Μουσική και πολιτική: τα κλισέ των κομματικών playlists
Τον τελευταίο καιρό εδώ στο monopoli.gr και το reporter.gr, ζούμε την προεκλογική περίοδο εκτός από δημοσιογραφικά, και… καλλιτεχνικά, καθώς τα περίπτερα που έχουν στήσει κάποια κόμματα στα Προπύλαια, φροντίζουν να κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους, με τον καθιερωμένο θορυβώδη τρόπο, δηλαδή με μουσικές που ακούγονται από τα μεγάφωνά τους. Μπορούν άραγε ο Manu Chao και ο Bob Marley να προσελκύσουν ψηφοφόρους στα περίπτερα των κομμάτων; Και ποια σημασιολογική βαρύτητα έχει η επιλογή κάποιων συγκεκριμένων κομματιών και όχι κάποιων άλλων;από την Αργυρώ ΣταυρίδηΡεπορτάζ: Νίκος Γιακουμέλος, Νίκος Χρόνης Ρεπορτάζ: Νίκος Γιακουμέλος, Νίκος Χρόνης
Η Premium, η ιδιοκτήτρια εταιρεία του reporter.gr και του monopoli.gr, είχε ανέκαθεν τα γραφεία της στην «καρδιά» της Αθήνας: πρώτα στην οδό Αμερικής, μετά στη Δραγατσανίου, πάνω από την Πλατεία Κλαυθμώνος, και τώρα στην Ιπποκράτους, δίπλα από τα Προπύλαια. Έτσι, τόσο οι παλαιότεροι όσο και οι νεότεροι εργαζόμενοι στην εταιρεία, ζούμε «από πρώτο χέρι» κάθε μικρό ή μεγάλο γεγονός που αναστατώνει την Αθήνα: από τις πορείες και την επίσκεψη του Μπιλ Κλίντον μετά της οικογενείας, για χάρη της οποίας όλη η πόλη από το αεροδρόμιο ως το Σύνταγμα ήταν αποκλεισμένη, μέχρι τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, και τον «αγανακτισμένο ξεσηκωμό». Αν μη τι άλλο, μπορούμε να λέμε ότι βρισκόμαστε στην «καρδιά της πόλης» και των γεγονότων, μαζί με κάθε «ταλαίπωρο» Αθηναίο που είναι αναγκασμένος να κατεβαίνει καθημερινά στο κέντρο!
Στη «ζωντάνια» του κέντρου έχουν συμβάλει και οι δύο τελευταίες προεκλογικές περίοδοι, που διαφέρουν κατά πολύ από τα «περασμένα μεγαλεία», αφού τα παραδοσιακά κοινοβουλευτικά κόμματα δεν τολμούν να «ανοιχτούν» πολύ, φοβούμενα τη γενική κατακραυγή που εκφράζεται ποικιλοτρόπως σε κάθε παρουσία τους, είτε αυτή υφίσταται μέσω φυσικών εκπροσώπων τους είτε μέσω κάποιας εγκατάστασης. Από την άλλη πλευρά, από τα μικρότερα κόμματα που ξεφύτρωσαν σαν τα στρουμφάκια μετά την «κατάρρευση» των παραδοσιακών «μεγάλων», λίγα είναι εκείνα που έχουν «επαγγελματική» κομματική οργάνωση στα περίπτερά τους, αφού, νεόκοπα καθώς είναι, ή απλά «φτωχά», δεν είχαν τον απαραίτητο χρόνο ή τους απαιτούμενους πόρους για κάτι παραπάνω. Αλλά και να τα είχαν, οι εποχές δεν ενδείκνυνται για προκλητικά φρου φρου κι αρώματα. Ακόμα και το ΚΚΕ, που με τα φεστιβάλ του αλλά και ιστορικά έχει συνδέσει άλλοτε χαλαρά και άλλοτε πιο στενά το όνομά του με πολλούς καλλιτέχνες, αυτή τη φορά δεν έχει “dj” στο κεντρικό του περίπτερο στην Ομόνοια.
