Λήθη στο θέατρο Πορεία: Προσκύνημα στο γυμνό!
Το να μιλήσεις για το τίποτα, μοιάζει με ματαιοπονία. Επειδή ακριβώς είναι αδύνατον να ορίσεις το τίποτα, μένεις διαρκώς ανικανοποίητος από τις διατυπώσεις σου. Άρα γράφεις ακόμα περισσότερα. Και το αποτέλεσμα είναι να απομακρύνεσαι ακόμα περισσότερο από τον στόχο.
Για το τίποτα (μεταξύ άλλων) προσπαθεί να μιλήσει και ο Δημήτρης Δημητριάδης το έργο του Λήθη. Η “Λήθη”, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου ανεβαίνει για δεύτερη φορά στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία. Λήθη θα πει λησμονιά. Ξυπνάμε από το τίποτα με τη λήθη, αλλά το σώμα μας έχει μνήμες. Σε έναν μονόλογο, ο οποίος ερμηνεύεται από την Εκάβη Ντούμα ολόγυμνη- εγκλωβισμένη μέσα σε ένα ορθογώνιο γυάλινο κουτί, με τοιχώματα στα πλάγια- το σώμα προσπαθεί να μιλήσει για τη λήθη και η λήθη προσπαθεί να μιλήσει για το σώμα.
Αν και η αμνησία στα περισσότερα έργα παρουσιάζεται σαν αναπηρία, στο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη αυτή ακριβώς η απουσία μνήμης έχει λυτρωτική διάσταση. Το ακριβώς αντίθετό της, η Αιώνια Μνήμη, έχει μία καταστρεπτική για την ελευθερία- και για το σώμα- διάσταση. Ίσως γιατί η μνήμη ταυτίζεται με την ενοχή. Η ενοχή με τον πολιτισμό, ο πολιτισμός (κατά Φρόιντ) είναι πηγή δυστυχίας και πάει λέγοντας.
Για να είμαι ειλικρινής (και επειδή το κείμενο είναι ποιητικό και όχι φιλοσοφικό) δεν κατάλαβα πλήρως τη σχέση θανάτου- λήθης- μνήμης- ελευθερίας. Και αν η έλλειψη ή η παρουσία της μνήμης ταυτίζεται με το θάνατο ή αν ο θάνατος είναι σκλαβιά ή ελευθερία. Ή τα έμπλεξε ο ίδιος ο συγγραφέας ή εγώ έχασα το νήμα κάπου στην πορεία.
Στον θεματικό πυρήνα του έργου είναι το σώμα. Γι’ αυτό και παρουσιάζεται γυμνό. Το σώμα προσπαθεί να μιλήσει. Να κραυγάσει. Να δηλώσει την ελευθερία και την σκλαβιά. Τη ζωή και το θάνατο. Οι επαναλήψεις των ίδιων φράσεων, αλλά και οι επαναλήψεις των ίδιων κινήσεων, μέσα σε έναν τόσο ασφυκτικά κλειστό χώρο, εκτός από μία τελετουργική και ποιητική διάσταση, έχουν και μία άλλη συμβολική σημασία: δηλώνουν ότι ο άνθρωπος είναι εγκλωβισμένος στον χώρο που καταλαμβάνει το σώμα του. Το σώμα είναι ο άνθρωπος. Κι όταν πεθαίνει το σώμα, πεθαίνει και ο άνθρωπος. “Δεν θα έχετε άλλο σώμα” φωνάζει η Ντούμα.
Επίσης, το σώμα είναι η θρησκεία. Ο άνθρωπος προσκυνάει το σώμα. Σε μία από τις πιο εντυπωσιακές εικόνες της παράστασης, η Ντούμα βγάζει τα χέρια της έξω από το κουβούκλιο, μέσα από ένα μικρό άνοιγμα, και τα απλώνει σαν εσταυρωμένος. Το σώμα είναι ο Θεός, η επίσημη θρησκεία. Παράλληλα, όντως γυμνό, έρχεται σε αντίθεση με την θρησκεία. Κι ακόμα περισσότερο, όταν μιλάει αρνητικά για την αιώνια μνήμη, που θυμίζει την αιώνια ζωή, που υπόσχονται όλες οι θρησκείες.
Στο τέλος του έργου το σώμα φοράει ρούχα. Ετοιμάζεται να βγει στον κόσμο; Αυτή η εντύπωση δίνεται στο θεατή. Νομίζεις ότι θα σπάσει το γυάλινο τσόφλι και η ηθοποιός θα ανακτήσει την ελευθερία των κινήσεων της στο χώρο. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Το κουβούκλιο ανοίγει, αλλά η ηθοποιός δεν βγαίνει από το γυάλινο κουτί της, που μοιάζει με διάφανο φέρετρο. Η προσδοκώμενη ελευθερία δεν έρχεται ποτέ ή η ελευθερία είναι τελικά το τίποτα, ο θάνατος.
Η Εκάβη Ντούμα έδωσε μία πολύ θαρραλέα και δυνατή ερμηνεία, αν και στο ξεκίνημα, που ήταν κουλουριασμένη στο μικρό πάτωμα του κλουβιού της, με τις κλίσεις που έπαιρνε το σώμα της, σαφώς δυσκολευόταν να βγάλει τη φωνή όπως πρέπει. Όταν σηκώθηκε κι έπαιζε όρθια, η ερμηνεία της ελευθερώθηκε και ήταν πολύ καλή. Την βοήθησε πολύ και η σκηνοθεσία του Τάρλοου, ο οποίος δεν πιστώνεται μόνο την καλή καθοδήγηση της ταλαντούχας ηθοποιού, αλλά και την εξαιρετική αξιοποίηση ενός δύσκολου κειμένου. Φώτισε το έργο του Δημητριάδη με ξεκάθαρο και δημιουργικό τρόπο, δίνοντας του μία τελετουργική διάσταση και μία δόση θεατρικής μαγείας. Η μουσική δεν με εντυπωσίασε, αλλά οι φωτισμοί ήταν πολύ καλοί. Το σκηνικό- αυτό το κουβούκλιο που στο τέλος ανοίγει με έναν ιδιαίτερο τρόπο- είναι πολύ έξυπνα φτιαγμένο.
Το έργο Λήθη, είναι μία καλή παράσταση, που σε κάνει να αγαπήσεις το σώμα, αλλά όχι και το λόγο για το τίποτα. Το γυμνό δεν σοκάρει, ούτε είναι στυλιζαρισμένο, αλλά δεν χρησιμοποιείται και με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αρέσει ή να περνάει αδιάφορο. Τόσο η ερμηνεία της ηθοποιού, όσο και η σκηνοθετική άποψη του Τάρλοου δικαιώνονται.
Γιώργος Σμυρνής