Ο μαέστρος Γιώργος Πέτρου “αποποιείται” το φράκο: “Πρέπει να είμαστε μοντέρνοι, όχι να μιλάμε παλιομοδίτικα στον κόσμο!”
Αυτή η συνέντευξη έχει ως κύριο θέμα της την κλασική μουσική, αλλά αυτά που θα διαβάσετε δεν θυμίζουν την ελιτίστικη “κασέτα” βαρετών λογυδρίων που ακούμε σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ένας καλλιτέχνης της “νέας γενιάς”, με πλούσια δραστηριότητα και διεθνή βραβεία στο ενεργητικό του, ο μαέστρος, πιανίστας και καλλιτεχνικός διευθυντής της Καμεράτας-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής, Γιώργος Πέτρου, μας παροτρύνει να προσεγγίσουμε την κλασική μουσική με σύγχρονη ματιά και χωρίς προκαταλήψεις από φιλοσοφίες που ανήκουν στο παρελθόν. Μιλήσαμε μαζί του λίγες μέρες πριν την παρουσίαση στο Μέγαρο Μουσικής (και στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, στις 3 και 4 Ιουλίου) μίας από τις δημοφιλέστερες -και πιο εύθυμες- ελληνικές οπερέτες, του “Βαφτιστικού” του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, την οποία και θα διευθύνει, και στη συνάντησή μας είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε τη “φρέσκια” ματιά του σχετικά με τον ρόλο και τις δυνατότητες της κλασικής μουσικής σήμερα, αλλά και την αισιοδοξία του για την καλλιτεχνική ζωή στη χώρα μας, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που υπάρχουν και στον χώρο του πολιτισμού.Συνέντευξη στην Αργυρώ ΣταυρίδηΦωτογραφία: Ηλίας Σακαλάκ
Πέρα από τα βραβεία που έχετε λάβει κατά καιρούς, τι συνιστά για εσάς άτυπη εξαιρετική επιτυχία;
Το ότι καταφέραμε με τη δουλειά μας να τραβήξουμε το ενδιαφέρον του διεθνούς Τύπου σε ελληνικά μουσικά σύνολα για πρώτη φορά, είναι σίγουρα μια σημαντική επιτυχία. Μέχρι τώρα είχαμε κυρίως διεθνώς καταξιωμένους σολίστ. Με την Καμεράτα, την οποία ανέλαβα το 2009, πετύχαμε να έχουμε διεθνή αναγνώριση σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Τώρα που έχετε περάσει σε άλλη “φάση” μετά τη διεθνή αναγνώριση, μπορείτε να πείτε ότι “διασκεδάζετε” περισσότερο τη δουλειά σας;
Στην πραγματικότητα ποτέ δεν ξεπερνάς το στάδιο της “αποδοχής”. Βέβαια καταρχάς χαίρομαι γιατί η δουλειά μας εδώ φαίνεται στο εξωτερικό, και γιατί ως Γιώργος Πέτρου έχω τη σχέση που έχω με τις αίθουσες και τους φορείς του εξωτερικού, πέρα από την εδώ δουλειά μου. Δηλαδή δεν αισθάνομαι ότι κλείνομαι σε ένα στενό περιβάλλον. Γυρνάω κάθε φορά με νέες εμπειρίες και μεταφέρω τις εμπειρίες αυτές και εδώ. Ναι, μπορώ να πω ότι «το διασκεδάζω» στη δουλειά μου περισσότερο από παλιότερα, έχοντας περισσότερη αυτοπεποίθηση και αναγνώριση, κυρίως επειδή βλέπω ότι με την Καμεράτα μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά στην ελληνική μουσική σκηνή, ότι έχουμε να πούμε κάτι.
