MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Rayahzone στο Φεστιβάλ Αθηνών: Η παράσταση που άγγιξε τον Θεό!

Μία από τις καλλιτεχνικές εμπειρίες που “σου μένουν” για πάντα είχαν την τύχη να ζήσουν όσοι επέλεξαν να παρακολουθήσουν την παράσταση “Rayahzone” των Ali και Hedi Thabet, που ανέβηκε από 14 έως 16 Ιουνίου στην Πειραιώς 260, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Τα δύο αδέλφια με τη βελγοτυνησιακή καταγωγή, μαζί με τον επίσης χορευτή Lionel About και μια ομάδα πέντε μουσικών, κατάφεραν να συγκινήσουν βαθιά το κοινό με την πρωτότυπη δημιουργία τους, που διέθετε καλλιτεχνική αυθεντικότητα, μυσταγωγική ατμόσφαιρα, δραματουργικό βάθος και εκτελεστική δεινότητα, αλλά ταυτόχρονα απλότητα, αμεσότητα και ανθρωπιά.από την Αργυρώ Σταυρίδη

Monopoli Team

“Rayah” σημαίνει «περιπλάνηση» στα αραβικά, και το Rayahzone περιγράφει το ταξίδι –κυριολεκτικό και μεταφορικό- δύο αδελφών ή απλά φίλων. Το λιτό σκηνικό όπου εξελίσσεται, οριοθετείται από τρεις τοίχους, ενώ μεταλλικές δοκοί, κάποιες δίοδοι που δίνουν ένα μικρό βάθος, οι «σκεπές» των κτισμάτων και μία καρέκλα χρησιμεύουν ως πεδία που οι σκηνικοί συντελεστές θα χρησιμοποιήσουν στη διάρκεια του έργου, εκμεταλλευόμενοι θεατρικά κάθε δυνατότητα που προσφέρουν αυτά. Η ατμόσφαιρα και η υπονοούμενη «πλοκή» θυμίζουν σκηνές όπου «στη μέση του πουθενά» ήρωες παλιών γουέστερν διασταυρώνονταν και αναμετρούνταν μεταξύ τους αλλά και με τους ίδιους τους εαυτούς τους. Αυτή τη φορά όμως μοιάζει να μην είμαστε στην Άγρια Δύση των Η.Π.Α., αλλά σε μια αραβική επαρχία.

Ένας «τυπάκος» εισβάλλει στη σκηνή και υποκλίνεται σαν να έχει τελειώσει την παράστασή του, αυτοχειροκροτούμενος και ζητώντας και το χειροκρότημα του κοινού, που τελικά υπακούει στο κέλευσμά του. Εκείνος παίρνει θάρρος και, προσποιούμενος ταπεινοφροσύνη, απολαμβάνει την επιδοκιμασία. Η ευθυμία όμως κάπου εδώ κόβεται, για να δώσει τη θέση της σε ένα κλίμα αυξανόμενης φόρτισης…

Η παράσταση ξεκινά με έναν μαυροφορεμένο άνδρα καθισμένο και ακίνητο σε μία καρέκλα, τη στιγμή που ένας άλλος, που έχει μόνο ένα πόδι, στηρίζεται σε πατερίτσες και, φορώντας στο κεφάλι ένα κρανίο μακρύρυγχου ζώου, κάνει μερικές φορές τον γύρο του σκηνικού, περνώντας μπροστά και πίσω από τον τοίχο. Σαν στιγμιότυπο που τυχαίνει να παρακολουθήσουμε από μακριά και φευγαλέα ενώ ταξιδεύουμε, από ζωές και ανθρώπους για τα οποία αναρωτιόμαστε στιγμιαία πώς να είναι, τι να σκέφτονται ή να νιώθουν. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως, κάνουμε μια στάση στο δικό μας ταξίδι, προκειμένου να παρακολουθήσουμε το δικό τους…

