Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι στο Ακροπόλ- Ποιοτικός και… τεράστιος!
Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι το αν είναι πραγματικά ηλίθιος “ο Ηλίθιος” του Ντοστογιέφσκι. Το ερώτημα αυτό ξανατίθεται, με θεατρικούς όρους, από την παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στο θέατρο Ακροπόλ. Κι επειδή είναι μεγάλο το ερώτημα, χρειάζεται και πολύς χρόνος για να απαντηθεί. Στην συγκεκριμένη περίπτωση έξι ώρες!
Το έργο του Φιόντορ Ντοστογέφσκι είχε πρωτοπαρουσιαστεί από τον Λιβαθινό σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου το 2007. Η παράσταση παρουσιάστηκε σε δύο ξεχωριστά μέρη (Α΄μέρος – Β΄μέρος), από την τότε ομάδα της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου. Στην φετινή παραγωγή στο Ακροπόλ, ο σκηνοθέτης έχει κρατήσει τον βασικό κορμό του τότε θιάσου κι έχει προσθέσει κι άλλους ηθοποιούς.
Στην αρχή της παράστασης ο Στάθης Λιβαθινός βάζει τους ηθοποιούς να διαβάσουν μερικές αράδες του Ηλίθιου από το ανοιχτό βιβλίο- θέλοντας έτσι να κάνει και αυτός επίδειξη αποστασιοποίησης. Αυτό δεν κρατάει πάνω από κάνα δύο λεπτά. Στις υπόλοιπες 6 ώρες, η παράσταση εκτελείται κανονικά, με κουστούμια εποχής, σκηνικά και τους ηθοποιούς να ερμηνεύουν συγκεκριμένους ρόλους.
Η εμπνευσμένη σύλληψη του Ντοστογέφσκι είναι πως τοποθετεί στους κύκλους της αριστοκρατίας έναν απλοϊκό, κάπως προβληματικό διανοητικά- αλλά όχι ξεκάθαρα ηλίθιο, όπως μας προδιαθέτει ο τίτλος του έργου του. Ο Μίσκιν δεν προβάλλεται σαν καρικατούρα ηλιθίου- κάθε άλλο. Ο λόγος του, όταν μιλάει, έχει ποιότητα, επιχειρήματα, αλλά ηθικό ανάστημα. Ίσως να είναι μάλιστα η λογοτεχνική ενσάρκωση της ρήσης του Χριστού, “μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι”.
Όμως κάποιες φορές χάνει τον έλεγχο, μιλάει ακατάσχετα και δεν αντιλαμβάνεται τι αντιδράσεις θα προκαλέσουν τα λεγόμενά του, παρουσιάζοντας αυτιστικές συμπεριφορές. Η “ηλιθιότητά” του είναι διάγνωση ιατρική. Πάσχει από επιληψία. Το εύρημα της αρρώστιας του δίνει και σασπένς στο έργο, καθώς και τη δυνατότητα στον Ντοστογιέφσκι να κλιμακώνει συγκεκριμένα σημεία της πλοκής (όταν τα πράγματα γίνονται πάρα πολύ έντονα και συναισθηματικά, η επιληψία του ήρωα έρχεται και ως κλιμάκωση, αλλά- ενίοτε- και ως από μηχανής Θεός.)
Κυρίως όμως είναι η σχέση αυτού του αγνού ανθρώπου, του πρίγκιπα Μίσκιν– που γίνεται πομπός χριστιανικού ήθους- με τους αριστοκράτες, οι οποίοι θεωρούν εαυτούς πολύ ανώτερους, λόγο οικονομικού, πολιτισμικού και κοινωνικού κεφαλαίου. Όταν διάφορες ερωτικές ιστορίες βγαίνουν στην επιφάνεια, με τον Μίσκιν να είναι παγιδευμένος στον έρωτά του για δύο γυναίκες, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Διότι είναι άλλο να βάλεις κάποιον στα αριστοκρατικά σου σαλόνια και άλλο να τον βάλεις στην οικογένειά σου- πόσο μάλλον όταν κι ο ίδιος, πέρα από την αφέλεια και την εκκεντρικότητά του, δεν ξέρει και ποιά γυναίκα θέλει!
Για την θεατροποίηση του Ηλιθίου ο Λιβαθινός μεταχειρίσθηκε πολλά θεατρικά και κινηματογραφικά μοτίβα. Αναδεικνύεται το σασπένς του έργου, οι φωτισμοί είναι υπέροχοι, η σκηνογραφία δυνατή. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι πολύ δυνατές, από έναν μεγάλο αριθμητικά θίασο- ο οποίος σε μεγάλο βαθμό είναι ίδιος με αυτόν του Ερωτόκριτου.