Ποιες ιδέες και ποια φιλοσοφία έχετε “περάσει” στην Καμεράτα, που θέλετε να “περνούν” και στο κοινό;
Πρώτα απ’ όλα εισαγάγαμε στο τοπίο της κλασικής μουσικής στην Ελλάδα το πεδίο “όργανα εποχής”. Η Καμεράτα είναι η μοναδική ορχήστρα στην Ελλάδα που παίζει με όργανα εποχής. Αναδεικνύουμε έργα του 18ου και αρχών του 19ου αι., σε μια ιστορικά ενημερωμένη αντιμετώπιση, και κυρίως με όργανα που χρησιμοποιούσε ο εκάστοτε συνθέτης της εποχής του. Ακολουθούμε το διεθνές ρεύμα εκτέλεσης έργων με όργανα εποχής. Ο επαναπροσδιορισμός του παλιού ρεπερτορίου είναι η πιο “hot” τάση αυτή τη στιγμή στην εποχή μας. Τα έργα αυτά αντιμετωπίζονται με μια φρέσκια ματιά, έχουν ένα φανατικό κοινό, κεντρίζουν την περιέργεια του κόσμου, κατά κάποιο τρόπο φέρνουν πάλι πίσω τον κόσμο στις αίθουσες. Όλο αυτό φέρνει και μια άλλη αντιμετώπιση στην επιλογή των προγραμμάτων. Και άλλο πρωτόκολλο στον τρόπο ένδυσης, π.χ., έχουμε γίνει λιγότερο comme il faut απ’ ό,τι παλιότερα. Επίσης η Καμεράτα έχει μπει δυναμικά στο λυρικό θέατρο, κάνουμε δικές μας παραγωγές, πολύ ποικίλου ρεπερτορίου. Πιστεύουμε πάρα πολύ στη σχέση μουσικής και θεάματος. Οι όπερες που έχουμε ανεβάσει, θεωρώ ότι είναι από τα σημαντικότερα πράγματα που έχουν γίνει στην αθηναϊκή μουσική σκηνή τα τελευταία 3 χρόνια, αποτελούν μια νέα πρόταση.
Η παραγωγή του “Βαφτιστικού” για το Φεστιβάλ Αθηνών έχει διαφημιστεί ως “τολμηρή”. Με ποια έννοια είναι τέτοια;
Πρόκειται για μία πρωτότυπη “ανάγνωση” του έργου, από κάθε άποψη, καταρχάς ενορχήστρωσης. Μετά από πάρα πολλά χρόνια παρουσιάζεται με την αυθεντική ενορχήστρωση της πρεμιέρας. Ο “Βαφτιστικός” έχει αδικηθεί κατά κάποιο τρόπο, γιατί κάθε εκτέλεση άφηνε πίσω της μια παρακαταθήκη από διάφορες προσμίξεις και πρακτικές που δεν ήταν αυτές που είχε ο συνθέτης στο μυαλό του. Επίσης υφίστατο πάρα πολλές μουσικές περικοπές. Προσπαθούσαν να αποκόψουν το οπερατικό στοιχείο και να τονίσουν το στοιχείο του μιούζικαλ και του ελαφρού τραγουδιού. Ο “Βαφτιστικός” είναι έργο των αρχών του 20ού αι., γράφτηκε δηλαδή πολύ κοντά στο σήμερα. Έχει σαφώς δυνατές επιδράσεις απ’ τον Φραντς Λέχαρ, και η αυθεντική ενορχήστρωση είναι μια συμφωνική ενορχήστρωση, σαν ν’ ακούμε μια όπερα του Στράους, του Λέχαρ, του Νικολάι. Δεν είναι μουσική “ελαφρού θεάτρου”.
Τι απαντάτε στην προκατάληψη που ενδεχομένως έχει ακόμα ένα μέρος του κοινού, ότι η κλασική μουσική είναι παρωχημένη;
Η κλασική μουσική δεν μπορεί ποτέ να είναι παρωχημένη, όπως δεν μπορεί να είναι ποτέ παρωχημένος και ο Παρθενώνας, η Τζοκόντα ή οποιοδήποτε άλλο σπουδαίο και μεγάλο έργο τέχνης. Οι μεγάλες δημιουργίες του πνεύματος είναι αιώνιες. Το πρωτόκολλο με το οποίο αντιμετωπίζουμε τα έργα τέχνης είναι αυτό που μπορεί να είναι παρωχημένο. Θα δώσω ένα πολύ απλό και γραφικό παράδειγμα, π.χ. το πρωτόκολλο του φράκου στην συμφωνική ορχήστρα: προέρχεται από μια άλλη εποχή και δημιουργεί ένα άλφα εικονογράφημα για τον θεατή, υποδηλώνει ένα τρόπο ζωής. Στην καθημερινή μας ζωή δεν χρησιμοποιούμε φράκο. Αν μία συμφωνική ορχήστρα ντυθεί με φράκο, αποκόπτει τον εαυτό της από την σημερινή πραγματικότητα. Μπορεί κανείς να τραβήξει το κοινό του πίσω με πράγματα της σημερινής ζωής. Με την Καμεράτα έχουμε κάνει πάρα πολύ μεγάλη πρόοδο σε αυτό τον τομέα, και είμαστε περήφανοι που έχουμε ένα ποσοστό πληρότητας της τάξης του 70-80%. Ένας λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι έγινε αυτό, είναι επειδή πλησιάσαμε τον κόσμο και με το ρεπερτόριο, και με την παρουσία μας την ίδια, που ήταν πιο “χαλαρή”. Συζητάμε με τον κόσμο πριν τις εκδηλώσεις μας, είμαστε στο Facebook, έχουμε πρόσωπο πολύ σύγχρονο και χρησιμοποιούμε τα σημερινά μέσα.
