“Διονύσιος Σολωμός – Ο Λάμπρος, Ζακύνθου αρ. 12” στο Φεστιβάλ Αθηνών- Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα!
Ένα βαρύ κι ασήκωτο ποιητικό αφήγημα γνώρισε μία βαριά και δυσκίνητη σκηνική μεταφορά στην παράσταση “Λάμπρος Ζακύνθου αρ. 12” στην Πειραιώς 260 για το Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία Σύλβιας Λιούλιου. Πρόκειται για το Ζ.12 Σολωμικό χειρόγραφο, το οποίο περιγράφει την τραγική ιστορία του επαναστάτη Λάμπρου, “κακοήθους αλλά μεγαλόψυχου άνδρα”, και της “δυστυχούς” Μαρίας, με την οποία “έλαβε τέσσερα τέκνα” και που έμελλε να “κάμει χωρίς να το γνωρίζει γυναίκα την εδική του κόρη.”
Το ποιητικό έργο του Σολωμού αφηγείται μία τραγική ιστορία αιμομιξίας και αυτοκτονιών. Ο γοητευτικός κλεφταρματωλός Λάμπρος αποπλανεί και αφήνει έγκυο την Μαρία. Τέσσερα παιδιά γεννάει η κοπέλα, τα οποία ο Λάμπρος στέλνει σε ορφανοτροφείο (τα ίδια έκανε κι ο πατέρας της δημοκρατίας αλλά ιδιότροπος χαρακτήρας Ζαν Ζακ Ρουσώ). Η κόρη αποκτά ένα σημάδι στο χέρι από τη μάνα της, που αρνείται να την αφήσει να φύγει.
Μετά από κάποια χρόνια έχει ξεκινήσει η επανάσταση του 21, στην οποία ο Λάμπρος πολεμάει γενναία. Μία κοπέλα αυτομολεί από τους Τούρκους και προειδοποιεί τους Έλληνες για μία τουρκική ενέδρα, σώζοντάς τους τη ζωή. Ο Λάμπρος ερωτεύεται την πανέμορφη κοπελιά και κάνουν σεξ. Κάποια στιγμή βλέπει στο κορμί της σημάδια ίδια με αυτά που είχε κάνει η Μαρία στην κόρη της, πριν την πάνε στο ορφανοτροφείο. Καταλαβαίνει ότι έχει κάνει έρωτα με την ίδια του την κόρη. Μία τυπική για την ρομαντική ποίηση ιστορία ακραίων τύψεων για την αιμομιξία, με αυτοκτονίες, φαντάσματα και τραγικές εικόνες, ακολουθεί.
Αυτά είναι όσα κατάλαβα από την συγκεκριμένη παράσταση. Τα κατάλαβα όμως πριν η παράσταση καν αρχίσει. Μας μοίρασαν ένα χαρτί που έλεγε όλη την υπόθεση. Αρχικά, μου έκανε εντύπωση, γιατί αποκάλυπτε όλη την ιστορία. Σκέφτηκα ότι έτσι χαλάει το σασπένς. Αλλά παρακολουθώντας την παράσταση, συνειδητοποίησα ότι αν δεν έδιναν τουλάχιστον την υπόθεση γραμμένη, δεν θα καταλάβαινε κανένας τίποτα. Ήταν η δυσκολία του ποιητικού κειμένου, αλλά και η σκηνική
Ως προς την θεατροποίηση του ασαφούς κι αποσπασματικού ποιητικού κειμένου, εγώ δεν διέκρινα και πολλά πράγματα. Οι δύο πρωταγωνιστές (Έλενα Τοπαλίδου και Μιλτιάδης Φιορέντζης) ήταν πάνω σε μια σειρά τραπέζια κι ο καθένας έκανε την δική του διαδρομή απαγγέλοντας. Σε μία παράσταση διάρκειας 50 λεπτών, ζήτημα να διέσχισαν 10 μέτρα ο καθένας. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μία εξαιρετικά στατική παράσταση, απαγγελίας. Δεν υπήρχαν διαλογικά μέρη, αλλά οι δύο ηθοποιοί είχαν μοιραστεί τα κομμάτια που είχαν να απαγγείλουν. Οι ηθοποιοί έδειξαν την ικανότητά τους, μέσα από την απαγγελία, η οποία είχε ερμηνευτική ποιότητα.
Η μουσική της Λένας Πλάτωνος έδινε κάποια ερεθίσματα, συνδυάζοντας τις μελωδίες με διάφορους θορύβους, κάνοντας την πιο ταιριαστή σε μία θεατρική περφόρμανς. Όμως, ήταν κάπως μονότονη. Παράλληλα, οι φωτισμοί δημιουργούσαν μία αίσθηση μισοσκόταδου, ένα θεατρικό δρώμενο στις σκιές, που ταιριάζει με το σκοτεινό περιεχόμενο του θέματος (θάνατος, τύψεις, αιώνια νύχτα, δυστυχία), αλλά από την άλλη κάνει ακόμα πιο βαριά και κουραστική την αναπαράσταση.
Κατά την γνώμη μου, δεν είναι όλα τα λογοτεχνικά έργα κατάλληλο υλικό για μία θεατρική παράσταση. Όταν συνδυάζεις ένα δυσνόητο, ατελές ποιητικό κείμενο με μία τελείως λιτή, μινιμαλιστική σκηνοθεσία, το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον φορτικό. Η μικρή διάρκεια ενός έργου δεν είναι πανάκεια. Η παράσταση με κούρασε κι ας κράτησε μόνο 50 λεπτά.
Γιώργος Σμυρνής