Il Trovatore του Τζουζέπε Βέρντι από την ΕΛΣ στο Ηρώδειο
Η πρώτη, μεγάλη καλοκαιρινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, είναι η μεγαλειώδης όπερα Τροβατόρε, μία από τις δημοφιλέστερες του Τζουζέππε Βέρντι. Η όπερα θα παρουσιαστεί στις 10, 12, 13 και 14 Ιουνίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.Κερδίστε Προσκλήσεις!
Πρόκειται για το αρχετυπικό μελόδραμα του Ρομαντισμού, στο οποίο τα συναισθήματα εκφράζονται μέσα από μουσική μελωδική και ορμητική, άριες και ντουέτα γεμάτα πάθος, όπως επίσης διάσημα χορωδιακά, που δίκαια έχουν χαρίσει στην όπερα αυτή την αθανασία. Μια κατ’ εξοχήν «όπερα τραγουδιστών», καθώς απαιτεί κορυφαίους ερμηνευτές στους βασικούς ρόλους.
Έχει να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο τριάντα χρόνια, από το καλοκαίρι του 1982. Την Oρχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός, ενώ την σκηνοθεσία, τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς έχει αναλάβει ο «μάγος της όπερας», Ιταλός σκηνοθέτης Στέφανο Πόντα.
Στον Τροβατόρε, όλα διαδραματίζονται ανάμεσα στη φωτιά και στο φεγγαρόφωτο, ανάμεσα στη φλόγα του πάθους που καίει στα σωθικά και των τεσσάρων βασικών χαρακτήρων και στο ψυχρό φως του φεγγαριού, που φωτίζει ακραίες καταστάσεις.
Κείμενο και μουσική μοιάζουν με σύνοψη των στερεοτύπων του είδους. Η υπόθεση, γεμάτη απρόσμενες ανατροπές, περιλαμβάνει δύο αδέλφια, τα οποία δεν γνωρίζουν την συγγένειά τους και εμφανίζονται ερωτευμένα με την ίδια γυναίκα. Πρόσωπο κλειδί είναι μία Τσιγγάνα, που έριξε στη φωτιά ένα παιδί προκειμένου να εκδικηθεί για τον άδικο θάνατο της μητέρας της: από λάθος ήταν το δικό της. Τσιγγάνοι και καλόγριες, κόμητες και τροβαδούροι είναι τα πρόσωπα ενός έργου που διαδραματίζεται στην Ισπανία, τόπο συνάντησης διαφορετικών φυλών, χώρα στην οποία η Ευρώπη του Διαφωτισμού επιτρέπει στον εαυτό της να φαντασιωθεί τα ασίγαστα πάθη «ξένων» πολιτισμών.
Και η μουσική; Όλα περικλείονται σε αυτήν, τόσο τα συναισθήματα όσο και η δράση. Η φωνητική γραφή κάθε χαρακτήρα της όπερας αποκαλύπτει εύγλωττα την ταυτότητά του. Οι εκστατικές μελωδίες της Λεονόρας μιλούν για υψιπετή ιδανικά, που δεν της επιτρέπουν να πετύχει τον στόχο, παρά την μεγάλη της θυσία. Στον αντίποδα, οι κοφτές φράσεις μιάς γήινης γυναικείας φωνής μεσοφώνου προσδιορίζουν την ταραγμένη κατάσταση της Τσιγγάνας. Πλατιές μελωδίες μιλούν για την ευγενή καταγωγή ενός κόμη, στον οποίο ο Βέρντι δίνει φωνή βαρύτονου, ώριμου άνδρα που γνωρίζει πώς να επιτυγχάνει τον σκοπό του. Ο ίδιος ο τροβαδούρος, ποιητής και πολεμιστής, ιδεαλιστής και ήρωας, εραστής και γιός, εκφράζεται μέσα από τη φωνή του λυρικοδραματικού τενόρου.
Τέσσερις ρόλοι, τέσσερα φωνητικά στερεότυπα: όλο το δράμα βρίσκεται στην διαπλοκή τους. Η μελωδική έμπνευση του Βέρντι εμφανίζεται στο απόγειό της, η ενστικτώδης δύναμη της μουσικής του ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερη. Καθεμία από τις άριες αποτελεί υπόδειγμα μέγιστης αξιοποίησης παλαιότερων μορφών. Κάθε συνάντηση δύο ή τριών προσώπων χαρακτηρίζεται από απαράμιλλη ορμή και ευρηματικότητα.