Ο Βασίλης Ανδρέου επωμίζεται το ρόλο του Μίσκιν, αναδεικνύοντας με την τεχνική και συνάμα ευαίσθητη ερμηνεία του αρκετά έντονα την αφέλεια του ήρωα. Η Μαρία Ναυπλιώτου είναι η femme fatale Ναστάζια Φιλίποβνα, γοητευτική, αλλά παράλληλα και ψυχικά τραυματισμένη, στα όρια της υστερίας, που έτσι κι αλλιώς εμφανίζεται συχνά σε πολλούς χαρακτήρες στο συγκεκριμένο έργο. Στα πιο σπαρακτικά σημεία, που εμφανίζεται μία ψυχολογία διαταραγμένη, η ερμηνεία της Ναυπλιώτη έλαμπε περισσότερο, παρά στα σημεία της γοητευτικής “γκόμενας” της αριστοκρατίας. Έτσι κι αλλιώς, η Φιλίποβνα είναι ένα κοριτσάκι που έχασε την αθωότητά του από τους άντρες και ταιριάζει τόσο στον κόσμο των αριστοκρατών, όσο και ο Μίσκιν. Απλά, οι ρόλοι τους είναι διαφορετικοί. Ο Μίσκιν είναι το αρνί, η Φιλίποβνα η λύκαινα.
Και μιλώντας για λύκους, πρέπει να πούμε ότι αυτός που είχε και τον πιο αβανταδόρικο ρόλο, αλλά και που έκανε τη διαφορά με την ερμηνεία του, δεν ήταν άλλος από τον Δημήτρη Ήμελλο, ο οποίος ερμήνευσε τον Ραγκόζιν (αυτός κι αν είναι λύκος!)… Ο Ραγκόζιν είναι ο κακός της υπόθεσης- αλλά ένας κακός πολυεπίπεδος σε τέτοιο βαθμό, που η διεισδυτικότητα του Ντοστογιέφσκι σε κάνει να ανατριχιάζεις. Είναι πάμπλουτος, είναι ζηλόφθονος, είναι αχρείος και αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση από την υψηλή κοινωνία, είναι παράφορα ερωτευμένος και επικίνδυνα κτητικός, είναι γεμάτος κόμπλεξ, αλλά και αδίστακτος, είναι μαχαιροβγάλτης, είναι σε μία σχέση έλξης- άπωσης με τον εντελώς αντίθετό του Μίσκιν, είναι μία τραγική μορφή κι ένας σκοτεινός αντί- ήρωας… Είναι πάρα πολλά αντιφατικά πράγματα, τα οποία δένονται μεταξύ τους σε ένα ενιαίο σύνολο, επικίνδυνο και συναρπαστικό, με την ξεχωριστή ερμηνεία του Ήμελλου. Ο Ήμελλος αναδεικύεται σε έναν από τους πιο ντοστογιεφσκικούς ηθοποιούς στην Ελλάδα!
Πάντως, η παράσταση του Λιβαθινού, παρά την εξαιρετική της ποιότητα, είναι τεράστια σε διάρκεια. Κατά τη γνώμη μου, η έκτασή της δεν ήταν επιβεβλημένη, αλλά επιλέχθηκε από κάποια καλλιτεχνική φιλοδοξία του σκηνοθέτη. Μπορούσε να έχει κόψει κομμάτια από το μυθιστόρημα ή να απλοποιήσει την έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερα περίπλοκη υπόθεση, σε κάποια σημεία. Όμως, η παράσταση τράβηξε σε μάκρος όχι μόνο λόγω της έκτασης του κειμένου. Διάφορα σημεία, όπως μακροσκελή τραγούδια, αλλά και το αργό τέμπο που επιλέχθηκε σε αρκετά μέρη της παράστασης, μεγάλωσαν πολύ την διάρκεια της παράστασης, ώστε να φτάσει στο εξάωρο (τα δύο τρίωρα) αισίως. Ακόμα κι αν θεωρούσαν απολύτως αναγκαίο να χωρίσουν την παράσταση σε δύο επεισόδια (Α και Β μέρος από 3 ώρες), θα μπορούσαν να την είχαν σπάσει σε δύο δίωρα και όχι σε δύο τρίωρα.
Συνολικά. η παράσταση “ο ηλίθιος” είναι από τις πιο ποιοτικές και επιβλητικές δουλειές της σεζόν, με εξαιρετικούς ηθοποιούς και δυνατή σκηνοθεσία. Όμως, ο Λιβαθινός τράβηξε πολύ την διάρκεια του έργου, μετατρέποντας τον σε έναν άθλο όχι μόνο για τους ηθοποιούς, αλλά και για τους θεατές. Επομένως, προτείνω σε όποιον το δει, να επιλέξει να το παρακολουθήσει δύο διαφορετικές ημέρες και όχι να το δει σερί έξι ώρες συνεχόμενες, γιατί είναι too much! Σας μιλάω από προσωπική πείρα.
Γιώργος Σμυρνής