Έλλη Παπακωνσταντίνου:- Η κρατική βία γεννά βία. Αυτό δεν είναι μόνο νομοτελειακό, αλλά και αναγκαίο!
Η Έλλη Παπακωνσταντίνου σκηνοθετεί ένα από τα διασημότερα ημιτελή έργα του θεάτρου, τον θρυλικό Βόυτσεκ του Μπύχνερ στην παράσταση με τίτλο Κουαρτέτο Βόυτσεκ που παρουσιάζεται από τις 12 έως τις 14 Ιουλίου στη Πειραιώς 260 στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Σκηνοθέτης με σημαντικές “περγαμηνές”, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης (Τμήμα Θεάτρου) και στο Royal Holloway, University of London (Master σκηνοθεσίας), ενώ εργάστηκε ως σκηνοθέτης στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ελλάδα. Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
Συνεργάστηκε με θεατρικούς συγγραφείς του Royal Court Theatre για τη δημιουργία νέων θεατρικών έργων κι έχει τιμηθεί με σημαντικά βραβεία στην Μ. Βρετανία. Δίδαξε σκηνοθεσία και υποκριτική στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Πελοποννήσου και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Royal Holloway, University of London).
Όπως παραδέχεται στην συνέντευξη που μας παραχώρησε, η Έλλη Παπακωνσταντίνου ασχολείται με το ζήτημα του Βόυτσεκ μέσα από μία καθαρά πολιτική σκοπιά. Θεωρεί το έργο εξαιρετικά σύγχρονο, καθώς πιστεύει ότι οι Έλληνες στερούνται συνταγματικών τους δικαιωμάτων και “βοϋτσεκοποιούνται.” Μέσα από αυτήν την οπτική, η παράσταση της κ. Παπακωνσταντίνου ενσωματώνει διακειμενικά στοιχεία, όπως το πολιτικό μανιφέστο του Μπύχνερ, καθώς και έναν πολιτικό λόγο της Μέρκελ.
-Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με τον “Βόυτσεκ”;
Είναι ένα πολιτικό έργο που δείχνει πώς η κρατική καταστολή εξωθεί ένα «μικρό» άνθρωπο σε μια ακραία πράξη βίας. Αυτή η βία αντιμετωπίζεται από τον Μπύχνερ ως απάντηση στην κρατική βία. Ο Μπύχνερ αποφεύγει τον οποιοδήποτε διδακτισμό, καταγράφει το γεγονός από μια απόσταση. Το έργο είναι ένα σπασμένο σώμα, «ανοιχτό» σε αναγνώσεις, προϊόν θυμού κι όχι μελαγχολίας δεν δίνει περιθώρια για αυτό-λύπηση και μελοδραματισμό. Εξωθεί τον θεατή να πάρει θέση.
-Ποιες ιδιαιτερότητες έχει η δική σας εκδοχή;
Παρουσιάζω τον Βόυτσεκ μέσα από την συνθήκη μιας ζωντανής συναυλίας. Είναι ένα γκρουπ που το αποτελούν σημερινοί άνθρωποι-πολίτες της Ελλάδας- αυτοί “παθαίνουν”. Στο πρόσωπό τους βλέπω όλους εμάς που “βοϋτσεκοποιούμεθα”.
– Οι ηθοποιοί της παράστασης θα παίζουν μουσικά όργανα;
Ναι. Είχα την τύχη όλοι οι περφόρμερς να έχουν την διπλή ιδιότητα του μουσικού-ηθοποιού. Ο Αργύρης Ξάφης παίζει ηλ.κιθάρα, loops, φυσαρμόνικα, φωνητικά, η Φένια Παπαδόδημα πλήκτρα, φωνητικά, ο Τηλέμαχος Μούσας ηλ. κιθάρα, μουσικό πριόνι, ο Άντριαν Φρίλιγκ παίζει theremin. «Κουαρτέτο Βόυτσεκ» λέμε το γκρουπ μας. Ο ήχος του γκρουπ είναι « post-rock» με πολλά οπερατικά στοιχεία αντλούμενα από τον «Wozzeck» του Άλμπαν Μπεργκ. Φυσικά υπάρχει πρόζα. Οι σκηνές του Μπυχνερικού Βόυτσεκ προκύπτουν μέσα από τη συνθήκη της συναυλίας. Η παράσταση στήνεται, όπως μια συναυλία, δηλαδή με αναγγελία κομματιών, κουρδίσματα και άλλα τεχνικά ανάμεσα στα κομμάτια κλπ.