Στην νέα παραγωγή της Λυρικής πρωταγωνιστούν μονωδοί διεθνούς επιπέδου. Στον ρόλο του Κόμη Ντι Λούνα ο Δημήτρης Πλατανιάς, ο οποίος πριν λίγες εβδομάδες, αποθεώθηκε στην Royal Opera (Κόβεντ Γκάρντεν) του Λονδίνου ερμηνεύοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Ριγολέττο. Την Λεονόρα ερμηνεύει η Ιάνο Τάμαρ η οποία έχει κάνει εμφανίσεις στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα της Ευρώπης, όπως μεταξύ άλλων το Κόβεντ Γκάρντεν, η Όπερα της Βιέννης, η Όπερα της Λυών και η Σκάλα του Μιλάνου, όπου συνεργάστηκε με τον Ρικάρντο Μούτι. Στον ρόλο της Ατσουτσένα η Μαριάννα Πεντσέβα, η πρωταγωνίστρια της Σκάλας του Μιλάνου η οποία έχει συνεργαστεί με τους κορυφαίους μαέστρους της εποχής μας – μεταξύ άλλων με τον Αντόνιο Παππάνο, Ρικάρντο Μούτι και τον Ντάνιελ Όρεν, ερμηνεύοντας τους κορυφαίους ρόλους της όπερας στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου – μεταξύ άλλων στο Ρεάλ της Μαδρίτης, στην Αρένα της Βερόνας και το Κόβεντ Γκάρντεν. Τον Μανρίκο ερμηνεύει ο τενόρος Βάλτερ Φρακκάρο, ο οποίος έχει στο βιογραφικό του εμφανίσεις, μεταξύ άλλων, στην Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, τη Σκάλα του Μιλάνου, την Όπερα του Μονάχου και την Αρένα της Βερόνας και ο οποίος μάλιστα έχει ερμηνεύσει πρόσφατα αυτόν τον ρόλο στο Τόκυο και την Νίκαια της Γαλλίας.
Στην δεύτερη διανομή πρωταγωνιστούν ο διακεκριμένος Ιταλός βαρύτονος Βιττόριο Βιτέλλι, η ανερχόμενη Τσέλια Κοστέα, που απέσπασε εξαιρετικά σχόλια ως Μαργαρίτα στον πρόσφατο Φάουστ της ΕΛΣ, η διαπρεπής Αμερικανίδα μέτζο σοπράνο Τιτσίνα Βων και ο βραβευμένος Κορεάτης τενόρος Ρούντυ Πάρκ.
Όχι τυχαία, σε λιγότερο από μία δεκαετία, η όπερα κατέκτησε την υφήλιο. «Είτε ταξιδέψεις στην Ινδία είτε στην κεντρική Αφρική, θα ακούσεις τον Τροβατόρε» έγραφε ο Βέρντι το 1862. Μέχρι σήμερα.
Σημείωμα του σκηνοθέτη Στέφανο Πόντα
Στο θέατρο και προπάντων στην όπερα στόχος δεν είναι η εξωτερική ομοιότητα, η αληθοφάνεια, αλλά η αλήθεια. Η δε καλλιτεχνική αλήθεια διαφέρει από αυτήν της πραγματικής ζωής. Το έχει ήδη πει ο Σίλλερ: «Η τραγωδία είναι η ποιητική μίμηση μιας πράξης που διέπεται από την έννοια του συμπάσχειν και ως προς αυτό διαφέρει από την ιστορική πράξη. Θα ήταν ιστορική εάν έθετε έναν ιστορικό σκοπό και όχι έναν ποιητικό στόχο». Ως άθροισμα των τεχνών και όχι ως εγωιστικός διαχωρισμός καθεμίας από αυτές, η όπερα επιτρέπει να συνάξει κανείς σε μία ενιαία, ατέρμονα διάσταση πολλαπλές σκέψεις (ελεύθερες, είτε υπαγορευμένες από την ανάγκη, ηθελημένες, είτε ασυνείδητες), τις οποίες η μουσική περιβάλλει και ταυτόχρονα υποστηρίζει όλες μαζί, κορυφούμενη ενίοτε στην πλήρη εμπειρία του έργου τέχνης. Στην όπερα δεν υπάρχει λόγος, υπάρχει τραγούδι. Τα πρόσωπα δεν έχουν σώμα αλλά χειρονομίες, σκέψεις. Η όπερα είναι μία τέχνη που ξεδιπλώνεται μέσα από σύμβολα.
