Μάνια Παπαδημητρίου: “Το μεράκι μου είναι να φτιάχνω ατμόσφαιρες με το λόγο, το τραγούδι και τη μουσική. Ένα είδος παραμυθά…”
Η Μάνια Παπαδημητρίου είναι μια ξεχωριστή παρουσία στον ευρύτερο καλλιτεχνικό χώρο. Μακριά από το παιχνίδι της showbiz αλλά μ’ ένα βιογραφικό πλούσιο σε θεατρικούς, κινηματογραφικούς ρόλους και σκηνοθετικές δράσεις, μάς αποκαλύπτει άλλη μια πτυχή του ταλέντου της, μέσα από δύο ατμοσφαιρικές μουσικές παραστάσεις που παίζονται αυτή τη στιγμή σε αθηναϊκές σκηνές: τις “Φωνές της πόλης” στο θέατρο Επι Κολωνώ και “Ο γνωστός μας άγνωστος κος Γκάτσος” στο σινεθέατρο Τριανόν.Συνέντευξη στη Μάρη Τιγκαράκη
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με το τραγούδι;
Παίζω χρόνια πιάνο και τραγουδάω σε ένα πολύ γνωστό στέκι της Αθήνας απ’ όπου πέρασαν πολλοί και σπουδαίοι καλλιτέχνες του θεάτρου και της μουσικής.
Τί πιστεύετε ότι προσδίδει το θεατρικό σας background σε μια μουσική παράσταση;
Διαλέγω πάντα τραγούδια που μπορούν να ειπωθούν με θεατρικό τρόπο και πάντοτε συνοδεύω το πρόγραμμά μου με απαγγελία στίχων που φωτίζουν με ξεχωριστό τρόπο το τραγούδι που θα επακολουθήσει ή παίρνουν διαφορετικό νόημα από το τραγούδι που έχει προηγηθεί. Μάλιστα κάποτε έφτιαξα και μια ολόκληρη παράσταση μ’ αυτό τον τρόπο, που παίχτηκε για δύο χρόνια σε πολλά και διαφορετικά στέκια της Αθήνας και στην επαρχία: «Το Χαμόγελο της Γιαγιάς» με τον Διονύση Μαλλούχο στο πιάνο, με τραγούδια Γιαννίδη και Αττίκ και με παρλάτες που έγραψα η ίδια. Επίσης με την Καλλιόπη Βέτα και τον Γιάννη Ιωάννου έχουμε παρουσιάσει ανάλογα θεάματα στον Ιανό και αλλού. Τα θέματά μου είναι κυρίως πολιτικά, ερωτικά και σατιρικά.
Σε όλες σας τις μουσικές παραστάσεις η αφήγηση εναλλάσσεται με το τραγούδι; Γιατί επιλέγετε αυτή τη φόρμα;
Πιστεύω στο θέατρο λόγου όταν έρχεται σε συνομιλία με τη μουσική. Προσωπικά μεγάλωσα με ακούσματα από το θέατρο στο ραδιόφωνο και πιστεύω ακράδαντα πως το θέατρο δεν είναι κυρίως εικόνα αλλά ρυθμός. Με ανάλογο τρόπο προσέρχεται στο θέατρο και ο Κώστας ο Βόμβολος, από το χώρο της μουσικής σύνθεσης αρχικά, και γι’ αυτό συναντηθήκαμε σε κείμενα και σύνθεση προγράμματος δικιά του αυτή τη φορά. Εδώ κυριαρχεί το ερωτικό και το πολυπολιτισμικό στοιχείο. Και πάντα βέβαια η σάτιρα.
Αισθάνεστε “ασφαλής” ως τραγουδίστρια ή νιώθετε ότι εκτίθεστε;
Δεν αισθάνομαι ασφαλής ή ανασφαλής ως τραγουδίστρια γιατί δεν θεωρώ τον εαυτό μου τραγουδίστρια. Είμαι ηθοποιός και τραγουδάω σαν ηθοποιός. Υπάρχουν σήμερα ηθοποιοί που είναι και καταπληκτικοί τραγουδιστές και χορευτές κι απ’ όλα. Εμένα η δυνατότητά μου και το μεράκι μου είναι να φτιάχνω ατμόσφαιρες με το λόγο, το τραγούδι και τη μουσική. Να λέω κατά κάποιο τρόπο τις ιστορίες που θέλω με τη βοήθεια της μουσικής. Ένα είδος παραμυθά.