Στην σκηνή προστίθεται μια ομάδα πέντε μουσικών σούφι που ξεκινούν το τραγούδι τους, και οι οποίοι με την μουσική τους θα παίξουν εξίσου σημαντικό ρόλο στην παράσταση. Ένας άνδρας με μαύρο κοστούμι φέρνει μαζί του μια αύρα που προκαλεί επιφύλαξη, φόβο. Εκπροσωπεί μια “απειλή”, τον θάνατο, όπως αναφέρεται στο δελτίο Τύπου. Το διαισθάνεσαι ούτως ή άλλως από το βλέμμα, την τελική ηρεμία και σιγουριά στις κινήσεις του, ότι αυτή η φιγούρα δεν είναι σαν τους υπόλοιπους επί σκηνής ήρωες. Κι όμως, ο άνδρας με τις πατερίτσες «παίζει» με τον θάνατο. Τον ακολουθεί, ανεβαίνει πάνω του, τραβάει το σακάκι του, τον κουβαλά. Εξάλλου τα δύο μέρη είναι αλληλένδετα: όπου υπάρχει ζωή, είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει και θάνατος. Αυτή η κινητική αλληλεπίδραση του ανθρώπου-ζώου με τον χορευτή με το μαύρο κοστούμι συνθέτει ένα από τα πιο δυνατά «εικονοκλαστικά» στιγμιότυπα που έχω δει επί σκηνής, και δεν είναι τυχαίο ότι τις περισσότερες φορές επιλέγεται ως κύρια φωτογραφία σε δημοσιεύματα για το Rayahzone. Στην παράξενη παρέα έρχεται να ενταχθεί και ο «αστείος» τύπος της έναρξης, όμως τώρα δεν διακατέχεται από ευθυμία, αντίθετα δείχνει πολύ συγκροτημένος και λογικός (φυσικά, αφού εκπροσωπεί τη λογική όπως επιβεβαιώνουν και οι πληροφορίες της παράστασης). Σχεδόν αχώριστος με τον «τρελό» χορευτή (που προσωποποιεί την αντίστοιχη έννοια), στη διάρκεια της παράστασης θα τον «επαναφέρει» στην τάξη όποτε αυτός «παρεκτρέπεται». Οι τρεις τους, υπό την μουσική σούφι που εκτελείται ζωντανά με τραγούδι και κρουστά από τους πέντε μουσικούς που βρίσκονται επίσης στη σκηνή, θα κάνουν ο καθένας το «κομμάτι» του, όχι σαν μια καλλιτεχνική σόλο επίδειξη, αλλά περισσότερο σαν προσωπική έκφραση. Θα χορέψουν όμως και οι τρεις μαζί, «ανακατεύοντας» τις κινήσεις και τα σώματά τους εκεί, στο συγκεκριμένο μέρος και την συγκεκριμένη χρονική στιγμή που τους έφεραν μαζί, σε μια συνάντηση που θα μπορούσε να προέρχεται από την αραβική καθημερινότητα αλλά και από μια ουτοπία όπου εκπληρώνονται οι αναζητήσεις των χαρακτήρων που αναπαριστούν, ή, σε προέκταση, όπου η λογική και η τρέλα του καθένα μας ξεδιπλώνονται και αλληλεπιδρούν συνθέτοντας αυτό που λέγεται ζωή, μπροστά στο αναπόφευκτο για όλους μας τέλος του θανάτου.