Σε αυτό το σημείο παρεμβάλλεται η μεγαλοφυΐα του Βέρντι. Ο συνθέτης αυτός διέθετε την ικανότητα να συνοψίσει την δαιδαλώδη και αναληθοφανή πλοκή του Τροβατόρε και να την εξυψώσει σε κάτι θεϊκό, μέσω μιας μουσικής που ήταν ταυτόχρονα δυνατή και ανεξάρτητη. Δεν είναι το λιμπρέτο ή ο λόγος, αλλά η μουσική και η δραματουργία του συνθέτη, οι οποίες κατορθώνουν να προσδώσουν η μία στην άλλη εκείνη την απόλυτη καθολικότητα, που βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία προς την αιώνια ποιότητα ενός χώρου όπως το Ηρώδειο, ενός περιβάλλοντος εξαγνισμένου και καθαγιασμένου από τους αιώνες. Μπροστά σε όλο αυτό, πώς να φτιάξει κανείς ένα σκηνικό; Αντίθετα, ο προτεινόμενος σκηνικός χώρος οφείλει να σεβαστεί το μνημείο και να είναι φυσικός, αρχαϊκός και αρχετυπικός, να μην φιλοξενεί την τραγωδία του χθες ή του σήμερα, μιας γυναίκας ή ενός τροβαδούρου, αλλά την τραγωδία όλης της ανθρωπότητας δίχως πριν ή μετά. Οφείλει να υποβάλλει την αίσθηση ότι η δράση εκτυλίσσεται σαν μέσα σε μια λήθη, στην οποία μόνον η μουσική μπορεί να μας μεταφέρει, ή σαν μέσα σε μία κατοικία όπου ξαναβρίσκεται κανείς πολλά χρόνια αφότου είχε φύγει: τα στοιχεία και οι ημερομηνίες επιστρέφουν στη μνήμη όλα μαζί, σε μία ενιαία, συνολική ανάμνηση που τα περιλαμβάνει όλα, χωρίς τον τακτικό κατακερματισμό που είναι απαραίτητος σε μία αφήγηση. Ακόμα και τα κοστούμια δεν αποτελούν διάκοσμο αλλά προέκταση μίας εσωτερικής αισθητικής, μία διασπασμένη έκφραση ωραίων και χαμένων πόθων. Η κίνηση θα είναι μία μη-κίνηση, η ανάμνηση μίας κίνησης σε μία σκηνική παρουσία πιο κοντινή στο όνειρο παρά στην ζωή σε εγρήγορση.
Ένα θέαμα ούτε σύγχρονο, ούτε συμβατικό αλλά «αρχαίο», στο οποίο το σύμβολο προσφέρεται σαν ένα είδος οπτικού εργαλείου, μέσω του οποίου αυτοί που βλέπουν και ακούν να βλέπουν και να ακούν την ιστορία της ίδιας της ψυχής, μέσα στο «Μιζερέρε» του πολιτισμού των λέξεων και των σπαταλημένων εικόνων, όπου ο Έρως θεωρείται ελεύθερος και ο Θάνατος απόμακρος.
Το έργο / Όπερα σε τέσσερα μέρη, ο Τροβαδούρος βασίζεται σε ποιητικό κείμενο του Σαλβαντόρε Καμμαράνο με προσθήκες του Λεόνε Εμανουέλε Μπαρντάρε, αντλεί δε από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Αντόνιο Γκαρθία Γκουτιέρρεθ. Μεγαλύτερη σημασία από τις λεπτομέρειες της υπόθεσης έχουν τα έντονα συναισθήματα που αναπτύσσονται ανάμεσα στην τσιγγάνα Ατσουτσένα, τον Μανρίκο, δηλαδή τον τροβαδούρο του τίτλου, ο οποίος πιστεύει ότι είναι γιός της, την αγαπημένη του Λεονόρα και τον κόμη Ντι Λούνα ερωτικό αντίζηλο αλλά και αδελφό του Μανρίκο· τη συγγένεια αυτή γνωρίζει μόνο η Ατσουτσένα, η οποία την αποκαλύπτει στο τέλος του έργου. Βασικός μοχλός της δράσης είναι το συναίσθημα εκδίκησης της τσιγγάνας για τον άδικο θάνατο της μάνας της, γεγονός που προηγείται της πλοκής της όπερας.
