MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Κουαρτέτο Βόυτσεκ στο Φεστιβάλ Αθηνών- Το πειραματόζωο και η Μέρκελ

Βόυτσεκ μετά μουσικής από την σκηνοθέτη Έλλη Παπακωνσταντίνου. Το ημιτελές αριστούργημα του Μπύχνερ παρουσιάσθηκε μέσα από πλευρές πολιτικές και μουσικές, σε μία σκληρή και πρωτότυπη παράσταση που παρουσιάσθηκε στην Πειραιώς 260 στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Το κουαρτέτο Βόυτσεκ αντλεί το υλικό της από το έργο του Μπύχνερ (1836) και την ομώνυμη όπερα του Άλμπαν Μπεργκ. Επίσης, προσπαθεί να συσχετίσει το δράμα του Βόυτσεκ με την κατάσταση που ζει σήμερα η Ελλάδα και η Ευρώπη, με την οικονομική κρίση, τις χώρες και οικονομίες πειραματόζωα, καθώς και την κοινωνική αναταραχή.
Σε ένα ντεκόρ κιγκλίδωμα οι ήρωες της παράστασης αναπαριστούν το δράμα της ζωής τους, πότε με πρόζα και πότε με ροκ μιούζικαλ. Ο στρατιώτης Βόυτσεκ εμφανίζεται ως ένας κοινός άνθρωπος, που υφίσταται ιατρικά πειράματα, την κοινωνική πίεση από την στρατιωτική ιεραρχία, την κοινωνική κατακραυγή καθώς με την σύντροφό του έχει ένα παιδί εκτός γάμου και την φτώχεια. Αν και κατακριτέος από την κοινωνία, είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος, με τον τρόπο που παρουσιάζεται από τον Μπύχνερ, έχει ηθικές αξίες, καθώς φτάνει ακόμα και πειραματόζωο να γίνει, για να ταΐσει το παιδί του.

Η σύντροφός του κάποια στιγμή τον απατάει με τον γοητευτικό αρχιτυμπανιστή του στρατού. Κι ο διαταραγμένος Βόυτσεκ την σκοτώνει. Το έργο γράφτηκε από τον Μπύχνερ, για να αποδείξει ότι ο Βόυτσεκ εκτελέστηκε άδικα (θα έπρεπε να υποστεί μειωμένο καταλογισμό για την πράξη του). Ο συγγραφέας επιμένει πολύ στο γεγονός ότι ο ταλαίπωρος στρατιώτης ήταν πειραματόζωο. Ένας γιατρός τον τάιζε μόνο με μπιζέλια για μήνες. Μια διατροφή αποκλειστικά με μπιζέλια, στις μέρες μας (που η ψυχιατρική επιστήμη έχει κάνει άλματα σε σχέση με το 1836) δύσκολα μπορεί να γίνει πειστικό ως λόγος για να σαλτάρει κάποιος και να σκοτώσει. Γι’ αυτό και οι σκηνοθέτες (μεταξύ των οποίων και η Έλλη Παπακωνσταντίνου) επιλέγουν διάφορες πιο φαντεζί αναπαραστάσεις πειραμάτων πάνω στον πρωταγωνιστή, με ηλεκτροσόκ και άλλες εντυπωσιακές και σκληρές εικόνες.

Ωστόσο, η σκηνοθεσία αξιοποιεί και με έναν άλλο τρόπο την διατροφή με μπιζέλια, που ίσως φωτίζει και μία άλλη πλευρά του κειμένου του Μπύχνερ. Καθώς το πειραματόζωο Βόυτσεκ στην παράσταση παραλληλίζεται με το πειραματόζωο της Ευρώπης Ελλάδα, στην παράσταση λέγεται ότι όχι μόνο ο Βόυτσεκ, αλλά και οι Έλληνες θα έχουν αποκλειστικά διατροφή με μπιζέλια, λόγω της οικονομικής κρίσης. Αν και αυτό είναι μία γέφυρα, για να συσχετίσει δύο διαφορετικά ζητήματα, ίσως να δίνει κι ένα νέο φως στο “πείραμα με τα μπιζέλια”. Μπιζέλια θα τρώνε οι πιο φτωχοί. Κι η φτώχεια φέρνει κοινωνική ένταση και βία ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι, οι πιθανότητες κάποιος να βγει εκτός ελέγχου και να κάνει κάποια φοβερή πράξη, μεγαλώνουν.

Η οπτική της Έλλης Παπακωνσταντίνου χαρακτηρίζεται από την εμμονή να επικαιροποιήσει και να πολιτικοποιήσει την υπόθεση του Βόυτσεκ. Κατά τη γνώμη μου, το να αναγάγεις κάθε πράξη βίας (ακόμα κι ένα έγκλημα πάθους) σε πολιτική πράξη, είναι ισοπεδωτικό. Ωστόσο, επειδή είναι πολύ καλή στην δουλειά της, όλα αυτά πέρασαν ξώφαλτσα, ενώ μπορεί και να εμπλούτισαν το θεατρικό της εγχείρημα. Με καλή χρήση των ηθοποιών, δυνατές εικόνες, τη μουσική να δίνει τον τόνο και γενικά έξυπνες επιλογές, η παράσταση είχε ένταση και δεν πρόδωσε το δράμα του έργου, ακόμα και σε στιγμές που η ροκ όπερα έμπλεκε με τον διάλογο.

