Δύο ευγενείς από τη Βερόνα του Shakespeare- Κωμωδία… παραλίγο τραγωδία
Πολλές από τις κωμωδίες του Shakespeare έχουν υποθέσεις που λίγο διαφέρουν από αυτές των τραγωδιών. Το μόνο που αλλάζει, στην ουσία, είναι ότι οι κωμωδίες έχουν happy end. Τα ίδια φαινόμενα, η προδοσία, οι παρεξηγήσεις, ο φθόνος, ο έρωτας που φέρνει μεγάλο πόνο, οι συγκρούσεις, υπάρχουν σε πολλές σαιξπηρικές κωμωδίες, αλλά δεν οδηγούν σε τραγικό τέλος τους ήρωες. Κάτι γίνεται στο τέλος και υπάρχει συμφιλίωση ή αποκατάσταση της δικαιοσύνης και όλοι χωρίζουν χαρούμενοι.
Αυτό πάνω- κάτω συμβαίνει και στην κωμωδία “Δύο ευγενείς από τη Βερόνα” στο KNOT Gallery σε σκηνοθεσία του συγγραφέα και σκηνοθέτη Βασίλη Μαυρογεωργίου. Η φιλία δύο ανδρών (ευγενών) του Πρωτέα και του Βαλεντίνου δοκιμάζεται από τον έρωτα για την ίδια γυναίκα, την Σίλβια. Ο Πρωτέας μάλιστα είχε τάξει την καρδιά του σε μία άλλη κοπελιά, την Τζούλια, η οποία, μεταμφιεσμένη σε μηχανόβιο άντρα (εύρημα του σκηνοθέτη αυτό, για να εκσυγχρονίσει το έργο) βλέπει τον αγαπημένο της να εκφράζει τον έρωτά του σε μία άλλη γυναίκα. Η ίδια ακριβώς σκηνή, με αντίστροφους ρόλους υπάρχει στον Τρωίλο και Χρυσηίδα, όπου αυτή τη φορά ο Τρωίλος βλέπει την Χρυσηίδα να ενδίδει στον έρωτα ενός άλλου ανδρός. Ο Τρωίλος και Χρυσηίδα είναι ενδιάμεσο- κωμωδία και τραγωδία μαζί, ενώ έχει τραγικό φινάλε. Κι αυτό είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα ότι (όπως προείπα) οι υποθέσεις στις κωμωδίες και τις τραγωδίες του Shakespeare παρουσιάζουν μεγάλες αναλογίες.
Οι “Δυο ευγενείς από τη Βερόνα” πάντως είναι καθαρόαιμη κωμωδία και το τέλος, παρά το ότι πλησιάζει σε ένα τραγικό αποτέλεσμα, οδηγείται τελικά στην συμφιλίωση των δύο αντρών και σε έναν ύμνο για τη φιλία και τον έρωτα. Ο καθένας πάει με αυτήν που θα έπρεπε να πάει και οι γονείς δεν δημιουργούν προβλήματα- παρά τις αρχικές τους αντιρρήσεις- στο να δημιουργηθούν τα… “σωστά” ζευγαρώματα. Το κείμενο παρουσιάζει μεγάλη ζωντάνια και οι χαρακτήρες βιώνουν πολύ έντονα πάθη, ενώ οι καταστάσεις που δημιουργούνται διαρκώς κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Ο σκηνοθέτης Μαυρογεωργίου θυμήθηκε ότι η Βερόνα τη δεκαετία του 80 πήρε πρωτάθλημα στην Ιταλία και από αυτό ξεκινάει την παράστασή του. Οι ήρωες πανηγυρίζουν το πρωτάθλημα που πήγε στην πόλη τους και μετά τρέχουν στο Μιλάνο για να ζήσουν τα πάθη τους. Η μουσική, το ντύσιμο, η αισθητική παραπέμπουν έντονα σε 80”s, σε τέτοιο βαθμό που οι περούκες και το ενδυματολογικό να θυμίζουν ελληνικές βιντεοταινίες εκείνης της περιόδου.
Η μουσική ήταν μελό 80’s, χιτάκια, που τα τραγουδούν ως επί το πλείστον κακόηχα οι ηθοποιοί. Αυτό γιατί οι μπαλάντες μπορεί να είναι πολύ ποπ, άρα να απευθύνονται σε μαζικό κοινό και από μία άποψη “να ανήκουν” σε όλους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι μπορούν να τις τραγουδήσουν. Κι επίσης, όταν δεν έχει γίνει η κατάλληλη προετοιμασία, το φάλτσο δύσκολα αποφεύγεται.
Το εύρημα αποστασιοποίησης του Μαυρογεωργίου, στο οποίο οι ηθοποιοί ανταλλάζουν ρόλους και κουστούμια, μου άφησε ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μία εμφάνιζε ρωγμές στο χτίσιμο των ρόλων- καθώς ο ηθοποιός που αναλάμβανε να στήσει ένα ρόλο, μετά πήγαινε σε έναν άλλο και μετά σε άλλο και μετά πάλι στον πρώτο. Έτσι όλοι οι χαρακτήρες του έργου γίνονται απλές πιθανότητες, θα μπορούσαμε όλοι να είμαστε ο ένας ή ο άλλος χαρακτήρας και μόνο το τυχαίο καθορίζει ποιοι είμαστε κάθε φορά. Ίσως όμως να εκφράζει μία φιλοσοφική άποψη του σκηνοθέτη, όχι μόνο για το θέατρο, αλλά και για τη ζωή.
Παρ’ όλ’ αυτά, στην παράσταση του Μαυρογεωργίου αυτή η τυχαιότητα είναι μάλλον εικονική, υπό την έννοια ότι δεν κληρώνονται οι ρόλοι και τα κομμάτια από τους ρόλους, που θα ερμηνεύσει ο κάθε ηθοποιός, αλλά τα έχει επιλέξει κάποια στιγμή ο σκηνοθέτης, με κριτήρια που αγνοούμε, αλλά σίγουρα υπερβαίνουν τους κανόνες της τυχαιότητας. Έτσι γίνεται ένα απλό σκηνοθετικό παιχνίδι και όχι κάτι βαθύτερο.
Οι ερμηνείες, ίσως και λόγω αυτής της διαρκούς ανταλλαγής ρόλων, δεν είναι τελείως δεμένες και δεν είναι όλες το ίδιο καλές. Καλύτερη -κατά τη γνώμη μου- ήταν η Κατερίνα Μαυρογεώργη, ενώ και η Μαρία Φιλίνη κινήθηκε σε σταθερά καλό επίπεδο. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί εμφάνισαν μάλλον άνισες ερμηνείες.
Συνολικά, πρόκειται για μία παράσταση νεανική, με ζωντάνια και με έξυπνες ιδέες. Είναι μία κωμωδία που πετυχαίνει κάτι δύσκολο, δηλαδή να φέρει το χιούμορ του Shakespeare στο σήμερα- και μάλιστα μέσω της αισθητικής των 80’s. Από την άλλη, οι περισσότερες ερμηνείες είναι κάπως αδούλευτες και σε αρκετά σημεία της παράστασης το αισθητικό αποτέλεσμα δείχνει φτωχό.
Γιώργος Σμυρνής