Ο συνθέτης / Ο Τζουζέππε Βέρντι, ο διασημότερος συνθέτης του ιταλικού ρομαντισμού, γεννήθηκε στο Λε Ρόνκολε της βόρειας Ιταλίας το 1813 και πέθανε στο Μιλάνο το 1901. Σπούδασε μουσική στο επαρχιακό Μπουσσέτο και στη συνέχεια στο Μιλάνο. Τα πρώτα του έργα γράφηκαν μέσα στο επαναστατικό κλίμα της εποχής, απηχώντας ιδεολογικά τον αγώνα για την απελευθέρωση των ιταλικών κρατιδίων από τους Αυστριακούς και την ενοποίησή τους σε κυρίαρχη χώρα. Η ενασχόληση του Βέρντι με την πολιτική τον ανέδειξε σε εθνικό σύμβολο. Ως ακροστιχίδα το σύνθημα Viva Verdi σήμαινε Ζήτω ο Βίκτωρ Εμμανουήλ βασιλιάς της Ιταλίας – Viva Vittorio Emanuele Re D’ Italia. Το 1861 ο συνθέτης εξελέγη μέλος του πρώτου ιταλικού κοινοβουλίου. Διασημότερες όπερές του είναι οι Ναμπούκκο (1842), Ριγολέττος (1851), Ο τροβαδούρος (1853), Η παραστρατημένη – La traviata (1853), Ο Σικελικός Εσπερινός (1855), Η δύναμη του πεπρωμένου (1862), Αΐντα (1871), Οθέλλος (1887) και Φάλσταφ (1893).
Σύνοψη
Α’ Μέρος: Η μονομαχία / Ισπανία, 15ος αιώνας. Ο Φερράντο, επί κεφαλής του στρατού του κόμη Ντι Λούνα, μιλά για την Ατσουτσένα, μια τσιγγάνα. Η μάνα της είχε καεί στην πυρά είκοσι χρόνια νωρίτερα, επειδή θεωρήθηκε πως είχε μαγέψει ένα από τα παιδιά του κόμη. Για να εκδικηθεί τον θάνατό της, η Ατσουτσένα είχε ρίξει στην φωτιά ένα από τα παιδιά του ντι Λούνα.
Πριν τον εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται στην Ισπανία, ένας ιππότης είχε κερδίσει την αγάπη της Λεονόρας. Από τότε εμφανίζεται στην αγαπημένη του ως τροβαδούρος. Αυτό το βράδυ όμως στον κήπο της Λεονόρας βρίσκεται ένας ακόμα θαυμαστής της, ο νέος κόμης Ντι Λούνα. Μέσα το σκοτάδι η Λεονόρα θεωρεί ότι αυτός είναι ο αγαπημένος της και πέφτει στην αγκαλιά του. Ο τροβαδούρος αποκαλύπτεται και ο κόμης ανακαλύπτει την ταυτότητα του αντιζήλου του, που δεν είναι άλλος από τον επαναστάτη Μανρίκο, αντίπαλό του στον εμφύλιο. Οι δύο άνδρες μονομαχούν.
Β’ Μέρος: Η τσιγγάνα / Ο Μανρίκο νίκησε τον Ντι Λούνα στη μονομαχία, μα του χάρισε τη ζωή. Η Ατσουτσένα, που όπως πιστεύει ο Μανρίκο, είναι μητέρα του, περιποιείται τα τραύματά του από τον εμφύλιο. Τραγουδά μία μπαλάντα για την ιστορία της μητέρας της. Αναφέρει πως τότε, μέσα στην σύγχυσή της, αντί να ρίξει στην φωτιά το παιδί του ντι Λούνα έριξε κατά λάθος το δικό της. Στην συνέχεια βεβαιώνει τον αναστατωμένο Μανρίκο, πως δεν έγινε έτσι, και πως αυτός είναι ο γιος της. Μόλις πληροφορείται ότι η Λεονόρα, θεωρώντας τον νεκρό, θέλει να κλειστεί σε μοναστήρι, ο Μανρίκο σπεύδει να την συναντήσει.
