Δεσποινίς Ζυλί από την Schaubühne: Κινηματογραφικό γύρισμα επί σκηνής!
Κινηματογράφος πάνω στο θεατρικό σανίδι, σε μία πετσοκομμένη εκδοχή της Δεσποινίδος Ζυλί του Στρίμπεργκ ήταν αυτό που παρακολουθήσαμε από τον βερολινέζικο θίασο Schaubühne, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η απόδοση του έργου είναι της βρετανίδας Katie Mitchell, που υπογράφει και τη σκηνοθεσία μαζί με το Leo Warner.
Η εκδοχή του γερμανικού θιάσου είχε τις εξής ιδιοτυπίες. Κατ’ αρχάς, χρησιμοποίησε ένα πολύ μικρό μέρος του στριμπεργκικού δράματος. Η λογική της παράστασης, προφανώς, είναι ότι υπάρχουν πολλές παραστάσεις της κυκλοθυμικής και φιλήδονης δεσποινίδος του Στρίμπεργκ, οπότε ο θεατής πάνω- κάτω είναι εξοικειωμένος με το θέμα. Αυτοί επέλεξαν να ασχοληθούν με ένα επιμέρους θέμα: την οπτική της Κριστίν, της υπηρέτριας που κινδυνεύει να χάσει τον αρραβωνιαστικό της από την αλαζονική αριστοκράτισσα.
Στην κανονική υπόθεση όλη η ιστορία ανάμεσα στον Ζαν και τη Ζυλί συμβαίνει όταν η Κριστίν κοιμάται. Κι όμως δεν κοιμάται, μας λέει η εκδοχή της Katie Mitchell. Η Κριστίν κάνει ότι κοιμάται και παρακολουθεί τα πάντα. Το άγριο φλερτ ανάμεσα στην αρχόντισσα και τον υπηρέτη της, την σεξουαλική επαφή, τον καβγά που ακολουθεί και την απόπειρά τους να το σκάσουν. Κρυμμένη στις σκιές, ακούει όσα μπορούν να ακουστούν και παρεμβαίνει, όταν πρέπει.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η Κριστίν έχει μικρό ρόλο στην ορίτζιναλ εκδοχή του έργου, καθίσταται επιβεβλημένη η αφαίρεση μεγάλου μέρους του κειμένου. Έτσι, ο αμύητος θεατής δύσκολα μπορεί να αναγνωρίσει το ποιά είναι η Ζυλί και ποιός ο Ζαν, τα κίνητρα και τις συνθήκες που διαμορφώνουν τόσο την δράση, όσο και τους ίδιους τους χαρακτήρες. Επίσης, απουσιάζει κάθε αναφορά στον πατέρα της Ζυλί, του οποίου η βαριά σκιά δεσποτείας καθόριζε το δράμα στο στριμπεργκικό δράμα. Για την μητέρα της Ζυλί δεν το συζητάμε καν. Ούτε κιχ. Το αποτέλεσμα είναι ότι το έργο απευθύνεται σε θεατές που έχουν διαβάσει ή δει την Δεσποινίδα Ζυλί, ώστε να καταλάβουν τι προσπαθεί να πετύχει η εκδοχή της Mitchell.
Για να πετύχουν την έμφαση στην οπτική της υπηρέτριας, οι άνθρωποι της Schaubühne χρησιμοποιούν τον κινηματογράφο και τα εργαλεία του, τα οποία εντάσσουν σε πρωτόγνωρη έκταση σε θεατρική παράσταση. Αν και το video-wall έχει γίνει κοινός τόπος στο θέατρο, στην συγκεκριμένη περίπτωση όλη η δράση εκτυλίσσεται μέσα από μια γιγαντοοθόνη. Το γύρισμα είναι ζωντανό, αλλά δεν υπογραμμίζει κάποιο σημείο της δράσης που συμβαίνει στην σκηνή. Αντίθετα, όλα γίνονται πίσω από τους τοίχους του σκηνικού, που είναι περίκλειστο και ο θεατής δεν μπορεί να βλέπει παρά λίγα από αυτά που γίνεται μέσα.
Βλέπουμε τις κάμερες, τις οποίες κρατούν είτε τεχνικοί, είτε ηθοποιοί. Το γύρισμα είναι ζωντανό και πραγματοποιείται με απόλυτη προσήλωση στις λογικές των κινηματογραφικών πλάνων (ως προς τις γωνίες λήψης και την εναλλαγή εικόνων, αλλά και τον φωτισμό). Το αποτέλεσμα είναι να εκτυλίσσεται μπροστά στον θεατή μία κινηματογραφική ταινία με ποιητικό περιεχόμενο. Όμως, αυτό είναι ένα μόνο μέρος του θεατρικού δρωμένου. Παράλληλα, υπάρχει μία σκηνή που καταλαμβάνεται από ένα υπέροχο και πληθωρικό σκηνικό, διάφοροι ηθοποιοί, που χωρίς να συμμετέχουν στην δράση, κάνουν επαναλαμβανόμενες κινήσεις, παρόμοιες με αυτές των πρωταγωνιστών του δράματος, ηθοποιοί και τεχνικοί που τρέχουν να μπουν στις σκηνές, όπου τραβάνε οι κάμερες, είτε για να κρατήσουν κι αυτοί κάποια κάμερα, είτε για να μπουν στο πλάνο και να παίξουν. Ακόμα και ο ήχος, συχνά, βγαίνει από ειδικούς θαλάμους με μικρόφωνα, όπως στα κινηματογραφικά γυρίσματα.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με τον τσακωμό της Ζυλί με τον Ζαν, ο οποίος φτάνει στα αυτιά της Κατρίν, ενώ αυτή είναι σε άλλο δωμάτιο.Ακριβώς επειδή η Κριστίν είναι πρωταγωνίστρια, ακούμε ό,τι ακούει αυτή. Τα λόγια των δύο οργισμένων εραστών ακούγονται φθαρμένα σαν να έρχονται από άλλο και πετσοκομμένα (σε σχέση με τοαυθεντικό κείμενο κρατάνε τα λίγα πράγματα που μπορεί να ακούσει η Κριστίν, καθώς τους χωρίζει ένας τοίχος). Κι ενώ ακούγονται όλα αυτά, οι δύο ηθοποιοί (ο Ζαν και η Ζυλί) είναι ο καθένας σε έναν θάλαμο με μικρόφωνο, που βρίσκονται σε δύο διαφορετικά σημεία της μεγάλης σκηνή κι απαγγέλλουν τον καυγά τους. Αν αυτό δεν είναι αποστασιοποίηση στο μάξιμουμ, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι!
Το έργο δηλαδή είναι από τη μία μία κινηματογραφική αναπαράσταση ενός θεατρικού δράματος και από την άλλη μία θεατρική αναπαράσταση ενός κινηματογραφικού γυρίσματος! Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις των κινηματογραφικών πλάνων. Ήταν δηλαδή περισσότερο κινηματογραφικές, παρά θεατρικές. Ήταν δυνατές και άρτιες τεχνικά, αλλά περιορισμένες σε αυτό που ζητάει αυτό το περίεργο κινηματοθεατρικό μόρφωμα. Αν και τα κουστούμια ήταν εποχής, η παρουσία των πολλών καμερών σπάει κάθε λογική ρεαλιστικής αναπαράστασης.
Η δεσποινίς Ζυλί είναι ενα πανέξυπνο, τέλεια εκτελεσμένο σε όλα τα επίπεδα, παιχνίδι, που σχοινοβατεί ανάμεσα στο σινεμά και το θέατρο. Κάποιοι θεατρόφιλοι που αντιπαθούν τον κινηματογράφο και τις εισβολές του στην θεατρική παράσταση ενοχλήθηκαν από το έργο (με τη λογική ότι χάνει την καθαρότητα του το θεατρικό είδος).
Η δική μου άποψη είναι πως ο θίασος Schaubühne δεν υπέκυψε στο σινεμά, αλλά αναμετρήθηκε με αυτό. Για μία νορμάλ ταινία, απαιτούνται για κάθε σκηνή πολλά γυρίσματα, επιλογές χώρων και στο τέλος καθαρίζει και το μοντάζ. Στην παράσταση που είδαμε αυτά δεν υπάρχουν. Οι Γερμανοί ηθοποιοί κατάφεραν να γυρίσουν μία ταινία με απόλυτη οπτική συνέχεια, με ένα μόνο γύρισμα και αξιοποιώντας την σκηνή σε όλο της το εύρος. Είπαν έτσι, στην ουσία στους κινηματογραφικούς, ότι αυτοί καταφέρνουν σε μία ώρα να γυρίσουν μία ταινία πάνω σε μια σκηνή, όταν οι άλλοι χρειάζονται πολυήμερα γυρίσματα. Και αυτό που κατάφεραν δεν ήταν μόνο μία επίδειξη συντονισμού, αλλά είχε και καλλιτεχνική ουσία, καθώς ανέδειξε μία επιμέρους οπτική του έργου του Στρίμπεργκ, που χρειαζόταν τις τεχνικές του σινεμά για να αναδειχθεί.
Γιώργος Σμυρνής