Δεδομένων λοιπόν όλων των παραπάνω, και όπως διαπιστώσαμε από ένα μίνι ρεπορτάζ σε κεντρικά σημεία της πόλης, την ηχητική κατάληψη του δημόσιου χώρου αναλαμβάνουν τώρα κυρίως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α και η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Αυτό, για εμάς τους εργαζόμενους που δουλεύουμε πολύ κοντά στα Προπύλαια, σημαίνει ότι ακούμε καθημερινά στο repeat τα άπαντα του Manu Chao και του Bob Marley, το Imagine, το The Wall, το Knockin’ on heaven’s door κ.ά. αναμενόμενα που ανακυκλώνονται ανά εικοσάλεπτο, κάτι που δεν είναι πολύ ευεργετικό για τ’ αφτάκια και τα νευράκια μας που γίνονται κουρελάκια, ωστόσο τα ίδια τα κόμματα προφανώς το θεωρούν ευεργετικό για την προεκλογική τους εκστρατεία και την προσέλκυση ψηφοφόρων. Επισκεφθήκαμε λοιπόν τα περίπτερά τους για να πάρουμε μία πιο ολοκληρωμένη ιδέα για τις μουσικές επιλογές τους, έχοντας βέβαια κατά νου όχι τόσο τη δική μας 8ωρη (και βάλε) ακουστική εμπειρία, αλλά το τι εισπράττει ο κάθε περαστικός που εκτίθεται για 1-2 λεπτά σε αυτή τη δυνατή μουσική…
Στο περίπτερο του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., οι επιλογές κινούνται σε reggae, ethnic και classic rock μονοπάτια, μαζί με γνώριμα «εργατικά» τραγούδια όπως το “Bella ciao”, με τη διαφορά ότι δεν έχουν επιλεγεί οι αυθεντικές ηχογραφήσεις, αλλά πιο σύγχρονες διασκευές, κυρίως από καλλιτέχνες ή συγκροτήματα του Ευρωπαϊκού Νότου, και πιο συγκεκριμένα, από μέλη των PIGS (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία – τυχαία άραγε…;). Μεγάλο μέρος του «προγράμματος» κατέχουν και σποτάκια με τις θέσεις του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., όπως και αποσπάσματα από ομιλίες τού Αλέξη Τσίπρα. H επιλογή των τραγουδιών έχει γίνει από τους ανθρώπους που στελεχώνουν το περίπτερο, στην πλειοψηφία τους μέλη της νεολαίας του Συνασπισμού.
Από το παραδιπλανό περίπτερο της ΑΝΤικαπιταλιστικής Αριστερής ΣΥνεργασίας για την Ανατροπή (ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.), ακούγονται πιο rock, hip hop και «επιθετικές» μουσικές. Κλασικά εργατικά τραγούδια (βλ. και πάλι “Βella ciao”) έχουν και εδώ τον ρόλο τους. Επίσης μαζί με τα τραγούδια εκφωνούνται οι θέσεις της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. από τους νέους που στελεχώνουν το περίπτερο αλλά και ομιλίες του Λουκά Παπαδήμου και του Γιώργου Παπανδρέου, φυσικά ως αρνητικές αναφορές. Καλλιτέχνες που προτιμώνται, είναι οι Rage Against The Machine, Iggy Pop, Manu Chao, Active Member.
Οι αντιδράσεις που παρατηρήσαμε εκ μέρους των περαστικών, είναι κυρίως γύρισμα του κεφαλιού και οπτικός εντοπισμός των περιπτέρων. Από κει και πέρα όμως, και για όση ώρα παρατηρούσαμε, ελάχιστοι άλλαξαν τον δρόμο τους επειδή άκουσαν την μουσική και είδαν τα περίπτερα, προκειμένου να ζητήσουν περαιτέρω ενημέρωση. Συνεπώς, αν και αρχικά επιτυγχάνεται ο στόχος να γίνει αισθητή η παρουσία των περιπτέρων, στη συνέχεια μάλλον ο θόρυβος που προκαλείται, δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα.
Ο Νίκος Γιακουμέλος και ο Νίκος Χρόνης, που έκαναν το ρεπορτάζ, θυμούνται χαρακτηριστικά την πριν από μερικά χρόνια τεράστια εγκατάσταση της Νέας Δημοκρατίας στο Σύνταγμα από το οποίο περνούσαν καθημερινά, με τις συνθέσεις του Σταμάτη Σπανουδάκη που «έντυναν» τα πολιτικά μηνύματα του κόμματος, ενώ μία από τις δικές μου νηπιακές αναμνήσεις από τη δεκαετία του ’80, είναι οι συγκεντρώσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην Πολυτεχνειούπολη του Ζωγράφου, περιοχή όπου έμενα τότε, με τους γνωστούς «ύμνους» που τις συνόδευαν, που σε μεγαλύτερη ηλικία θα μάθαινα ότι ανήκαν στον Μάνο Λοΐζο, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Γιώργο Νταλάρα.
Προσωπικά ποτέ δεν έβλεπα με καλό μάτι τον τρόπο (και όχι τη χρήση αυτή καθαυτή) με τον οποίο χρησιμοποιεί την μουσική και γενικότερα τον πολιτισμό η εγχώρια κομματική σκηνή, τουλάχιστον τα χρόνια κατά τα οποία παρακολουθώ τα πολιτικά πράγματα και μπορώ να διαμορφώνω άποψη. Η τέχνη φυσικά έχει πολιτική διάσταση εξ ορισμού, και η πολιτική οφείλει να υπηρετεί την τέχνη ως ύψιστο ανθρώπινο αγαθό. Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι μερικές φορές τέτοιου είδους κλισέ, όπως αυτά των μουσικών που επιλέγονται για να «ντύσουν» μια ομιλία ή προεκλογική εκστρατεία, τελικά λειτουργούν -όχι εσκεμμένα βέβαια, θέλω να πιστεύω- και ως υποκατάστατα για την έλλειψη ουσιώδους και πραγματικά φιλολαϊκού πολιτικού λόγου με ρεαλιστικές προτάσεις και σύγχρονη προοπτική, έτσι όπως ακριβώς ο Παπακαλιάτης χρησιμοποιεί διαφορετικά τραγούδια σε κάθε σκηνή, όταν δηλαδή το σενάριο και η σκηνοθεσία δεν είναι αρκετά για να προσδώσουν δραματουργικό βάθος και «ατμόσφαιρα» στις τηλεοπτικές σειρές του, και χρειάζεται κάτι εξωγενές για να καλύψει αυτό το κενό.
Κατά τη γνώμη μου τα κόμματα και ο καθένας έχει κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιεί κατά το δοκούν τέτοια πνευματικά έργα, γιατί, ποιος μπορεί να έχει την καθολική δικαιοδοσία να κρίνει πού, πώς, και από ποιον «επιτρέπεται» να χρησιμοποιείται ένα καλλιτέχνημα και αν αυτό ταιριάζει με τις θέσεις και τα μηνύματα αυτού που τα αναπαράγει; Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μία ακόμα πράξη αυταρχισμού. Εναπόκειται στον κάθε παραλήπτη του μηνύματος να κρίνει αν η χρήση που γίνεται είναι εύστοχη, σέβεται ή συμφωνεί με το πνεύμα της δημιουργίας και του δημιουργού. Όση σχέση έχουν π.χ. οι «αιθέριες» συνθέσεις του Σπανουδάκη ή το “Imagine” με το ξύλο που πέφτει καμιά φορά σε φοιτητικές συνελεύσεις με την παρουσία κομματικών νεολαιών, άλλη τόση έχουν τα έργα του Ελύτη με τα έργα και τις ημέρες ενός κόμματος που πέρασε από την κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, όποιο κι αν ήταν αυτό (αν και όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, η μουσική επένδυση ενός βίντεο από μια τέτοια σύρραξη με αυτά τα κομμάτια, θα αποτελούσε τον απόλυτο κωμικοτραγικό συνδυασμό). Συμφωνώ λοιπόν με τη διαμαρτυρία της κόρης τού Μάνου Λοΐζου, Μυρσίνης, και της συντρόφου τού Οδυσσέα Ελύτη, Ιουλίτας Ηλιοπούλου, αναφορικά με τη χρησιμοποίηση έργων των δύο σπουδαίων προσωπικοτήτων με τις οποίες σχετίζονται οι ίδιες, από ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ. αντίστοιχα, ωστόσο διαφωνώ με την όποια νοοτροπία «απαγόρευσης», από την στιγμή που δεν τίθεται νομικό θέμα πνευματικών δικαιωμάτων.
Τα κλισέ ταύτισης κάποιων καλλιτεχνών ή τραγουδιών με ειδικότερες ή γενικότερες ιδεολογίες, υπήρχαν πάντα. Κάποιες φορές και με την «συναίνεση» των ίδιων των καλλιτεχνών, που σε ορισμένες περιπτώσεις παρεχόταν και μέσα από τη στάση και τις πολιτικές τους θέσεις ή δράσεις. Κάποιες άλλες φορές η ταύτιση προκύπτει με εντελώς αυθαίρετο τρόπο ή από ένα τυχαίο γεγονός. Παρόλ’ αυτά, δεν μπορώ να μην σημειώσω πως η «αρτηριοσκλήρυνση» των παραδοσιακών ελληνικών κομμάτων και των παλαιοκομματικών ιδεολογιών φαίνεται ακόμα και σε αυτή την -απειροελάχιστη έστω- λεπτομέρεια. Γιατί δεν γίνεται η μουσική «αντιπροσώπευση» ενός κόμματος ή πολιτικών ρευμάτων να εξαντλείται εδώ και χρόνια στα ίδια 5-6 κομμάτια (ή καλλιτέχνες) που έχουν «επιβληθεί» από συνήθεια ή από «κομματική γραμμή», όσο «ιστορικά» κι αν θεωρούνται αυτά. Αν το ζήτημα ήταν η αναγνωρισιμότητα των κομματιών από μια μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος με στόχο την στρέψη της προσοχής στις θέσεις των κομμάτων, τότε αυτός ο στόχος μάλλον δεν επιτυγχάνεται στην πράξη, όπως διαπιστώσαμε, και ούτως ή άλλως είναι αρκετά φιλόδοξο -έως και χαζό- να περιμένεις ότι θα προσελκύσεις ψηφοφόρους με αυτό τον τρόπο, ή αντι-πολιτικό να αρκείσαι σε μια τέτοια επιφανειακή προσέγγιση. Αν πάλι το ζήτημα είναι η ταύτιση με κάποιους καλλιτέχνες/τραγούδια και η διαμόρφωση μιας πολιτικο-καλλιτεχνικής ταυτότητας για κάθε κόμμα, τότε μάλλον τα περισσότερα κόμματα συντονίζονται με την εποχή μας μόνο σε ό,τι αφορά στην μόδα του vintage, επιμένοντας σε μουσικές άλλων δεκαετιών. Ούτε πιστεύω πως θα βρισκόταν κόμμα που θα αρνούνταν την ψήφο ενός “σκυλά” ή ενός “μεταλλά” επειδή τα γούστα του ίσως δεν συνάδουν με τα “καλλιτεχνικά γούστα” του κόμματος!
Εννοείται πως είναι καλό κάθε ευαισθητοποιημένος πολίτης να γνωρίζει τον ρόλο που έπαιξε και παίζει η τέχνη σε πολιτικά κινήματα. Όμως οι πολιτικοί σχηματισμοί οφείλουν να ανανεώνονται και να διαθέτουν ευρύτητα πνεύματος και ακονισμένα αντανακλαστικά, ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών, ακόμα και αναφορικά με το επικοινωνιακό/αισθητικό προφίλ τους, με τα συνθήματα, τις διαφημίσεις, τα λογότυπα, την online παρουσία τους, αρκεί φυσικά να έχουν παράλληλα και μια ολοκληρωμένη και στέρεη πολιτική ιδεολογία, θέσεις και προτάσεις. Εκτός βέβαια αν δεν τα ενδιαφέρει καθόλου αυτός ο τομέας της επικοινωνιακής στρατηγικής. Στην περίπτωση που τα ενδιαφέρει όμως, τότε μάλλον πολλοί θα έπρεπε να αναθεωρήσουν τις τεχνικές προσέγγισης που εφαρμόζουν μέσω της τέχνης και ειδικότερα της μουσικής, και μαζί με τις “κλασικές” αναφορές, να δίνουν χώρο και σε νεότερες καλλιτεχνικές προτάσεις, στο ευρύτερο πλαίσιο της αλλαγής, της δημιουργίας και των ευκαιριών που ευαγγελίζονται. Διαφορετικά, «ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται»… Κυριολεκτικά.
Σημ.: Ναι, το παρακάτω βίντεο είναι πολύ σχετικό…