Dark Shadows
Ο Τιμ Μπάρτον κάνει το γνωστό του παιχνίδι, και η νέα goth-com του μας διασκεδάζει χωρίς και να μας μαγεύει…
Γύρω στα 1770, ο Μπάρναμπας Κόλινς (Τζόνι Ντεπ), γόνος αγγλικής οικογένειας που έχει κυριαρχήσει στην αμερικάνικη παραλική πόλη του Κόλινσπορτ, έχει τα πάντα μέχρι που κάνει το τραγικό λάθος να ερωτευτεί την πανέμορφη Ζοζέτ ΝτυΠρέ (Μπέλα Χίθκοουτ) και να ραγίσει την καρδιά της Ανζελίκ Μπουσάρ (Εύα Γκριν). Τότε, η Ανζελίκ – που είναι μάγισσα – θα τον καταραστεί σε κάτι χειρότερο κι απ’ τον ίδιο τον θάνατο: θα τον μεταμορφώσει σε βρικόλακα και εν συνεχεία θα τον θάψει… ζωντανό. Δύο αιώνες σχεδόν αργότερα, ο Μπάρναμπας θα καταφέρει να απελευθερωθεί από τον τάφο του και να επιστρέψει στον κόσμο του 1972, όντας ξένος σε μια ακόμα πιο ξένη γι’ αυτόν πραγματικότητα. Επιστρέφοντας στην έπαυλη Κόλινγουντ, θα συνειδητοποιήσει ότι η άλλοτε υπέρλαμπρη κατοικία του έχει μετατραπεί σε ερείπιο, ενώ οι λιγοστοί εναπομείναντες δυσλειτουργικοί συγγενείς του είναι σε κακή κατάσταση, δέσμιοι των δικών τους σκοτεινών μυστικών… ενώ η μυστηριώδης γκουβερνάντα της οικογένειας και η δυναμική μεγιστάνας της περιοχής μοιάζουν να έρχονται από το παρελθόν…
Μετά την απογοητευτική, αλλά εμπορικά υπερεπιτυχημένη, «Αλίκη», ο Τιμ Μπάρτον παίρνει ως πρόσχημα την τηλεοπτική σειρά «Dark Shadows», που από το 1966 ως το 1972 συνδύασε τη σαπουνόπερα με το υπερφυσικό, για να κάνει… τα δικά του. Το διασκεδάζει ολοφάνερα (μαζί με την διευρυμένη… δυσλειτουργική οικογένειά του) πατώντας τα γνώριμα και αγαπημένα (στον ίδιο και στους οπαδούς του) κουμπιά, όμως κάπου στην πορεία βάζει στην άκρη σεναριακή συνοχή και ενασχόληση με τους χαρακτήρες. Αναμενόμενα απολαμβάνουμε το φλέγμα του Τζόνι Ντεπ (στην όγδοη συνεργασία του με το σκηνοθέτη), τις αγγελικές/διαβολικές μπαρτονικές ηρωΐδες (η χαρά του ψυχαναλυτή), τη γκόθικ αισθητική και τις παιχνιδιάρικες αναφορές στα seventies, είναι όμως τα eighties και τα nineties που έρχονται στο μυαλό, με φαντεζίστικες μαύρες κωμωδίες όπως «Οικογένεια Άνταμς», «Ο Θάνατος σου Πάει Πολύ» και ο δικός του «Σκαθαροζούμης». Ο Μπάρτον έχει απομακρυνθεί λίγο από τη χειροποίητη γοητεία παλιότερων ταινιών του και μοιάζει να επαναπαύεται αυτάρεσκα στα στα αγαπημένα του παιχνίδια και να παρασύρεται από τις δυνατότητες που του δίνουν μεγάλοι προϋπολογισμοί και ειδικά εφέ… Αυτό που μένει είναι ένα πολύ ευχάριστο δίωρο, αλλά δικαιούμαστε κάτι παραπάνω.
Θοδωρής Τσιάτσικας