια. Την ίδια χρονιά, το 1885, ο Ιψεν μετακόμισε στο Μόναχο. Το 1887 ανέβηκε στο Μπέργκεν το Ρόσμερσχολμ. Ακολούθησε το Κυρά της θάλασσας που ανέβηκε στο Μπέργκεν το 1889. Δύο χρόνια αργότερα παρουσιάστηκε η Έντα Γκάμπλερ στο Θέατρο της Χριστιανίας. Την ίδια χρονιά αποφασίζει να επιστρέψει στη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στη Χριστιανία, παγκόσμια διάσημος πλέον, βάζοντας τέλος μετά από 27 χρόνια στην αυτοεξορία του.
Πριν από την επιστροφή του στη Νορβηγία το 1891, ο Ίψεν συνήθιζε να περνάει τους καλοκαιρινούς μήνες μακριά από το σπίτι του, συνήθως στο αγαπημένο του Gossensass (Colle Isarco) στο Τιρόλο. Εκεί, το 1889, γνώρισε τη νεαρή Εμιλία Μπάρνταχ, μια 18χρονη κοπέλα από τη Βιέννη, για την οποία ο Ίψεν έλεγε αργότερα ότι ήταν «ο μαγιάτικος ήλιος στον Σεπτέμβρη της ζωής μου».
Το 1892 παντρεύτηκε την Μπέργκλιοτ Μπγέρνσον. Την επόμενη χρονιά, στις 19 Ιανουαρίου του 1893, ανέβηκε ο Αρχιμάστορας Σόλνες στο Λέσινγκ Τεάτερ του Βερολίνου. Το 1895 έκανε πρεμιέρα Ο Μικρός Εγιολφ και το 1896 ταυτόχρονη πρεμιέρα του Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν στο σουηδικό και στο φιλανδικό θέατρο του Χέλσινγκφορς. Το 1898 γιορτάζονται με πολυάριθμες εκδηλώσεις τα εβδομηκοστά γενέθλια του Ίψεν στη Χρισταινία, την Κοπεγχάγη και τη Στοκχόλμη. Στις 26 Ιανουαρίου του 1899 ανέβηκε στο Θέατρο της Αυλής στη Στουτγκάρδη το τελευταίο έργο του, Το Ξύπνημα των νεκρών, «ένας δραματικός επίλογος», όπως έλεγε ο υπότιτλος του Ίψεν. Το 1900 έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο και άλλο ένα ένα χρόνο αργότερα, που τον άφησε σχεδόν παράλυτο. Πέθανε στη Χριστιανία στις 23 Μαΐου του 1906.