MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
05
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Μαντάμ Σουσού: Γκλαμουριά και λόξα!

Λαός και Κολωνάκι αναδεικνύουν τις μεγάλες αντιθέσεις τους στη Μαντάμ Σουσού του Δημ. Ψαθά, μία παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος που ανεβαίζει στο ΘΕΑΤΡΟΝ του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» σε σκηνοθεσία Γιώργου Αρμένη.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Ο Δημήτρης Ψαθάς είναι ο πιο πολιτικός συγγραφέας της ελληνικής εμπορικής κωμωδίας. Τα έργα του δεν μένουν μόνο στην ηθογραφία και στη δημιουργία κωμικών χαρακτήρων- καρικατούρων της εποχής, αλλά σατιρίζουν την υψηλή κοινωνία και έχουν αρκετά πολιτικά αναφερόμενα.

Έργα όπως ο Φον Δημητράκης, το Ξύπνα Βασίλη, αλλά και η Μαντάμ Σουσού, που γράφτηκε την περίοδο της Κατοχής, έχουν ταξικές, αλλά και πολιτικές αναφορές. Στη Μαντάμ Σουσού εμφανίζονται δύο αντίθετοι κόσμοι, το Κολωνάκι και ο Βύθουλας. Ο τρόπος που παρωδούνται οι πλούσιοι έχει στοιχεία κοινωνικοπολιτικής κριτικής. Οι μεγαλοαστοί χαρακτηρίζονται από ξενομανία και δήθεν,  ενδιαφέρονται μόνο για την πόζα και να δείχνουν Ευρωπαίοι (τότε Γάλλοι), ενώ δεν δίνουν “δεκάρα” για τον φτωχό λαό. Επίσης, είναι ικανοί για κάθε παλιανθρωπιά– με βάση φυσικά τον ηθικό κώδικα της εποχής.

Από την άλλη, οι φτωχοί παρουσιάζονται με μια ρομαντική διάσταση. Ίσως γιατί αυτοί είναι το βασικό κοινό, στο οποίο απευθύνεται ο Ψαθάς, είτε για λόγους ιδεολογικούς, παρουσιάζονται σαν πιο γνήσιοι και πιο έντιμοι. Το πιο ακραίο πράγμα που μπορούν να κάνουν είναι κάνα καλαμπούρι στη “λωξή” Σουσού, για να γελάσουν. Με τον σύζυγό της, μάλιστα, τον Παναγιωτάκη, ο απλός άνθρωπος αποθεώνεται ηθικά. Την δέχεται πίσω όταν αυτή χάνει τα πάντα από τον απατεώνα δεύτερο σύζυγό της, αν και τον έχει εγκαταλείψει, μόλις κληρονόμησε την μεγάλη περιουσία. Κι αυτό γιατί οι φτωχοί έχουν… “χρυσή καρδιά”.

Γέφυρα ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους είναι η Μαντάμ Σουσού. Μία γυναίκα, που παρουσιάζεται ως φαντασμένη- ή λοξή- σε όρια που αγγίζουν την σχιζοφρένεια, όταν ζει φτωχικά στον Βύθουλα. Η Σουσού μοιάζει να μην έχει ξεφύγει από την παιδικότητα τής. Αυτό την κάνει αθώα και συμπαθή, αλλά στην πορεία και επικίνδυνη.

Ο Ψαθάς δίνει μία επικίνδυνη διάσταση στην λόξα της πρωταγωνίστριας του. Η Σουσού είναι ακόμα ένα παιδί, αλλά και μία γυναίκα με φοβερά κόμπλεξ. Αυτός είναι ένας επικίνδυνος συνδυασμός για έναν άνθρωπο, που αποκτά και πρέπει να διαχειριστεί μία αμύθητη περιουσία. Δεν μπορείς να εμπιστευθείς σε ένα παιδί στη διαχείριση ενός δισεκατομμυρίου. Οι σπατάλες που κάνει είναι ασύλληπτες. Είναι ικανή να εξανεμίσει όλη της την περιουσία, προκειμένου να ξεφορτωθεί τον Βύθουλα (που υποτίθεται ότι κάποτε στέγαζε την Ακαδημία Πλάτωνος), γκρεμίζοντας όλα τα φτωχόσπιτα και ξεσπιτώνοντας τους πρώην γείτονες της, για να γίνουν από κάτω ανασκαφές και να ανακαλύψει αρχαία.

