Insenso του Μ. Μαρμαρινού: Η εκδίκηση της γυναίκας!
Μία νέα διάσταση στην παρακολούθηση ενός θεατρικού δρώμενου έδωσε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός με την παράσταση Insenso που σκηνοθέτησε στα πλαίσια του φετινού φεστιβάλ Αθηνών σε κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη. Η προσπάθεια των δύο δημιουργών ήταν να παρουσιάσουν μία όπερα χωρίς μουσική, βασισμένη στο έργο Senso του Λουκίνο Βισκόντι, που όμως δεν είναι όπερα, αλλά κινηματογραφική ταινία.
Το Senso του Βισκόντι ξεκινάει σε μία αίθουσα όπερας και τελειώνει με την εκτέλεση ενός λιποτάκτη. Στο ενδιάμεσο η Ιταλίδα κόμισσα Λίβια Σερπιέρι ερωτεύεται τον υπαξιωματικό του καταχτητή αυστριακού στρατού Φραντς Μάλερ. Όταν αυτός την εγκαταλείπει, αυτή τον καταγγέλλει για λιποταξία απ’ τον αυστριακό στρατό. Ο Μάλερ εκτελείται. Το έργο τελειώνει με μία εκπληκτική αποτύπωση του εκτελεστικού αποσπάσματος, που εξοντώνει τον Αυστριακό αξιωματικό, αποτελώντας ένα εξαίρετο δείγμα του ιταλικού νεορεαλισμού.
Το Insenso αρχίζει εκεί που τελειώνει η ταινία. Η Σαρπιέρι έχει να αντιπαλέψει τις τύψεις της. Όλο το έργο είναι στην ουσία ένας εσωτερικός μονόλογος της κόμισσας, ο οποίος απαγγέλλεται από πολλές ηθοποιούς και όχι μία. Και παράλληλα, ακόμα περισσότερες ηθοποιοί κατακλύζουν το χώρο, δημιουργώντας έναν χορό, που αποτελείται από το ίδιο πρόσωπο- την προδομένη και γεμάτη ενοχές Ιταλίδα.
Η παράσταση έχει μία ιδιοτυπία. Στο πρώτο μέρος η παρακολούθηση του δρωμένου απαιτεί πεζοπορία. Σαν σε παιδική εκδρομή, το κοινό χωρίζεται σε γυναίκες και άντρες και κάθε μία από τις δύο ομάδες οδηγείται απο διαφορετικές πορείες, για να δει τα ίδια θεάματα. Ένα τεράστιο χαντάκι, όπου υπάρχει ένα ηχείο, στο οποίο ακούμε τις πρώτες κουβέντες της απελπισμένης κόμισσας. Κάνει εντύπωση η έλλειψη αξιοποίησης του συγκεκριμένου χώρου. Στη συνέχεια, οι θεατές οδηγούνται σε μια λίμνη, γύρω από την οποία οι δεκάδες πρωταγωνίστριες της παράστασης στήνουν τον χορό αυτής της όπερας χωρίς μουσική.