Το ρητό λέει, “ουδέν κακόν αμιγές καλού”. Η οικονομική κρίση που πλήττει κάθε έκφανση της ζωής στην Ελλάδα, τι καλό θα μπορούσε να επιφέρει για τον πολιτισμό;
Η κρίση μάς έκανε να μάθουμε πολλά πράγματα για τη διαχείριση της τέχνης, για το art management. Πώς μπορούμε να είμαστε πιο αποδοτικοί με λιγότερα χρήματα. Ελπίζω όταν έρθει πάλι η εποχή των παχιών αγελάδων, να μην το ξεχάσουμε. Είναι ένα πολύτιμο μάθημα, που μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα πολύ λαμπρό μέλλον. Ακόμα οι ευκαιρίες δεν είναι πολλές για τους καλλιτέχνες, γιατί δυστυχώς στη χώρα μας η τέχνη στην ουσία είναι μόνο στην Αθήνα, κι αυτό είναι τραγικό. Οι αρχές δεν θεωρούν ότι ο πολιτισμός είναι σημαντικός για μία πόλη εκτός Αθήνας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ακόμα και όταν υπήρχε η δυνατότητα, τα χρήματα να μην επενδύονται σωστά. Τώρα είναι αργά για να διορθώσουμε τα παλιά λάθη. Παρόλο που η δική μου γενιά δεν θα επωφεληθεί από κάτι τέτοιο, αυτό που πρέπει να γίνει, είναι να κοιτάξουμε μπροστά και να ξεκινήσουμε μία πολιτική που θα αποδώσει τα επόμενα 20 χρόνια. Π.χ. να υπάρχει η δυνατότητα να κάνεις παραστάσεις όπερας σε 5-6 ελληνικές πόλεις ή μία τουρνέ, και όλα αυτά να είναι θεσμός, όχι ευκαιριακά.
Όσον αφορά τουλάχιστον στην Αθήνα, θεωρείτε ότι συμβαίνουν αξιόλογα πράγματα;
Η μουσική ζωή, τουλάχιστον, είναι πάρα πολύ δυναμική. Υπάρχουν πολλά πράγματα και για όλα τα γούστα. Δεν είναι δεδομένο αυτό σε μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πόλη. Δεν συγκρίνω βέβαια με Λονδίνο, αλλά σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις πρέπει να τα ψάξεις, ενώ στην Αθήνα είναι όλα μπροστά σου. Όταν με ρωτάνε σχετικά στο εξωτερικό, είμαι τόσο αισιόδοξος και τους λέω πράγματα που τους εντυπωσιάζουν και δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ποτέ.
Από τη στιγμή που τα κρατικά ταμεία είναι άδεια, υπάρχουν άλλοι τρόποι προκειμένου να προσφερθεί πολιτισμός στον κόσμο;
Αν υπάρχει βούληση, ναι. Προσωπικά, αν με πάρει κάποιος και μου πει, “θέλω να κάνεις μία συναυλία στην πόλη μου”, θα πάω τζάμπα, θα πληρώσω κι απ’ την τσέπη μου. Θα βρω τρόπο εγώ και η Καμεράτα για να γίνει αυτό. Αλλά συνήθως γίνεται το αντίθετο, συνήθως εμείς παρακαλάμε. Υπάρχουν 2-3 φορείς σε πόλεις εκτός Αθηνών, με τους οποίους συνεργαζόμαστε άριστα, και από τους οποίους δεν δέχομαι ποτέ να πάρω χρήματα.