Χορογραφικά, η κίνηση δεν μοιάζει πολύ με τον σύγχρονο χορό που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σήμερα από ελληνικά και ξένα σχήματα. Πρόκειται για μία μίξη χορού, ακροβατικών και θεάτρου, με χαρακτηριστικά τυπολογικά στοιχεία από την αραβική παράδοση. Δεν γίνεται να μην εντυπωσιαστεί κανείς από την κινητική δεξιοτεχνία και τις ικανότητες του χορευτή με την σωματική ιδιαιτερότητα (ο Hedi Thabet έχασε το πόδι του σε ηλικία 20 ετών, χτυπημένος από καρκίνο των οστών), που “οργώνει” τη σκηνή άλλοτε με τις πατερίτσες και άλλοτε χωρίς αυτές, ισορροπώντας στα πιο δύσκολα σημεία και επιδεικνύοντας αξιοζήλευτη σωματική δύναμη και πλαστικότητα, αν και συνολικά δεν υπάρχει κάποια προσπάθεια ανάδειξής του ως «σταρ» της παράστασης. Όσο για το τραγούδι των σούφι και τον ρυθμό από τα παραδοσιακά όργανα, προσδίδουν ανατολίτικο «άρωμα» και μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα στην παράσταση. Το τραγούδι και η μουσική είναι τόσο καλά μελετημένα ως προς τον ρόλο τους στο έργο, καθώς επιπλέον οι μουσικοί κινούνται και ως «χαρακτήρες» μέσα σε αυτό, που δεν αποτελούν απλά «επένδυση», αλλά ισότιμο συστατικό στοιχείο της αληθοφάνειας και συνεκτικότητας των τεκταινομένων. Το ξεχωριστό χαρακτηριστικό αυτής της μουσικής, που αποτελεί παράλληλα και τον λόγο εξαιτίας του οποίου ήταν απαγορευμένη στην Τυνησία, είναι η φιλοσοφία της, που πηγάζει από τη γενικότερη φιλοσοφία των σούφι: να προσεγγιστεί ο Θεός εν ζωή και όχι μόνο μετά θάνατον, κάτι που δεν γίνεται πάντα αποδεκτό από την μουσουλμανική θρησκεία και κοινωνία. Μορφολογικά, στην μουσική σούφι κάτι τέτοιο «επιτυγχάνεται» με τη χρήση της φωνής και των αναπνοών ως μέσα προσέγγισης του Θεού. Όπως ο Θεός εμφύσησε το πνεύμα του στον άνθρωπο, έτσι ο άνθρωπος εκπνέει τη φωνή του Θεού και συνδέεται με το θείο μέσω του τραγουδιού των σούφι, όπως διαβάζουμε στο site του συνθέτη της μουσικής της παράστασης και ενός εκ των πέντε επί σκηνής εκτελεστών της, Sofyann Ben Youssef (ακούστε την μουσική της παράστασης, εδώ – προτείνω το κομμάτι 8 ως πιο «εύηχο» στον μέσο ακροατή και το 14 ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μουσικής χρήσης των αναπνοών).

Στα επιμέρους επεισόδια του Rayahzone, παρακολουθούμε μεταξύ άλλων ονειροπολήσεις, σκέψεις και επιθυμίες μέσα στη νύχτα, αλλά και ένα αυτοσχέδιο γλέντι που ακούμε να εκτυλίσσεται μέσα σε ένα οίκημα ή μαγαζί, και στο οποίο μάλιστα «παίζει» το τραγούδι «Παλαμάκια», ερμηνευμένο από την Μαρίκα Νίνου. Όπως διαβάζουμε σε συνέντευξη του Ali Thabet που παραχώρησε στο Βήμα, το ανακάλυψε μέσω ενός Έλληνα φίλου του, το λάτρεψε και αποφάσισε να το εντάξει στο έργο. Ο «τρελός» με το ένα πόδι θα χορέψει εκστασιασμένος στον ρυθμό του, τη στιγμή που ο λογικός φίλος/αδερφός του δείχνει να έχει χάσει κι αυτός την αυτοκυριαρχία του, παρασυρμένος επίσης από το γλέντι. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό, καθώς η στιγμή αυτή κατά την οποία δεν προσέχει τον σύντροφό του, θα είναι μοιραία. Εκείνος μπλέκεται σε καβγά και εξαφανίζεται στο εσωτερικό του οικήματος, στα χέρια των υπολοίπων. Όταν ο λογικός επανακτά διαύγεια και ξαναβρίσκει τον συνοδοιπόρο του, ο τελευταίος δεν ανταποκρίνεται στις προσπάθειες αφύπνισης. Πενθώντας τον, θα τον σύρει ως την σκεπή, λίγο πιο κοντά στον Θεό, καθώς ο θάνατος μένει να παρακολουθεί από χαμηλά, ενώ οι σούφι συνεχίζουν το «θείο» τραγούδι τους… Ισοδυναμεί η εγκατάλειψη της “τρέλας” μας αλλά και η “παράδοση” σε αυτή με “θάνατο”; Μπορεί να έχει βαρύ τίμημα η επιδίωξη των επιθυμιών και των ονείρων μας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο; Μήπως όμως κυνηγώντας τα ερχόμαστε πιο κοντά στην έννοια “Θεός” και δίνουμε νόημα στην ύπαρξή μας; Φυσικά όλα αυτά είναι ανοιχτά σε ερμηνείες. 