Στο δεύτερο μέρος, οι θεατές από πεζοπόροι- εκδρομείς μετατρέπονται σε συμβατικούς θεατές. Κάθονται στις θέσεις τους στην θεατρική σκηνή και παρακολουθούν το δρώμενο, δηλαδή μία απελπισμένη σωματική και λεκτική αποτύπωση της απελπισίας και της μοναξιάς που βιώνει η πρωταγωνίστρια. Οι ηθοποιοί που απαγγέλλουν φοράνε ψείρες, έτσι ώστε ο ήχος που βγαίνει να ακούγεται σαν η ηχώ του μυαλού. Ενίοτε, ο Μαρμαρινός εισβάλλει στην παράστασή του, θέλοντας να δείξει ότι δημιουργεί το θέατρο του δημιουργού- κατά τον κινηματογράφο του δημιουργού. Στο τέλος οι ηθοποιοί απομακρύνονται από τους θεατές και πλησιάζουν τις ειδικές εξέδρες που έχει η σκηνή. Εκεί αφαιρούν τελετουργικά τα ρούχα τους, δημιουργώντας μία σκηνή γυμνού δουλεμένη και με καλλιτεχνική ποιότητα. Το αν το γυμνό είναι απαραίτητο ή όχι, είναι ένα ερώτημα που δύσκολα κανείς μπορεί να απαντήσει. Είναι μία επιλογή. Ο Μαρμαρινός την υποστήριξε σωστά. Εκείνο που δεν θεωρώ ότι υποστηρίχθηκε επαρκώς ήταν η πολιτική- ιστορική πτυχή του θέματος. Ειδικά η σκηνή που όλες μαζί οι γυναίκες της παράστασης αρχίζουν να τρέχουν πάνω- κάτω και να ουρλιάζουν “Γκαριμπάλντι- Γκαριμπάλντι!” (ο αρχηγός της Ιταλικής επανάστασης εις βάρος των Αυστριακών) μου φάνηκε ξεκάρφωτη εντελώς.
Πάντως, παρακολουθώντας το Insenso υπέθεσα ότι το πρότυπό του, το Senso ήταν μία ταινία νωχελικών ρυθμών, με πολύ εσωτερικό μονόλογο, αργά πλάνα, ελάχιστη δράση, στο στυλ του Αγγελόπουλου και του Ταρκόφσκι. Βλέποντας αποσπάσματα του έργου του Βισκόντι στο διαδίκτυο, κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Πρόκειται για μία ταινία με ξεκάθαρη και γρήγορη αφήγηση. Το εικαστικό θέατρο του Μαρμαρινού δεν αποτυπώνει ιδιαίτερα το πνεύμα της ταινίας, με αποτέλεσμα η τόση έμφαση στο έργο του Βισκόντι να μοιάζει ολίγον παραπλανητική. Για το κατά πόσον προσεγγίζει το πνεύμα της όπερας, καταφέρνει να δημιουργεί μία όπερα χωρίς μουσική (ή με μία εσωτερική μουσική), διατηρώντας μόνο το στατικό θέατρο της και παλεύοντας να του δώσει κάποια κίνηση με απελπισμένα τρεξίματα των ηθοποιών.
Το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη, είναι σαν να προσπαθεί να συνδυάσει τον Μαρκήσιο ντε Σαντ με τον Προυστ και τoν Φρόιντ. Υπάρχει μία φιλοσοφική ενατένιση, πολλές επαναλήψεις στην προσπάθεια του δημιουργού να αποτυπώσει το πώς ακούγεται η σκέψη μας (η οποία διαρκώς επαναλαμβάνεται), αλλά και μία υπαρξιστική προσέγγιση. Κύρια θέματα, ο φόβος απέναντι στο κενό και τη μοναξιά, η αμφισβήτηση της ύπαρξης του Θεού, η αναγνώριση της ανάγκης για τον άλλο άνθρωπο, αλλά και ακραίες εκφράσεις έρωτα, με χυδαίο λόγο, που δεν σοκάρει λόγω της αφαιρετικότητας ενός κειμένου, που έτσι κι αλλιώς παραείναι στοχαστικό σε όλες του τις εκφάνσεις και δεν σε παρασύρει ιδιαίτερα σε συναισθήματα.
Προσωπικά, το Insenso με έχει προβληματίσει ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη παράσταση. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν με άγγιξε και με κούρασε αρκετά με την αφαιρετικότητά του και τον πολύ εσωτερικό μονόλογο. Από την άλλη, εκτιμώ ότι ως δημιουργία έχει βάθος και πρωτοτυπία. Ο Μαρμαρινός έχει προσπαθήσει να αναδείξει μία εικαστική πλευρά ενός “θεάτρου του δημιουργού” και ίσως μία νέα θεατρική γλώσσα.
Γιώργος Σμυρνής