“Βρίζοντας το κοινό” στο Φεστιβάλ Αθηνών: Θέατρο μέσα από το αντί-θέατρο
Μάθημα του τι είναι θέατρο διά της εις άτοπον απαγωγής παρέδωσε στα γαλλικά (με υπέρτιτλους) η φλαμανδική κολλεκτίβα De KOE με την παράσταση “Βρίζοντας το κοινό” στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, στην θεατρική σκηνή της Πειραιώς 260.
Το έργο του αυστριακού Peter Handke πρωτοπαρουσιάστηκε πριν από τριάντα χρόνια, για να προκαλέσει σοκ. Σήμερα πλέον δεν σοκάρει. Είναι ένα αντιθέατρο, αλλά όμως ένα αντιθέατρο που μιλάει όλη την ώρα για το θέατρο. Στην ουσία, αυτό που σου περιγράφει, είναι μία θεατρική παράσταση στο αντίστροφο. Σου λέει τι δεν είναι αυτή η παράσταση – και μέσω αυτού συμπεραίνεις ότι το ακριβώς αντίθετό της είναι μία θεατρική παράσταση.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζεται μία πολύ λιτή παράσταση, στην οποία οι ηθοποιοί προσπαθούν να πείσουν το κοινό ότι δεν είναι ηθοποιοί κι ότι αυτό που παρουσιάζουν δεν είναι θεατρική παράσταση. Θα έμοιαζε όλο αυτό ένας σκέτος παραλογισμός – και ως ένα βαθμό είναι. Όμως, από πίσω υπάρχει κάτι. Υπάρχει θέατρο. Κυρίως υπάρχει ένας λόγος για το θέατρο, μέσα από το τι δεν είναι θέατρο. Υπονοείται ένα θέατρο, μέσα στο αντί-θέατρο.
Παράλληλα, οι ηθοποιοί κάνουν άλλα πράγματα. Κόβουν ψωμιά, καρπούζια, ετοιμάζουν τρόφιμα, ενώ παράλληλα απαγγέλλουν τα κείμενα-διακηρύξεις τής μη παράστασής τους. Στην αρχή δεν βγάζει νόημα. Προς το τέλος, όμως, τα μαζεύουν όλα τα τρόφιμα, αλλάζουν ρούχα κι ετοιμάζουν έναν τεράστιο μπουφέ. Λες και όλη αυτή η παράσταση ήταν μία πρόφαση για να τραφεί ο κόσμος- όχι με πνευματική, αλλά με πραγματική τροφή. Κι όμως. Όταν οι θεατρίνοι φτάνουν στο σημείο όπου το κείμενο τους επιβάλλει να βρίσουν το κοινό, αυτοί κάνουν και κάτι άλλο. Το θέατρο μετατρέπεται ξαφνικά σε πολυτελή μπουφέ και οι θεατρίνοι σε μάγειρες που ταΐζουν το κοινό.
Διαλύουν τα πιάτα με τον πλούσιο μπουφέ. Μία πολυτελής εκδήλωση γίνεται συντρίμμια. Αυτό που ήταν να φάτε, δεν υπάρχει! Όπως ο λόγος και οι θεατρικές συμβάσεις γίνονται συντρίμμια, όπως διαλύεται το καθωσπρέπει της υψηλής κουλτούρας, αλλά με όρους πιο σημερινούς, χωρίς μεγάλες κραυγές και υστερία. Μία lounge και όχι hard rock αποδόμηση, θα έλεγα.
Αν σκεφτούμε ότι στις επίσημες πρεμιέρες το τέλος συνήθως έχει και μεζεδάκια, το σχόλιο αυτό παραπέμπει σε πολύ συνηθισμένες εικόνες της θεατρικής ζωής. Κι επειδή είναι κι απρόβλεπτο -τίποτα στο κείμενο και στο κόνσεπτ του θεατρικού έργου δεν σε προετοίμαζε για κάτι τέτοιο- κερδίζει και τις εντυπώσεις.
Το “Βρίζοντας το κοινό” είναι ένα θεατρικό δρώμενο που γίνεται στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του κουραστικό. Όμως, έχει κάτι γνήσια θεατρικό και καλλιτεχνικό, το οποίο υπάρχει πίσω από αυτό τον κουραστικό αρνητισμό. Κι επειδή σε ένα έργο θεατρικό συχνά το φινάλε είναι το ήμισυ του παντός (για να μην πω και παραπάνω), το έργο ανέτρεψε την αρχική μου εικόνα γι’ αυτό που παρακολουθούσα, το οποίο νόμιζα πως ήταν ένα πληκτικό και κοινότοπο πείραμα για τα νεύρα μου και τις αντοχές μου. Όμως υπήρχε κάτι πίσω από όλο αυτό, που αποκαλύφθηκε στο φινάλε και έδωσε κάποιο νόημα στο όλο δημιούργημα.
Χωρίς να είναι μία παράσταση που ενθουσιάζει, η δουλειά των ηθοποιών (Gene Bervoets, Natali Broods, Sofie Palmers, Marijke Pinoy, Peter Van den Eede ) κατάφερε να μου αφήσει μια θετική εντύπωση, παρά το ότι στο μεγαλύτερο μέρος της έπληξα. Είναι αυτά τα μαγικά που μπορεί να κάνει μία στιγμή σε ένα έργο τέχνης, που σου ανατρέπει όλο το προηγούμενο συναίσθημα που σου προκαλούσε και δίνει κάποιο νόημα και κάποια μορφή σε αυτό που θεωρούσες ότι είναι ή άχρηστο ή εκνευριστικά αδιάφορο.
Σίγουρα δεν είναι μία παράσταση που σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον. Όμως εκτιμώ ότι καταφέρνει, έστω και μέσα από δυσάρεστα συναισθήματα που σου προκαλεί, να σε οδηγήσει να καταλάβεις πράγματα για το θέατρο και να σε φέρει σε επαφή με τις ρίζες της μεταμοντέρνας αποδόμησης (το κείμενο του Handke), μέσα από μια ρετουσαρισμένη του εκδοχή από τους De KOE. Μου άφησε μία αμφιβολία για το αν αξίζει ή όχι και η αμφιβολία πηγαίνει πάντα υπέρ των δημιουργών.
Γιώργος Σμυρνής