Δον Κιχώτης των Blitz στο Φεστιβάλ Αθηνών- Δονκιχωτισμός και βαρβαρότητα!
Την τρέλα ενός ανθρώπινου, αλλά και ταλαιπωρημένου Δον Κιχώτη σε κοντράστ με την βάρβαρη τρέλα του κόσμου, μας παρουσίασε με πιο σύγχρονους όρους και εικόνες η πρωτοποριακή θεατρική ομάδα Blitz στην σκηνή της Πειραιώς 260 για το Φεστιβάλ Αθηνών.
Στην παράσταση “Δον Κιχώτης” οι Blitz δοκίμασαν να εικονογραφήσουν την τρέλα του ήρωα, αφαιρώντας της κάθε ιδεαλιστικό στοιχείο. Δανειζόμενη τη γλώσσα του ντοκιμαντέρ, η θεατρική Ομάδα παρουσιάζει γεγονότα της ζωής και περιστατικά που ακολούθησαν το θάνατο του Δον Κιχώτη, μέσα από μαρτυρίες σύγχρονων και μεταγενέστερών του υπαρκτών και επινοημένων προσώπων. Δεν λείπουν κάποιες σφήνες, που χαρακτηρίζονται από μία καλλιτεχνική αυτοαναφορικότητα, στις οποίες γίνεται λόγος για τον Ταρκόφσκι, τον Ντοστογιέφσκι και άλλους δημιουργούς.
Ο Δον Κιχώτης τρέχει βραδέως, σχεδόν ακινητοποιημένος, σαν να πατάει σε κυλιόμενο διάδρομο. Γύρω του εμφανίζονται εικόνες αποκαλύψεως και αδυσώπητης βαρβαρότητας: Τρομοκράτες με μάσκες πουλιών, που αντί να μιλάνε κρώζουν, ομαδικές εκτελέσεις αμάχων, βιασμοί που φωτογραφίζονται από κινητά τηλέφωνα- θυμίζοντας σκηνές με κακοποίηση Ιρακινών αιχμαλώτων από Αμερικάνους. Θα έλεγε κανείς ότι είναι ένα κράμα των βίαιων εικόνων που βλέπουμε στις ειδήσεις και των τεράτων που ζωγραφίζει ο Ιερώνυμος Μπος. Η βία είναι μέσα μας και γύρω μας. Ο Δον Κιχώτης οραματίζεται τη βία, αλλά αυτό που ονειρεύεται στις ηρωικές παραισθήσεις του ωχριά μπροστά σε αυτό που πραγματικά είναι η φρίκη του πολέμου.
Παράλληλα, ο Δον Κιχώτης παρουσιάζεται με πολύ ρεαλιστικές απεικονίσεις, σαν ένας ταλαιπωρημένος γέρος, που δεν πραγματοποιεί καμία δράση, που απλώς τρέχει, μιλάει μόνος του, κάνει σπαστικές κινήσεις, χάνεται στον εαυτό του. Κι έχουμε από την άλλη, κάποιους χαρακτήρες που μιλάνε, με στοιχεία κωμωδίας ή δράματος, για τον αντί-ήρωα.
Το soundtrack της παράστασης περιλαμβάνει πολύ σημαντικά έργα της κλασικής μουσικής, όπως το δεύτερο μέρος της 7ης του Beethoven, η το πρελούδιο της όπερας Τριστάνος και Ιζόλδη του Wagner. Παρά την υψηλή ποιότητα των έργων που έχουν χρησιμοποιηθεί, οι μουσικές δεν δένουν πάντα είτε μεταξύ τους, είτε με τις σκηνές που παρουσιάζουν. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι αρκετά προβλέψιμες οι μουσικές επιλογές, καθώς τα κομμάτια αυτά είναι πολυχρησιμοποιημένα.
Η παράσταση χρησιμοποιεί έναν πολυπρόσωπο θίασο, σε μία τεράστια σκηνή, την οποία γεμίζει πολύ αποτελεσματικά το ευρηματικό σκηνικό που αποτελείται από συστάδες θάμνων. Κρατάει 1 ώρα και 5 λεπτά και με τις πολλές παύσεις και επαναλήψεις που έχει, ζήτημα να κρατάει 35 με 40 λεπτά.
Το θέμα θεωρώ ότι καλύφθηκε ελάχιστα. Και λέγοντας θέμα, εννοώ μία αποσπασματική βιογραφία του Δον Κιχώτη, αλλά και την αποτύπωση της παράνοιας, την οποία είτε βιώνουμε, είτε συνδημιουργούμε, είτε την βλέπουμε από τις φρικτές εικόνες της τηλεόρασης. Μία τόσο συμπυκνωμένη θεατρική δημιουργία, είναι σαν να μην επιχειρεί καν να καλύψει ούτε τα βασικά σημεία του θέματος που η ίδια επέλεξε. Επίσης, οι πολλοί επαναλαμβανόμενοι κρότοι και πυροβολισμοί καταντάνε μονότονοι και δεν προκαλούν από κάποια στιγμή και μετά τα έντονα ερεθίσματα, που φιλοδοξούν οι δημιουργοί τους.
Οι ηθοποιοί της παράστασης δύσκολα μπορούν να κριθούν με τα σύντομα περάσματα που είχαν. Ωστόσο, ξεχωρίζει, σαν τυπάς, αλλά και με το κωμικό- ρεαλιστικό ύφος που υιοθετεί και την ερμηνευτική τόλμη του ο Ερρίκος Λίτσης, που δένει τέλεια με αυτό που θέλουν να παρουσιάσουν οι Blitz. Ποιοτική, ευαίσθητη και τολμηρή ήταν η σωματοποίηση του blitzικού Δον Κιχώτη από τον Νίκο Φλέσσα. Μου άρεσαν ακόμη η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου ως ανιψιά του Δον Κιχώτη, αλλά και η Αγγελική Παπούλια σε ένα σύντομο πέρασμά της.
Η παράσταση Δον Κιχώτης καταφέρνει να φέρει το ελληνικό θέατρο κοντά στις θεατρικές πρωτοπορίες του εξωτερικού, με τον θίασο των Blitz να δημιουργεί δικές του απαντήσεις στα σύγχρονα ερωτήματα. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η δύναμη των εικόνων, ο συμπυκνωμένος λόγος, οι κινηματογραφικές αναφορές, ο ρεαλισμός που καταφέρνει να συνδυάζεται αρμονικά με την αφαίρεση. Ωστόσο, το περιορισμένο χρονικό εύρος του έργου, σε συνδυασμό με τις πολλές επαναλήψεις, υπονόμευσε και το καλλιτεχνικό του εύρος. Πιστεύω ότι δεν είχε την απαραίτητη έκταση και την πυκνότητα, ώστε να καλύψει τις υψηλές απαιτήσεις, που το ίδιο μας δημιούργησε.
Γιώργος Σμυρνής