Επίσης, οι αναφορές στη Μέρκελ (η οποία μάλλον “φταίει” ακόμα και για τον Βόυτσεκ) ήταν έξυπνα τοποθετημένες και δεν δημιουργούσαν πρόβλημα στην ροή του έργου. Υπήρχαν σημεία με έντονους συμβολισμούς, όπως το σημείο της πάλης του Βόυτσεκ με τον αρχιτυμπανιστή. Αντί να πλακωθούν στις μπουνιές, υιοθετήθηκε το εύρημα της μουσικής μονομαχίας, με τον “κακομοίρη” Βόυτσεκ να παίζει μια απλή φυσαρμόνικα και τον γόη της ιστορίας να παίζει μία πανίσχυρη ηλεκτρική κιθάρα. Η σκηνή αυτή θα μπορούσε να ιδωθεί ακόμα και σαν μουσικό σχόλιο, που μοιάζει να θυμίζει στο κοινό την μετάλλαξη του μοναχικού μπλουζ σε ένα ποπ και ροκ φαινόμενο μαζικής κατανάλωσης, όταν το υφάρπαξαν οι λευκοί νεαροί μουσικοί από τους μαύρους μοναχικούς μπλουζίστες. (Όμως, δεν υφάρπαξε και ο γοητευτικός σαν ροκ σταρ αρχιτυμπανιστής την σύντροφο του εσωστρεφούς και ελάχιστα σαγηνευτικού Βόυτσεκ;)

Βέβαια, πρέπει να πούμε εδώ ότι για να καταλάβεις αυτό το έργο, πρέπει να το έχεις ξαναδεί ή να το έχεις διαβάσει. Κάτι που γίνεται αναγκαίο, όχι μόνο από τις επιλογές των σκηνοθετών, που προσπαθούν να διαφοροποιηθούν από προηγούμενες παραστάσεις και να βάλουν το δικό τους λιθαράκι, αλλά και από το ίδιο το κείμενο, το οποίο έμεινε ημιτελές (ο Μπύχνερ πέθανε νέος και δεν το τελείωσε). Έτσι, ο Βόυτσεκ έχει μοιραία μεγάλα κενά, κάτι που δεν τον κάνει πάντως λιγότερο μνημειώδη.

Την Παπακωνσταντίνου βοήθησαν και οι πολύ καλοί ηθοποιοί της. Ιδίως ο Hendrik Arnst ήταν ένας πολύ επιβλητικός και άγριος λοχαγός- και λόγω εξωτερικής εμφάνισης. Το εντυπωσιακό και αστείο συνάμα ήταν ότι βάζοντας μία περούκα και αλλάζοντας λίγο την έκφρασή του, έμοιαζε πολύ στην Άγγελα Μέρκελ. Τη Μέρκελ την ειρωνεύθηκε πονηρά, τονίζοντας παραπάνω μία γκριμάτσα που κάνει (κάθε φορά που τελειώνει τις φράσεις της, σπρώχνει ελαφρά το στόμα προς τα κάτω) με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως ούτε η ίδια πιστεύει αυτά που λέει. Η χρήση του δεύτερου Γερμανού, του Αdrian Freiling, που ξέρει ελληνικά, ωφέλησε πάρα πολύ την παράσταση. Ο Hendrik Arnst μιλούσε στα γερμανικά, την φυσική του γλώσσα και ο Freiling τον μετέφραζε με μικρόφωνο. Το εύρημα του μεταφραστή έδωσε μία δυνατή νότα αποστασιοποίησης στην παράσταση, αλλά αξιοποίησε κι έναν σπουδαίο ηθοποιό. Ο Αdrian Freiling από την πλευρά του, όταν κι αυτός έπαιξε στην φυσική του γλώσσα ήταν πολύ ανώτερος από ό,τι στις σκηνές που ερμήνευε μιλώντας ελληνικά.

Ο πρωταγωνιστής Αργύρης Ξάφης δεν ξεκίνησε τόσο καλά. Η προσπάθεια του να παρουσιάσει με έναν πιο φυσικό τρόπο τον διαταραγμένο Βόυτσεκ, σε συνδυασμό με τις μουσικές απαιτήσεις της παράστασης, αρχικά φάνηκε να μην λειτουργεί. Όμως στην πορεία υπήρχε ξεκάθαρη βελτίωση, με τον ηθοποιό να δίνει μία δυνατή ερμηνεία, αλλά και να δικαιώνονται οι σκηνοθετικές επιλογές. Η Φένια Παπαδοδήμα (Μαρία) μου άρεσε τόσο στην πρόζα, όσο και στα μουσικά μέρη.

Δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η ερμηνεία του αρχιτυμπανιστήΤηλέμαχου Μούσα. Όμως είναι πολύ δυνατός μπασίστας, ακόμα και με δοξάρι (ο Ξάφης- Βόυτσεκ παίζει κιθάρα) και με την μουσική του δεξιοτεχνία δίνει ένα σημαντικό ατού στην παράσταση.

Το Κουαρτέτο Βόυτσεκ είναι μία δουλειά που καταφέρνει να συνδυάσει πολλά διαφορετικά στοιχεία πάνω στο σημαντικό αυτό έργο της παγκόσμιας δραματουργίας. Αν κι αρχικά ήμουν δύσπιστος στην έντονη πολιτικοποίηση της, η παράσταση της Παπακωνσταντίνου έχει ωραίο ρυθμό, έντονες εικόνες, συνδυάζει αποτελεσματικά τη μουσική με το θέατρο κι έχει καλές ερμηνείες και φουτουριστική σκηνογραφία. Συνολικά, το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό, δικαιώνοντας την σκηνοθετική πρόταση!

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις