Εrofili Synopsis στo Φεστιβάλ Αθηνών: Βουτιά στο σκοτ- Άδη!
Ένα από τα πιο σκληρά και σκοτεινά έργα της ελληνικής θεατρικής παράδοσης, την Ερωφίλη του Χορτάτση, επιχείρησε να φωτίσει μέσα από μία μοντέρνα ματιά ο σκηνοθέτης Σίμος Κακάλας και η ομάδα του με την παράσταση Erofili synopsis στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Η Ερωφίλη γράφτηκε από τον Γεώργιο Χορτάτση γύρω στα 1600 στο Ρέθυμνο. Το έργο έχει σαν πρότυπα ιταλικά και γαλλικά έργα της προγενέστερης περιόδου. στόσο, παρά τις ποικίλες επιδράσεις, ο Χορτάτσης δεν αντέγραψε τα ξένα πρότυπα, αλλά κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του πρωτότυπο ποιητικό έργο, με πλούσια γλώσσα, γλαφυρή πλοκή και απαιτητική στιχουργία.
Η υπόθεση είναι λίγο- πολύ γνωστή. Η Ερωφίλη είναι κόρη του βασιλιά της Αιγύπτου, Φιλόγονου. Στην βασιλική αυλή μαζί με την Ερωφίλη μεγαλώνει και ο Πανάρετος, νέος από ξένη βασιλική οικογένεια. Ζώντας από παιδιά μαζί, ο Πανάρετος και η Ερωφίλη είδαν την παιδική φιλία τους να γίνεται έρωτας. Ο Πανάρετος διαπρέπει στον πόλεμο, σώζοντας το βασίλειο από εχθρική επίθεση (όπως ο Ερωτόκριτος). Μετά οι δύο νέοι παντρεύονται κρυφά. Ο βασιλιάς, όμως, θέλει να παντρέψει την κόρη του με κάποιον βασιλιά της Περσίας, για να πετύχει με αυτό το γάμο την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς τους. Όταν μαθαίνει για το μυστικό γάμο των δύο νέων, βασανίζει φρικτά τον Πανάρετο και τον εξοντώνει. Στη συνέχεια, προσποιούμενος στην Ερωφίλη ότι τη συγχωρεί, της προσφέρει ως γαμήλιο «δώρο» σε μια χρυσή λεκάνη το κεφάλι, τα χέρια και την καρδιά του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη θρηνεί με σπαραγμό και αυτοκτονεί. Οι γυναίκες του παλατιού αναλαμβάνουν να τιμωρήσουν το βασιλιά.
Το γεγονός ότι ο Χορτάτσης βασίσθηκε σε άλλους δημιουργούς φαίνεται από το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής του, (ο κακός της ιστορίας) ο βασιλιάς Φιλόγονος, πατέρας της Ερωφίλης, μοιάζει υπερβολικά στον Κλαύδιο του Άμλετ. Και οι δύο έχουν σκοτώσει τον αδερφό τους για να του φάνε θρόνο και γυναίκα. Είναι φανερό ότι και οι δύο συγγραφείς βασίστηκαν σε κοινά πρότυπα- άλλωστε οι παραλλαγές προγενέστερων θεατρικών έργων ή μυθιστορημάτων ή ακόμα και βιογραφιών ήταν ο κανόνας εκείνης της περιόδου.
Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, ο χαρακτήρας του Κλαύδιου είναι σαφώς πιο πολυεπίπεδος και πιο κοντά σε ένα πραγματικό πρόσωπο, τόσο ως προς την ανάλυση των προσωπικών του αντιφάσεων και των ψυχολογικών και ηθικών του αδιεξόδων, όσο και ως προς τις μεθόδους που μεταχειρίζεται για να πετύχει τους καταχθόνιους στόχους του (ίντριγκα, ψέμα, κολακεία, διάβασμα των ανθρώπων σαν να είναι ο καλύτερος παίχτης του πόκερ).
Ο Σίμος Κακάλας δούλεψε πάνω στην “κομμένη” διασκευή της Έλενας Μαυρίδου, αλλά κράτησε τη δομή του και τα βασικά σημεία, ώστε η υπόθεση να γίνεται κατανοητή και στον αμύητο- με μόνο σημείο ίσως που να σε μπερδεύει το φινάλε με την εκδίκηση του χορού. Παρά τη δύσκολη γλώσσα, οι παύσεις και η βραδύτητα της απαγγελίας (που τόνιζε το συναίσθημα) έδιναν τον χρόνο στο θεατή να καταλάβει το κείμενο. Από την άλλη, αυτή η βραδύτητα έδινε αργό ρυθμό στην παράσταση, κάνοντας την κάπως πιο κουραστική. Ήταν δίκοπο μαχαίρι αυτή η επιλογή, αλλά νομίζω ότι η δυσνόητη γλώσσα και οι ιδιομορφίες της ομοιοκαταληξίας, την καθιστούσαν αναπότρεπτη.
Ο Κακάλας χρησιμοποίησε τρεις γυναίκες, οι οποίες έπαιξαν όλους τους ρόλους του έργου. Η Δήμητρα Κούζα, η Δήμητρα Λαρετζάκη και η Έλενα Μαυρίδου ήταν εξαιρετικές στις ερμηνείες όλων των ρόλων που ανέλαβαν, είτε αντρικών, είτε γυναικείων. Στους αντρικούς ρόλους τις βοήθησαν το υποκριτικό τους ταλέντο, οι μάσκες (πολύ δυνατές), αλλά και το ότι απέφυγαν υπερβολές στην φωνή τους, κάνοντάς την πολύ μπάσα, όπως οι περισσότερες γυναίκες που παίζουν άντρες.
Ως προς το στήσιμο και την κινησιολογία, αναγνωρίσαμε αρκετές επιρροές από το θέατρο του Τερζόπουλου (ιδίως το παίξιμο με πλάτη της Έλενας Μαυρίδου). Εμένα πάντως πιο πολύ με εντυπωσίασε το στήσιμο στα θεατρικά “πλάνα”, τόσο σε σχέση με τις πόζες των ηθοποιών, όσο και με τα χρώματα των ρούχων και του σκηνικού, αλλά και τους φωτισμούς. Αυτό μου θύμιζε- για κάποιον τρόπο- πίνακες ζωγραφικής εκείνης της περιόδου, με σκοτεινά θέματα και νομίζω ότι δεν ήταν τυχαίο, αλλά προέκυψε μέσα από την αναζήτηση του θέματος από τον σκηνοθέτη. Οι εικόνες έτσι είχαν μία εικαστική δύναμη.
Συνολικά, η εκδοχή της Ερωφίλης που παρουσίασε η ομάδα του Σίμου Κακάλα είχε συνοχή σε εικόνα, ερμηνεία και λόγο, παρά τις διαφορετικές επιρροές, αλλά και τις εκτεταμένες περικοπές του έργου. Ο δυσνόητος λόγος και ο αργός ρυθμός που υπήρχε σε κάποια σημεία, καθιστούσαν την παρακολούθηση πιο δύσκολη, αλλά η συνολική αίσθηση που αφήνει το Erofili Synopsis είναι πως πρόκειται για μια καλοδουλεμένη παράσταση, με ποιοτική και σύγχρονη σκηνοθεσία και δυνατές ερμηνείες.
Γιώργος Σμυρνής