Όσον αφορά στην ιδιωτική πρωτοβουλία, πώς βλέπετε να κινούνται οι χορηγίες τα τελευταία χρόνια;
Όχι καλά. Αφού ο νόμος φοροαπαλλαγής για τη χορηγία έχει εκλείψει, είναι δύσκολο για ένα χορηγό να έχει κίνητρο. Εφόσον το κράτος αδυνατεί να δώσει χρήματα, πρέπει να δοθεί οικονομικό κίνητρο στον χορηγό, ένα benefit. Να επανέλθει το προηγούμενο καθεστώς, να εκπίπτει από τη φορολογία η χορηγία, όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο.
Κοινό παράπονο σχεδόν όλων των μουσικών, είναι η έλλειψη κεντρικού πλάνου και οργάνωσης των μουσικών σπουδών στην Ελλάδα. Έχετε διαπιστώσει να έχει γίνει καμία πρόοδος σε αυτό τον τομέα;
Όχι, δεν έχει γίνει καμία πρόοδος, πέραν της πληθώρας άριστων καθηγητών – πολύ περισσότερης απ’ ό,τι όταν σπούδαζα εγώ. Γενικά υπάρχει παντελής έλλειψη φορέων, δηλαδή ωδείων, ακαδημίας κ.λ.π. Είμαστε πολύ μακριά ακόμα από μια «συγκεντρωμένη» μουσική εκπαίδευση. Παρόλ’ αυτά είμαι σίγουρος ότι όποιος ενδιαφέρεται, θα βρει τις καλύτερες συνθήκες για να μάθει, εντός Ελλάδας. Δεν είναι πολύ απλό, αλλά γίνεται. Μπορεί ένας νέος μουσικός να είναι ακόμα και σε καλύτερο επίπεδο σε σχέση με σπουδαστές του εξωτερικού, αρκεί να ξέρει πού θα πάει και να έχει τις “κεραίες” του ανοιχτές. Πηγαίνοντας στο εξωτερικό, θα έχει πάρει βάσεις που θα τον κάνουν να μην έχει τίποτα να ζηλέψει, αρκεί πάντα να το ψάξει.
Υπάρχει πολλή μουσική γύρω μας, στα media, στα καταστήματα, στον δρόμο. Πώς μπορεί κάποιος να σταθεί στο “καλό” και σε αυτό που του αρέσει πραγματικά;
Στην ουσία μάς επιβάλλονται οι μουσικές που “πρέπει” να μας αρέσουν, ένα είδος ευκαιριακής κουλτούρας, με σκοπό το εύκολο κέρδος. Όταν ακούς κάτι παντού, σου γίνεται βίωμα. Αλλά νομίζω ότι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου ξεκινάει από τον ίδιο τον άνθρωπο. Θέλω να πω ότι η αναζήτηση για την τέχνη και η ανησυχία δεν προέρχονται από καμία καμπάνια, είναι προσωπική αναζήτηση. Π.χ. όταν ακούσεις κάτι στη τηλεόραση και πεις “τι ωραίο αυτό, τι και από ποιον είναι”, και το ψάξεις. Όμως όταν αναζητάς κάτι, πρέπει μετά αυτό να είναι εύκολα προσβάσιμο, να είναι μπροστά σου. Γι’ αυτό χρειάζονται περισσότερη κλασική μουσική στα ΜΜΕ και καλύτερη ενημέρωση από εμάς τους ίδιους. Πρέπει να μιλάμε στους ανθρώπους με σύγχρονο τρόπο, όχι π.χ. «ο διάσημος σολίστ τάδε έρχεται και θα ερμηνεύσει το αριστουργηματικό 5ο κοντσέρτο του Μπετόβεν”, γιατί έτσι δεν ενδιαφέρει. Η κλασική μουσική είναι λίγο πίσω στον επικοινωνικό τομέα. Η Καμεράτα όμως και η Λυρική, τα τελευταία χρόνια έχουν πετύχει τον στόχο της σύγχρονης επικοινωνίας, και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών είναι σε πολύ καλό δρόμο.
Info: Η παράσταση “Ο Βαφτιστικός” παρουσιάζεται στις 3 και 4 Ιουλίου στις 21.00 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Διάρκεια: 2:15′ περίπου (με διάλειμμα)
Τιμές εισιτηρίων: 40€ (VIP), 30€ (Ζώνη Α), 20€ (Ζώνη Β), 15€ (Ζώνη Γ), 10€ (Φοιτητικό, ΑΜΕΑ)