Τερέζα Ρακέν: Πάθος εκ προμελέτης!
Το πάθος που τρελαίνει και οδηγεί στο έγκλημα και το έγκλημα που τρελαίνει ακόμα περισσότερο, με τις τύψεις που προκαλεί, εξερευνά η παράσταση Τερέζα Ρακέν, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά. Η παράσταση ανεβαίνει στο θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, σε διασκευή της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου.
Το μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά αφηγείται μια ιστορία για έναν παράνομο έρωτα που οδήγησε στο έγκλημα. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1867 και ξεσήκωσε- όπως συνηθιζόταν τότε στην Γαλλία- θύελλα αντιδράσεων καθώς θεωρήθηκε τολμηρό και άσεμνο.
Η υπόθεση αναφέρεται στην Τερέζα Ρακέν, που είναι χρόνια παντρεμένη με τον ασθενικό Καμίγ. Μένουν στο Παρίσι μαζί με την μητέρα του, την κυρία Ρακέν. Κάποτε μπαίνει στη ζωή τους ο παλιός φίλος του Καμίγ, ο ζωγράφος Λωράν. Ένα άγριο πάθος γεννιέται ανάμεσα στην Τερέζα και το Λωράν που οδηγεί σε ένα επίσης άγριο έγκλημα.
Στην περίπτωση της Τερέζας, το πάθος για τον γοητευτικό ζωγράφο μοιάζει σχεδόν εξαναγκαστικό. Η κοπέλα, παντρεμένη με έναν αρρωστιάρη άντρα, μοιάζει να βρίσκεται σε καταναγκαστικά έργα. Ο Λωράν είναι η διαφυγή της. Μόνο που κανείς τελικά δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, παρά μόνο με τον θάνατο. Η Ρακέν, από ράκος γίνεται γυναίκα για να ξαναγίνει ακόμα χειρότερο ράκος.
Η αγριότητα του έργου, οι ενοχές, τα φαντάσματα, οι παραισθήσεις τρόμου, μετατρέπουν σχεδόν σε θρίλερ, κάτι που στην αρχή έμοιαζε ένα ρομαντικό μυθιστόρημα και μία ακόμα -από τις πολλές- ιστορία απιστίας. Η σχέση της υπερπροστατευτικής μητέρας με τον φιλάσθενο Καμίγ, το άκαμπτο υπερεγώ των ηρώων, που αναγκάζονται να ζουν τα πάθη τους στις σκιές, σαν φαντάσματα και μαζί- στην τελική- με φαντάσματα, η υποκρισία της γαλλικής κοινωνίας, η ανία της σταθερά επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, που κάνει το “αύριο σαν αύριο να μην μοιάζει” (Καβάφης), είναι κάποια από τα θέματα που θίγονται στην Τερέζα Ρακέν.
Η Τερέζα Ρακέν αποτυπώνει το γνωστό μοτίβο εγκλήματος και τιμωρίας (δια των τύψεων), που το έχουμε δει σε τόσα έργα, όπως ο Μακμπέθ του Σαίξπηρ και το Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, αλλά και πολλά άλλα. Υπάρχει μία μοραλιστική προσέγγιση του τύπου, ότι ακόμα κι αν κάνεις το κακό, θα τιμωρηθείς από τον εαυτό σου, ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένας άλλος να σε τιμωρήσει. Έτσι κι αλλιώς, τα έργα με εγκλήματα ήταν πολύ δημοφιλή την εποχή, που έγραφε ο Ζολά (εποχή που γέννησε και το αστυνομικό μυθιστόρημα με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε).
Διάφορα ευφάνταστα σκηνοθετικά ευρήματα της Καραγιαννοπούλου δίνουν μία εσάνς θρίλερ σε ένα έργο που μιλάει για το αδηφάγο πάθος. Οι εξαφανισμένοι δεύτεροι χαρακτήρες του έργου, εμφανίζονται με ένα έξυπνο εύρημα προς το τέλος του έργου, υπό μορφήν φαντάσματος (δεν λέω περισσότερα, γιατί θα χαλάσω το σασπένς.) Η μουσική του έργου είναι επίσης ενδιαφέρουσα, με κάποια κομμάτια να παραπέμπουν εμφανώς στο Match Point του Γούντι Άλεν, ένα έργο που – μαντέψτε- μιλάει επίσης για ένα έγκλημα πάθους. Πολύ πειστικό ήταν το μακιγιάζ, το οποίο είναι σημαντικό στην συγκεκριμένη παράσταση, ιδίως στην περίπτωση του αρρωστιάρη Καμίγ, ο οποίος είναι χλωμός σαν λεμόνι. Το έργο δείχνει αρκετά μεγάλο. Ίσως να μην χρειαζόταν τόση διάρκεια σε ένα θεατροποιημένο μυθιστόρημα.
Η σκηνογραφία και τα κουστούμια, όντας ιδιαιτέρως ρεαλιστική και όχι ιδιαίτερα δυνατή εικαστικά, υπονομεύει κάπως την σκηνοθετική άποψη, που εστιάζει περισσότερο στην παραίσθηση. Οι ερμηνείες δεν είναι κακές, αλλά δεν είναι και συγκλονιστικές. Υπάρχουν εξάρσεις, όπως υπάρχουν και κοιλιές. Η Αλίκη Αλεξανδράκη, στο ρόλο της ταλαίπωρης γηραιάς μάνας, στις πιο έντονες στιγμές του έργου, ξεχώρισε. Οι Θανάσης Κουρλούμπας (Καμίγ) και Πέγκυ Σταθακοπούλου (Τερέζα) ήταν πειστικοί, αλλά όχι ξεχωριστοί, ενώ μάλλον μέτρια ήταν η ερμηνεία του Λάζαρου Γεωργακόπουλου (Λωράν).
Σε γενικές γραμμές, η Τερέζα Ρακέν είναι ένα ενδιαφέρον έργο, με δυνατή υπόθεση. Όμως οι ερμηνείες δεν ήταν τόσο δυνατές όσο το κείμενο, ούτε η σκηνογραφία τόσο προχωρημένη, όσο η σκηνοθεσία, ενώ και το έργο είχε μεγαλύτερη διάρκεια από όσο χρειαζόταν. Έτσι η παράσταση δεν έφτασε σε πολύ υψηλά επίπεδα, αλλά είχε ενδιαφέρον.
Γιώργος Σμυρνής