Με τι άλλο ασχολείστε αυτή την περίοδο;
Υπάρχει ένα άλλο σχέδιο δικό μου που παίζεται αυτή τη στιγμή στην Αθήνα στον κινηματογράφο Τριανόν κάθε Κυριακή και είναι: “Ο γνωστός μας άγνωστος κος Γκάτσος”, μια μουσικοθεατρική παράσταση με video projection, ζωντανή μουσική και ομαδική αφήγηση. Το θέμα είναι η παράξενη και σκοτεινή προσωπικότητα του Νίκου Γκάτσου, του ποιητή του σπουδαίου σουρεαλιστικού ποιήματος “Αμοργός” αλλά και τραγουδιών έντεχνων μεν αλλά και πάρα πολύ αγαπημένων από τον ελληνικό λαό όπως “το Δίχτυ” ή το “Μάτια βουρκωμένα”. Αυτή η παράξενα πολυδιάστατη προσωπικότητα και φυσικά τα πασίγνωστα τραγούδια που έχουν ντύσει οι στίχοι του, έτσι όπως εμφανίζεται μέσα στο βιβλίο της Α. Δημητρούκα: “Πουλάμε τη ζωή, χρεώνουμε το θάνατο” αλλά και μέσα από κάποια ανεκτίμητα κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι, του Ανδρέα Εμπειρίκου και του Γιώργου Σεφέρη αποτέλεσαν το υλικό της παράστασής μας, που ανέβηκε αρχικά στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών στην Μικρή Επίδαυρο πέρσι το καλοκαίρι με πολύ μεγάλη επιτυχία και επαναλαμβάνεται τώρα στο Τριανόν. Εκεί η προσπάθεια της σκυταλοδρομίας από το λόγο στις νότες, στην κίνηση και πάλι στο λόγο υπηρετείται από έναν θίασο από 9 ηθοποιούς που απαγγέλλουν, παίζουν μουσικά όργανα και τραγουδούν. Αλλά και η παράστασή μου: “Η Γάζα είναι μαθήματα επιβίωσης” που ανέβηκε στα black box του Επί Κολωνώ το χειμώνα και στη συνέχεια παίχτηκε στo θέατρο Κνωσσός για σχολεία, ήταν επίσης μια παράσταση που στηριζόταν στη διαδοχή της αφήγησης με την μουσική. Εκεί υπήρχε ένα νέι που παρακολουθούσε την ανάσα των ηθοποιών.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
Το χειμώνα έχω σκοπό να ασχοληθώ με ανάλογη αφήγηση παραμυθιών σε ελληνική δωδεκανησιακή διάλεκτο αλλά και στα αγγλικά μια που η γλώσσα μας πια… ή τουλάχιστον η γλώσσα των νεότερων μοιάζει να έχει τόσα στοιχεία αγγλικής αναπνοής που σχεδόν θα μπορούσε να πει κανείς πως οι νέοι μας σκέπτονται πιο πολύ αγγλικά απ’ ό,τι ελληνικά. Θα μπορούσα να πω πως η ενασχόλησή μου με το Γκάτσο φέτος αποτελεί ένα είδος αποχαιρετισμού στη μητρική μας γλώσσα. Την οποία, πιστεύω, όσο πιο πολύ αγαπάμε, τόσο περισσότερο την ακούμε στα ποιήματα των μεγάλων μας ποιητών που όμως όλο και λιγότερο μαθαίνονται από το εκπαιδευτικό μας σύστημα τα τελευταία τριάντα χρόνια και πιστεύω όχι τυχαία. Παραδιδόμενοι λοιπόν κι εμείς στη γλώσσα των μαθηματικών, της οικονομίας και της αγοράς ίσως να βρούμε έναν τρόπο να τιμήσουμε την μουσικότητα και το ξεχωριστό νόημα της δικής μας μητρικής γλώσσας ως εξαίρεση, αφού ως κανόνα την αφήσαμε έτσι να ξεφτίσει.