Τα νέα για την Λεονόρα έχει πληροφορηθεί και ο Ντι Λούνα, που θέλει να την απαγάγει. Όμως, στο μοναστήρι τον προλαβαίνει ο Μανρίκο, που αλλάζει τα σχέδιά του.
Γ’ Μέρος: Ο γιος της τσιγγάνας / Έτοιμος να επιτεθεί στο φρούριο του Μανρίκο, ο Ντι Λούνα αποφασίζει πως μεγαλύτερο μαρτύριο για τον αντίπαλό του θα είναι να κάψει την Ατσουτσένα, την οποία στο μεταξύ έχει συλλάβει.
Την στιγμή που ο Μανρίκο αποφασίζει να νυμφευτεί την Λεονόρα μαθαίνει πως έξω από το κάστρο οι εχθροί ετοιμάζονται να κάψουν την μητέρα του. Σπεύδει να την σώσει.
Δ’ Μέρος: Η εκτέλεση / Αποφασισμένη να σώσει τον Μανρίκο, ο οποίος μετά την μάχη βρίσκεται φυλακισμένος μαζί με την Ατσουτσένα, η Λεονόρα φθάνει στο κάστρο του Ντι Λούνα. Ακούει την φωνή του αγαπημένου της ταυτόχρονα με πένθιμες ψαλμωδίες. Συμφωνεί με τον κόμη να του δοθεί η ίδια, με αντάλλαγμα την ζωή του αγαπημένου της· ταυτόχρονα αποφασίζει να πάρει δηλητήριο, ώστε να μην πραγματοποιήσει ποτέ την υπόσχεσή της.
Στη φυλακή η Λεονόρα ανακοινώνει η ίδια στο Μανρίκο ότι είναι ελεύθερος. Αντιλαμβανόμενος το τίμημα που έχει προσφέρει στον εχθρό του, εκείνος την αποκρούει. Όταν την βλέπει να σβήνει στα πόδια του, έχει τύψεις. Προδομένος, ο Ντι Λούνα ορίζει να καεί αμέσως Μανρίκο, και υποχρεώνει την Ατσουτσένα να παρακολουθήσει. Την ώρα που ο τροβαδούρος πεθαίνει, η τσιγγάνα αποκαλύπτει στον Ντι Λούνα πως έκαψε τον ίδιο του τον αδελφό και πως εκείνη πήρε επιτέλους εκδίκηση για τον θάνατο της μάνας της.
Μουσική διεύθυνση Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία – σκηνικά – κοστούμια – φωτισμοί Στέφανο Πόντα
Διεύθυνση χορωδίας Αγαθάγγελος Γεωργακάτος – Άντον Τρέμμελ
Διανομή:
Κόμης Ντι Λούνα Δημήτρης Πλατανιάς (10, 12, 14/06) – Βιττόριο Βιτέλλι (13/06)
Λεονόρα Ιάνο Τάμαρ (10, 13/06) – Τσέλια Κοστέα (12, 14/06)
Ατσουτσένα Μαριάννα Πεντσέβα (10, 13/06) – Τιτσίνα Βων (12, 14/06)
Μανρίκο Βάλτερ Φρακκάρο (10, 13/06), Ρούντυ Παρκ (12, 14/06)
Φερράντο Δημήτρης Καβράκος
Ινές Γιούλη Καραγκούνη
Ρουίθ Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος
Ένας γέρος τσιγγάνος Θεόδωρος Μωραΐτης
Ένας αγγελιαφόρος Χαράλαμπος Βελισσάριος
Συμμετέχει η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ
Έναρξη προπώλησης εισιτηρίων: 21 Μαϊου
Από τα Ταμεία τoυ ΘΕΑΤΡΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑ, Ακαδημίας 59-61, Αθήνα. Καθημερινά 9.00–21.00
Τηλ. πωλήσεις 210 3662 100, 210 3612 461, 210 3643 725
Από τα ταμεία του Φεστιβάλ Αθηνών, Πανεπιστημίου 39, 105 64 Αθήνα
Δευτέρα-Παρασκευή 9.00–17.00, Σάββατο 9.00–15.00, Τηλ. 210 3272 000
Ηλεκτρονική προπώληση www.greekfestival.gr