Το γεγονός ότι τελικά ο δεύτερος σύζυγός της, ένα λαμόγιο που το έπαιζε αριστοκράτης, ο Καντακουζηνός, της “τρώει” τα λεφτά, έχει και μία διάσταση προσωπικής αλλά και κοινωνικής αυτοσυντήρησης. Αν δεν της τα έτρωγε, θα τα είχε σπαταλήσει και θα είχε διαλύσει μία ολόκληρη συνοικία. Χωρίς να αμφισβητείται ο σαθρός του χαρακτήρας, ίσως η πράξη του να είναι μία μορφή θείας δίκης απέναντι στην απέραντη αλαζονεία μίας γυναίκας που θέλει με τα λεφτά της να προσαρμόσει την πραγματικότητα των άλλων στις φαντασιώσεις της. Είναι τέτοια η μεγαλομανία της, που ακόμα και το μητρικό φίλτρο αποδεικνύεται υποδεέστερο. Δεν έχει πρόβλημα να αποχωριστεί το ίδιο της το παιδί, για να το αφήσει με ένα καλάθι σε ένα σπίτι άκληρων εφοπλιστών, προκειμένου να μην μεγαλώσει στη φτώχεια και στον Βύθουλα.

Η παράσταση του Γιώργου Αρμένη είχε πολύ καλές ερμηνείες από μία εξαιρετική Φωτεινή Μπαξεβάνη (μαντάμ Σουσού), που φώτισε την λόξα της κεντρικής ηρωίδας στην απόλυτη υπερβολή της, αλλά και έναν πολύ καλό Κώστα Σάντα (Παναγιωτάκης). Σε ρηχά νερά κινήθηκε ο Βασίλης Ευταξόπουλος (Μηνάς Καντακουζηνός). Η σκηνοθεσία θα μπορούσε να είχε κόψει κάποια κομμάτια από το έργο- που είναι κάπως φλύαρα ή παρωχημένα- και να δώσει καλύτερο ρυθμό, ιδίως στο πρώτο μέρος, που διαδραματίζεται στον Βύθουλα, ενώ χρειάζονταν και περισσότερα κωμικά ευρήματα σε μία παράσταση κωμωδίας. Δεν προσπάθησε να εκμοντερνίσει την παράσταση και να την φέρει στα αισθητικά πρότυπα της εποχής μας- κάτι που για πολλούς θεωρείται μεγάλο ατόπημα, αλλά εγώ δεν το θεωρώ απαραιτήτως λάθος. Πιο ενδιαφέροντα ήταν τα σημεία στο Κολωνάκι. Η σκηνογραφία δεν με εντυπωσίασε, αλλά εμφάνισε με καθαρές γραμμές την διαφορά των δύο κόσμων.

Συνολικά, η μαντάμ Σουσού έχει τον αέρα της εμπορικής κωμωδίας του ελληνικού σινεμά, με έναν κάπως πιο σοφιστικέ τόνο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάνει σε ρυθμό, αλλά να κερδίζει σε ουσία- η υπερβολή είναι η ουσία του έργου. Θυμίζει μία Ελλάδα που πλέον δεν υπάρχει, αλλά έχει αφήσει την κληρονομιά της, σε αισθητικό και ιδεολογικό επίπεδο. Δεν με δυσκόλεψε στην παρακολούθηση και το είδα με αρκετή ευχαρίστηση- χωρίς βέβαια να έχω την αίσθηση ότι παρακολουθώ κάποιο αριστούργημα.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις