Δεσποινίς Τζούλια στο Φεστιβάλ Αθηνών: Battle of the sexes!
Πάλη των τάξεων και πάλη των φύλων, στην πιο άγρια μορφή τους. Στον Στρίμπεργκ οι σχέσεις άντρα- γυναίκας αγγίζουν τα όρια της ανθρωποφαγίας. Χαρακτηριστικότατο έργο του η Δεσποινίς Τζούλια, το οποίο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη ανέβηκε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.
H μις Τζούλια (Στεφανία Γουλιώτη), μία κοπέλα με προβληματικό ψυχισμό, που ανατράφηκε σαν αγόρι από μία μητέρα φεμινίστρια (στα όρια του ανήθικου, τουλάχιστον όπως προσεγγίζεται από τον Σουηδό συγγραφέα) του 19ου αιώνα, σε μία οικογένεια, όπου ο κάθε γονιός πάσχιζε πότε να αυτοκτονήσει και πότε να εξοντώσει τον άλλο γονιό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Μις Τζούλια να είναι ημιτελές ον, γεμάτο αντιφάσεις και αδυναμίες. Αυταρχική και εγωίστρια, αλαζονική, αλλά και ευμετάβολη, βρίσκεται μπλεγμένη ανάμεσα σε δύο θεμελιώδεις διεκδικήσεις:
– την εξουσία, ως ανδρικό προνόμιο, στην οποία την ωθεί η “ανδρική” της διαπαιδαγώγηση από τη μητέρα της, αλλά και ως κοινωνικό της προνόμιο, λόγω της αριστοκρατικής της φύσης
– την αγάπη, ως γυναικείο προνόμιο, η οποία μπερδεύεται κάπως με τον ελεύθερο έρωτα (κάνω ό,τι θέλω με όποιον θέλω και λογαριασμό δεν δίνω σε κανέναν).
Το παιχνίδι βέβαια είναι περίπλοκο. Το πρόταγμα της αγάπης έχει την εξουσιαστική του διάσταση, ενώ από την άλλη αποδεικνύεται και η αχίλλειος της αριστοκράτισσας.
Ο άλλος πόλος σε αυτό το δίπολο άνδρα- γυναίκας είναι ο Ζαν (Δ. Λιγνάδης), ο υπηρέτης της μις Τζούλια. Κι αυτός είναι παγιδευμένος στα “διασταυρωμένα πυρά” της ανάγκης για επιβίωση και της φιλοδοξίας. Δουλοπρεπής από τη μία, φιλόδοξος με τάσεις αρχοντοχωριάτη, από την άλλη, κυνικός και ψεύτης, επιχειρεί να αποπλανήσει αυτήν που επιχειρεί να τον αποπλανήσει. Παράλληλα, είναι αρραβωνιασμένος με την Κατρίν, τη μαγείρισσα, μία κοπέλα της σειράς του, με ελάχιστη αίγλη, που δεν του ικανοποιεί ούτε τις φιλοδοξίες, ούτε την αυταρέσκεια.
Ένα κρίσιμο ερώτημα που θέτει τελικά η υπόθεση του έργου είναι: ποιός αποπλανεί ποιόν σε αυτό το έργο. Η προκλητική και σέξι Μις Τζούλια (η Στεφανία Γουλιώτη με καυτό μίνι επιτελεί αυτόν τον ρόλο αποτελεσματικά) ή ο πονηρός γυναικάς υπηρέτης, που την αρχίζει στα παραμύθια, για να την ρίξει στο κρεβάτι; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι το ένα ή το άλλο. Και οι δύο δείχνουν έτοιμοι να αποπλανήσουν και να αποπλανηθούν. Η χημεία των κορμιών τους μοιάζει να έχει αποφασίσει από πριν το … μοιραίο παραστράτημα.
Το άλλο ερώτημα είναι: ποιός έχει το “πάνω χέρι” σε αυτήν την σχέση. Αρχικά φαίνεται να το έχει η μις Τζούλια, λόγω καταγωγής. Μετά την ερωτική τους επαφή, μοιάζει να το παίρνει ο Ζαν. Την ταπεινώνει, την αποκαλεί πόρνη, χάνει κάθε σεβασμό απέναντί της. Η Μις Τζούλια προσπαθεί να επιβληθεί με διαταγές και κραυγές. Αλλά δεν πετυχαίνει. Η σκληρότητα του Ζαν, σε συνδυασμό με την αδυναμία της, τα ταμπού της εποχής, ο ρόλος της γυναίκας, οι δικές της ανασφάλειες, η ανάγκη να αγαπηθεί, όλα αυτά μαζί την συντρίβουν. Η γυναίκα γίνεται υποχείριο του άντρα και οι ρόλοι αλλάζουν. Αυτός που ήταν “από κάτω” την έπεισε ότι πλέον είναι “από πάνω”.
Πόσο ισχύει αυτό; Όχι απόλυτα, ούτε καν πολύ. Τόσο η Κατρίν, όσο και η επιστροφή του πατέρα της Μις Τζούλια, επαναφέρουν στην θέση του τον υπερόπτη Ζαν. Όμως για την Τζούλια δεν υπάρχει επιστροφή. Στο μυαλό της θα είναι πάντα “κάτω από τον υπηρέτη”, ταπεινωμένη και ηθικά ρυπαρή. Το τέλος της πρέπει να είναι ο θάνατος, για να γλιτώσει την ατίμωση. Από την πλευρά του, ο Ζαν θα συνεχίζει να είναι για πάντα ο υποτελής του αριστοκράτη, εγκαταλείποντας τα όνειρα για οικονομική και κοινωνική άνοδο.
Το έργο θεωρείται από τα κορυφαία του Στρίμπεργκ, προκλητικό, ωμό, άγριο, με ισχυρές δονήσεις. Εστιάζει στους χαρακτήρες, ενώ η υπόθεση του υπάρχει κυρίως για να μας δείξει πως αυτοί οι χαρακτήρες χτίζονται και μέχρι που είναι ικανοί να φτάσουν. Η σκηνοθετική προσέγγιση του Λιγνάδη προσπαθεί να υιοθετήσει μία μεταμοντέρνα, αφαιρετική άποψη, αλλά αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα. Αυτό το στα όρια της κτηνωδίας “δράμα δωματίου” προσπαθεί να το απλώσει σε έναν τεράστιο θεατρικό χώρο. Το αποτέλεσμα είναι τρεις ηθοποιοί να παίζουν σε μία έκταση μεγάλη σαν γήπεδο. Δύσκολα μπορείς να γεμίσεις έναν τόσο μεγάλο χώρο.
Η Γουλιώτη μπαίνει στην σκηνή με παπούτσια με ρόδες και διασχίζει το γήπεδο (sorry, την σκηνή) σαν να κάνει πατινάζ. Ο φωτισμός την ακολουθεί επίσης, σαν να ακολουθεί πατινέρ σε παγοδρόμιο. Από πίσω της τρέχει ο Λιγνάδης, για να την φτάσει, αλλά λαχανιάζει γρήγορα. Αυτό είναι μία αφαιρετική εκδοχή του χορού των δύο μετέπειτα εραστών, αλλά ίσως και μία αναπαράσταση του κυνηγητού που εξαπολύει το αρσενικό για το θηλυκό.
Από εκεί και πέρα, υπάρχουν και άλλα ευρήματα, άλλα αυτονόητα, άλλα ακατανόητα. Υπάρχει μία εμμονή της σκηνοθεσίας με το νερό- είτε ως εύπλαστο υλικό, που μπορεί να μεταμορφωθεί σε οτιδήποτε, είτε ως υλικό εξαγνισμού από τις αμαρτίες της σάρκας. Βέβαια, ειδικά το νερό, είναι ένας κοινός τόπος στους σκηνοθέτες. Ο γερμανός συγγραφέας Κρετς, μιλώντας για την δικτατορία των σκηνοθετών, είχε πει σαρκαστικά ότι όπου τους τη βαρέσει βάζουν κάτι με νερό. Αυτό κάνει και ο Λιγνάδης. Άλλοτε λειτουργεί, ιδίως εκεί που η Γουλιώτη παίρνει τα λυμνάζοντα ύδατα από το πάτωμα, για να καθαρίσει (με έναν σχεδόν χυδαίο τρόπο) το σώμα της μετά την ερωτική πράξη, όταν διαπιστώνει πως αυτός που την αποπλάνησε, απλά τη χρησιμοποίησε. Αλλά υπάρχουν και σημεία, που δεν έχει κανένα νόημα- για μένα τουλάχιστον- ιδίως το φινάλε με το λάστιχο.
Από τις ερμηνείες, ο Λιγνάδης, αν και έπαιζε καλά, έδειχνε μεγάλος για το ρόλο του Ζαν, ο οποίος είναι συνομήλικος ή κοντά στα χρόνια της Τζούλια. Η Γουλιώτη είχε στιγμές πολύ μεγάλης εκφραστικότητας, ενώ ανέδειξε και σεξ απίλ. Ωστόσο, ο ρόλος που δημιούργησε παρουσίαζε χάσματα, που δεν δικαιολογούνται επαρκώς από τον αμφιθυμικό (στα όρια του διπολικού) χαρακτήρα της ηρωίδας του Στρίμπεργκ. Με το πολύ έντονο παίξιμο της, η ηθοποιός, έχανε ενίοτε την επαφή με το ρόλο. Κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ισχύει για την Μαρία Πρωτόπαππα, η οποία κατάφερε να εντυπωσιάσει με έναν δευτερεύοντα ρόλο. Ο τρόπος με τον οποίο τον παρουσίασε και του έδωσε ζωή, ήταν πολύ συστηματικός και μέσα στο πνεύμα του κειμένου, ενώ του έδωσε τέτοια δύναμη, ώστε να είναι ο ρυθμιστής της κατάστασης.
Κοντολογίς, η “Δεσποινίς Τζούλια” είναι μία από τις πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις του φετινού φεστιβάλ. Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία του θεάτρου, με τρεις κορυφαίους ηθοποιούς, σίγουρα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο- έστω κι αν η ελλιπής χημεία ανάμεσα σε Λιγνάδη και Γουλιώτη και το άπλωμα της παράστασης στον τεράστιο χώρο δεν ήταν από τα ατού του έργου.
Γιώργος Σμυρνής