“Το διπλό βιβλίο” από τους Pequod: Σαν φιλολογική βραδιά
Υπάρχουν πολλοί τρόποι, για να μεταφέρεις ένα μυθιστόρημα στο θέατρο. Ο πιο απλός είναι να βάλεις τους ηθοποιούς να ανοίξουν τα βιβλία και να αρχίσουν να το διαβάσουν. Αυτό το μοτίβο- που εντάσσεται στη λογική της αποστασιοποίησης από τις συμβάσεις της μυθοπλασίας- έχει αρχίσει να γίνεται κοινός τόπος στο ελληνικό θέατρο. Το είδαμε και στην παράσταση των Pequod “το διπλό βιβλίο”, στην Στέγη Γραμμάτων και τεχνών, που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Δημήτρη Χατζή.
Με την πτώση της χούντας και μετά από 28 χρόνια εξορίας στην Ανατολική Ευρώπη, ο Δημήτρης Χατζής (1913-1981) επιστρέφει στην Ελλάδα το 1975 και το επόμενο έτος δημοσιεύει «Το διπλό βιβλίο». Το έργο αναφέρεται στα τραύματα του εμφυλίου, στη μετανάστευση, στην οικογένεια, στην φτώχεια, στην σχέση άντρα- γυναίκας, στον έρωτα, στη ματαιότητα των ονείρων. Μιλάει για πολλά θέματα, σπάζοντας συνέχεια την γραμμικότητα της αφήγησης- κάτι που θεωρείται κάτι σαν “λογοτεχνικό καθήκον” πολλών μοντερνιστών και μεταμοντέρνων συγγραφέων.
Βέβαια, στο έργο του Χατζή το πρωτεύον και αυτό που τελικά προτείνει είναι μία νέα φόρμα γραφής. Μέσα σε αυτήν την φόρμα, ενσωματώνει και τον ίδιο το συγγραφέα μέσα στο κείμενο, τον βγάζει από το αθέατο βάθρο του και τον τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο με τους χαρακτήρες του έργου. Εδώ είναι και το παράδοξο, γιατί παράλληλα ο Χατζής γράφει σε πρώτο ενικό. Συχνά απευθύνεται στον συγγραφέα, ο οποίος υπάρχει σε τρίτο ενικό, σαν κάποιο τρίτο πρόσωπο. Έτσι τον κάνει να μοιάζει λίγο με το φανταστικό πρόσωπο, το προϊόν κάποιας παραίσθησης. Επίσης, τον κάνει υπόλογο για τις όποιες επιλογές κάνει μέσα στο έργο, δημιουργώντας μία αποστασιοποίηση από το μυθιστόρημα.
Αυτό που συνδέει το έργο του Χατζή με τους Pequod είναι το γεγονός ότι και ο μεν και οι δε προσπαθούν να προτείνουν εναλλακτικές καλλιτεχνικές φόρμες, στο χώρο της λογοτεχνίας ο πρώτος και στο χώρο του θεάτρου οι δεύτεροι. Οι Pequod συχνά πραγματοποιούν την αποστασιοποίηση από τις τεχνικές του θεάτρου. Ένας από τους ηθοποιούς παίζει με την κιθάρα του και μετά την αφήνει, ενώ η μουσική (play back) συνεχίζει να παίζει. Φυσικά το κάνει επίτηδες. Όπως έχουν σκοπό, που διαβάζουν με ανοιχτά τα βιβλία.
Κατά τη γνώμη μου, πάντως, οι δύο προτάσεις δεν δένουν. Η γλώσσα του είναι απλή, όπως και τα λογοτεχνικά μέσα που χρησιμοποιεί ο Χατζής. Αυτό σε συνδυασμό με την επίσης λιτή τεχνοτροπία των Pequod έχει ως αποτέλεσμα μία παράσταση που σε κάνει να αναρωτιέσαι, γιατί να την δεις στο θέατρο και να μην διαβάσεις απλά το βιβλίο. Χώρια που, από όσα άκουσα στην παράσταση, το κείμενο του Χατζή δεν με ξετρέλανε.
Επίσης, νομίζω ότι το “Διπλό βιβλίο” δεν είναι ιδιαίτερα πρόσφορο υλικό για θεατρική παράσταση. Η αφαιρετικότητά του δημιουργεί προβλήματα και στο να εστιάσεις σε συγκεκριμένους χαρακτήρες. Κι έτσι υπάρχει μία χαλαρότητα, που βγάζει ένα κάπως νωθρό αποτέλεσμα. Τα σημεία που είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον ήταν εκείνα, που είχαν φωτισμούς, μουσική και κάποια χορευτική κίνηση- αλλά δεν ήταν πολλά. Στο μεγαλύτερο μέρος της, η παράσταση των Pequod αρκέστηκε στην απαγγελία και χωρίς πολλά συνοδευτικά μοτίβα, που θα εστίαζαν σε σημεία του κειμένου ή θα ζωντάνευαν το ενδιαφέρον των θεατών.
Οι ερμηνείες (απαγγελίες) των πέντε ηθοποιών (Γιάννης Κλίνης, Χριστίνα Μωρόγιαννη, Νικολίτσα Ντρίζη, Δημήτρης Ξανθόπουλος και Αγγελική Παπαθεμελή) ήταν ως επί το πλείστον καλές. Η ομάδα αποτελείται από ταλαντούχους καλλιτέχνες. Ακολουθούν τις θέσεις τους για το θέατρο με σοβαρότητα και συνέπεια. Επίσης, δεν ενδιαφέρονται να εντυπωσιάσουν και αποφεύγουν την επίδειξη. Ωστόσο, πιστεύω ότι το συγκεκριμένο βιβλίο δεν τους βοηθάει να βγάλουν μία πολύ καλή παράσταση και βρήκα το όλο αποτέλεσμα κάπως κουραστικό. Ίσως να ήθελε μία λιγότερο λιτή προσέγγιση, ή να έπρεπε να προσεγγίσουν κάποιο άλλο λογοτεχνικό έργο.
Γιώργος Σμυρνής