-Το θέμα της τρέλας συνδέει έργα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου (όπως ο Αίας και ο Ηρακλής Μαινόμενος) με τον Άμλετ, τον Βόυτσεκ, το θέατρο του παραλόγου σε μία διαδρομή που φωτίζεται από μνημειώδη θεατρικά επιτεύγματα. Τι είναι αυτό που κάνει το συγκεκριμένο θέμα τόσο σημαντικό για την δραματουργία;
Η τρέλα εδώ συνδέεται με την πολιτική καταπίεση. Δεν πρόκειται δηλαδή για το ψυχογράφημα ενός ψυχωτικού, αλλά για την “συμπτωματολογία” ενός ανθρώπου χωρίς φωνή, χωρίς μέλλον. Ενός ανθρώπου που γίνεται κατ’ εξακολούθηση το θύμα της κρατικής βίας και της απόλυτης εξαθλίωσης.
– Ο Μπύχνερ, ο δημιουργός του Βόυτσεκ, ήταν ένας βαθύτατα πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης και επιστήμονας, ο οποίος είχε έντονη επαναστατική δράση. Η δική σας εκδοχή του Βόυτσεκ θα έχει πολιτική άποψη; Και αν ναι, θα έχει να κάνει με την εποχή μας;
Είναι πολιτική η ανάγνωσή μου, άλλωστε για αυτόν τον λόγο επέλεξα το έργο. Σήμερα στην Ελλάδα διαμορφώνεται μια νέα κατηγορία υπο-πολιτών που στερούνται συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων αισθάνεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, να «Βοϋτσεκοποιούνται». Η παράσταση ενσωματώνει διακειμενικά στοιχεία όπως τον “Κύρηκα της Έσσης”, πολιτικό μανιφέστο του Μπύχνερ, καθώς και έναν πολιτικό λόγο της Μέρκελ, σχολιάζει μουσικά την ελληνική μεταπολίτευση κλπ. Ακολουθώντας την γραμμή του Μπύχνερ, προσπάθησα να αποφύγω τον οποιοδήποτε διδακτισμό και μέσα από το έργο του να εξωθήσω τον θεατή στο να πάρει θέση.
– Ο Βόυτσεκ ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο, που απασχόλησε (τον Μπύχνερ και όχι μόνο) και από εγκληματολογική σκοπιά. Η δική σας εκδοχή θα έχει εγκληματολογική ματιά πάνω στον χαρακτήρα;
Όχι. Ο Μπύχνερ φυσικά μελέτησε τισ περιπτώσεις δύο εγκληματιών της εποχής του για να πλάσει τον χαρακτήρα του, αλλά στη δική μου ανάγνωση ο Βόυτσεκ δεν είναι εγκληματίας. Εγκληματική είναι η βία που υφίσταται. Η κρατική βία γεννά βία. Αυτό δεν είναι μόνο νομοτελειακό, αλλά και αναγκαίο.
– Πώς ήταν η συνεργασία σας με τους Γερμανούς ηθοποιούς Adrian Freiling και Hendrik Arnst;
Εξαιρετική. O Αdrian Freiling είναι στενός μου συνεργάτης, μέλος της ομάδας “odc” που πάντα με βοηθάει να εξελίσομαι. Θαύμαζα ως θεατής τον Henrdrik Arnst σε παραστάσεις που είχα δει στην Volksbuhne και στον Ιβάνοφ όταν παίχτηκε το 2007 στο Φεστιβάλ Αθηνών και χαίρομαι που το Φεστιβάλ μου δίνει την δυνατότητα να συνεργαστώ με ένα τόσο σημαντικό ηθοποιό.
-Η παράστασή σας συμμετέχει στο Φεστιβάλ Αθηνών. Πώς κρίνετε μέχρι τώρα το φετινό φεστιβάλ; Θεωρείτε ότι ο θεσμός έχει εκσυγχρονιστεί τα τελευταία χρόνια;
Το Φεστιβάλ Αθηνών μέσα στην συνολική πολιτιστική έκπτωση, εξακολουθεί να παράγει πολιτισμό. Δεν είμαι εγώ σε θέση να κρίνω τον προγραμματισμό ενός φεστιβάλ. Με τι κριτήρια; Έχουμε την τάση να επικρίνουμε ό,τι ξεχωρίζει. Θεωρώ καταπληκτικό το ότι υπάρχει αυτός ο θεσμός με την παρούσα καλλιτεχνική διεύθυνση και πρέπει να συνεχιστεί- μην ξεχνάτε πόσο έχει διαμορφώσει την αισθητική μας! Συνεργασίες με διεθνείς δημιουργούς, όπως για παράδειγμα η δική μας με τον Hendrik Arnst δεν θα συνέβαιναν διαφορετικά.
–Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Τον Οκτώβριο θα παρουσιάσω την νέα δουλειά της ομάδας “odc” Βυρσοδεψείο. Για αυτήν την δουλειά κάνουμε πρόβες από τον Μάρτιο!