Αυτό που γράφει στα ελληνικά η πλάκα που υψώνεται σε έναν από τους τοίχους του σκηνικού προς το τέλος της παράστασης, είναι ότι “είμαστε σήμερα πιο κοντά στην καταστροφή απ’ όσο ο ίδιος ο συναγερμός. Γι’ αυτό ήρθε η ώρα να βρούμε τη γιατρειά μέσα από τη δυστυχία, ακόμη κι αν μοιάζει με την αλαζονεία του θαύματος” (μην μπαίνετε στον κόπο να το γκουγκλάρετε, δεν πρόκειται για απόφθεγμα κάποιου “τρίτου”). Είτε το εν λόγω μήνυμα ερμηνευθεί θετικά ως προτροπή καρτερικότητας με απώτερη ανταμοιβή, είτε αρνητικά ως αποδοχή μιας δυσάρεστης μοίρας, είτε με όποιον άλλο διαφορετικό τρόπο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι το έργο των αδελφών Thabet μετέδωσε σε όσους είχαν την τύχη να το παρακολουθήσουν, μια πηγαία ανθρωπιά και καθήλωσε με τα θεατρικά του μέσα. Έχοντας επισκεφθεί δύο αραβικές χώρες, μία εκ των οποίων ήταν και η Τυνησία ένα χρόνο πριν ξεσπάσει η επανάσταση (μάλιστα οι πρώτες πρόβες του έργου ξεκίνησαν πέντε μέρες μετά την έναρξή της), μπορώ να πω ότι το Rayahzone διαθέτει μια αυθεντικότητα απόλυτα αντιπροσωπευτική του “χρώματος” του τόπου από τον οποίο είναι εμπνευσμένο, στέκεται όμως έτη φωτός μακριά από φολκλόρ γραφικότητες. Αντίθετα, χρησιμοποιεί τοπικά παραδοσιακά στοιχεία προκειμένου να τα μετουσιώσει σε μια νέα, οικουμενική καλλιτεχνική γλώσσα, που «πέρασε» απόλυτα επιτυχημένα τα μηνύματά της ή έστω την επιδιωκόμενη αίσθηση στο ελληνικό κοινό, αν κρίνει κανείς και από το ενθουσιώδες και παρατεταμένο χειροκρότημα και την συγκίνηση που αντιλαμβανόσουν ότι υπήρχε γύρω σου ανάμεσα στους θεατές την πρώτη μέρα παρουσίασης του έργου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Αν μπορούμε να αγγίξουμε τον Θεό μέσω της τέχνης, τότε σίγουρα κάτι τέτοιο έγινε τις τρεις μέρες κατά τις οποίες το Rayahzone παρουσιάστηκε στην Πειραιώς 260.

[iframe width=”560″ height=”315″ src=”http://www.youtube.com/embed/un6hy1vNbaI” frameborder=”0″ allowfullscreen ]

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις