MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Το μεγάλο μας τσίρκο- Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες;

Ένα έργο τόσο επαναστατικό, όσο και ο Θίασος του Αγγελόπουλου, όταν βγήκε την εποχή της Δικτατορίας (1973), το Μεγάλο μας Τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ανεβάζει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε συμπαραγωγή με το Θέατρο Ακροπόλ, σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Το έργο του Καμπανέλλη είναι μία πολιτική- ιστορική επιθεώρηση, με έντονες αιχμές στις κοινωνικές ομάδες που σύμφωνα με τις πολιτικές του πεποιθήσεις του συγγραφέα στηρίζουν από καταβολής του ελληνικού κράτους την κοινωνική ανισότητα και τους αποκλεισμούς, με τη βοήθεια του ξένου παράγοντα. Μία πλουτοκρατία, εκμεταλλεύτρια και ξενόδουλη, καθορίζει τον ρου της άδικης ελληνικής ιστορίας, που παράγει βολεμένους και θύματα. Ο φτωχός λαός, που πολέμησε το 1821 είναι μονίμως απέναντι και από κάτω. Το έργο, που χαρακτηρίζεται από αρκετό αντιδυτικισμό, λογικό για τα δεδομένα της δικτατορικής περιόδου, βγαίνει στον απόηχο του μετεμφυλιακού κράτους, από έναν αριστερό συγγραφέα και αυτό καθορίζει την ιστορική του κρίση πάνω στα γεγονότα.

Θεωρείται ένα επικαιρικό έργο, που ανήκει στην συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, η οποία περιγράφεται από την θεατρολόγο Μαρία Πλακονούρη ως εξής: “Όταν ο Καμπανέλλης γράφει Το μεγάλο μας τσίρκο, έχουν προηγηθεί τα γεγονότα της Νομικής, το κίνημα στο Πολεμικό Ναυτικό και η πρώτη δίκη των μελών του ΠΑΚ. Ανθίζει η ελπίδα ότι η χούντα δε θα αντέξει. Ο Αγγελόπουλος έχει γυρίσει τις Μέρες του ’36, ο Βούλγαρης, Το προξενιό της Άννας, ο Βαλτινός έχει γράψει το Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδίδονται τα περιοδικά Ηριδανός και Η Συνέχεια. Στο χώρο του θεάτρου υπάρχει μια έκδηλη τάση αντίθεσης στο διδακτορικό καθεστώς και αναπτύσσεται ένας προβληματισμός για τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο του θεάτρου.”

Το έργο μιλάει για γεγονότα που καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα της ελληνικής ιστορίας, από την αρχαιότητα ως το 1940, αλλά μέσα από ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό και ιστορικό πρίσμα. Πολλές από τις θέσεις που εκφράζει για την ελληνική ιστορία σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένες. Η βάση του έργου (που είναι μία ιστορική επιθεώρηση) δεν είναι οι διάλογοι, οι χαρακτήρες, η πλοκή, αλλά η ιδεολογία του συγγραφέα για την ελληνική ιστορία.

Ο Σωτήρης Χατζάκης πίστεψε στην σημασία των θέσεων του Καμπανέλλη για την κακοδαιμονία της φυλής μας. Όπως τονίζει: “Το Μεγάλο μας Τσίρκο είναι μια μαρτυρία για τη διαχρονία της Εθνικής μας περιπέτειας. Ένα λαϊκό έπος στο οποίο διαγράφονται ανάγλυφα οι αρετές αλλά και οι παθογένειες της φυλής, οι ανατάσεις και οι πτώσεις, οι αγώνες και οι αγωνίες ενός λαού, που φορτωμένος τη βαριά του ιστορία, δοκιμάζει τον βηματισμό του προς τον χρησμό ενός αμφίσημου μέλλοντος.”

Θεωρώντας ιστορικής σημασίας το συγκεκριμένο έργο, ο Χατζάκης έμεινε πιστός στο χαρακτήρα του “Μεγάλου μας τσίρκου” και δεν δοκίμασε να το επικαιροποιήσει. Χρησιμοποίησε μάλιστα τη μουσική της πρώτης παράστασης του Σταύρου Ξαρχάκου, σε μουσική & διεύθυνση ορχήστρας επί σκηνής του ίδιου του συνθέτη. Η μουσική αυτή- η οποία δείχνει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στον χρόνο- ήταν και το πιο σημαντικό ατού της παράστασης. Αλλά και η γλυκιά φωνή του Ζαχαρία Καρούνη στο τραγούδι δίνει το κάτι παραπάνω.

Τα σκηνικά ήταν αρκετά μινιμαλιστικά, όπως ταιριάζει σε μία αλληγορία, που παρουσιάζει, υπό μορφήν τσίρκου (σε μικρό πάντως βαθμό) την ελληνική ιστορία και κοινωνία. Στην πραγματικότητα, το εύρημα του τσίρκου περιορίζεται στους αφηγητές και δεν χρησιμοποιεί μορφές τσίρκου για την αναπαράσταση μορφών της ελληνικής ιστορίας. Η αναπαράσταση των ιστορικών μορφών, τόσο στο κείμενο, όσο και στην σκηνοθεσία, είναι αρκετά ρεαλιστική, καθώς είχε σκοπό να κινητοποιήσει το κοινό αίσθημα. Υπάρχουν έντονες αιχμές κι ένα επιθεωρησιακό χιούμορ, σε συνδυασμό με στοιχεία καθημερινότητας. Ωστόσο, οι αιχμές δεν ήταν άμεσες, καθώς υπήρχε παντού η δαμόκλειος σπάθη της λογοκρισίας, γι’ αυτό κι ο συγγραφέας ταξίδεψε πισω, στο ιστορικό παρελθόν.

Από τις ερμηνείες ξεχώρισε αυτή του Γιώργου Αρμένη, ο οποίος και λόγω υποκριτικού στυλ, ένιωθε πιο κοντά στο ιδεολογικό πνεύμα και στο θεατρικό στυλ του έργου του Καμπανέλλη. Ο Τάσος Νούσιας ως αφηγητής ήταν καλός, όπως επίσης και ως ιστορική μορφή- ιδίως ως ήρωας του 21 (αυτοί οι ανδροπρεπείς και αγωνιστικοί χαρακτήρες του πάνε πολύ). Όταν προσπαθούσε με την κινησιολογία να παραστήσει μία φιγούρα κοντά στο τσίρκο και στην κομέντια ντε λ’ άρτε ή τον Καραγκιόζη, ήταν κάπως βαρύς. Καλές εντυπώσεις αφήνει και η Μαρίνα Ασλάνογλου, χωρίς όμως να εντυπωσιάζει.

Σε γενικές γραμμές, το Μεγάλο μας τσίρκο είναι μία συμπαθητική δουλειά, που αφήνει καλές εντυπώσεις, για την μουσική, την πιστή στο χαρακτήρα του κειμένου σκηνοθεσία και τις ερμηνείες. Ωστόσο, είναι ένα έργο μεγάλο σε διάρκεια, όχι πάντα εμπνευσμένους διαλόγους, ενώ τόσο σε λογοτεχνικό, όσο και σε ιστορικό επίπεδο, είναι εγκλωβισμένο στην εποχή που γράφτηκε.

Ό,τι ήταν επαναστατικό την περίοδο της Χούντας, δεν σημαίνει ότι είναι επαναστατικό και σήμερα. Αυτή η διαρκής αναφορά στον ξένο παράγοντα, που υπονομεύει το ελληνικό μέλλον, περισσότερο ακούγεται πλέον σαν “χάιδεμα αυτιών” (όπως το “η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες” του Ανδρέα Παπανδρέου), παρά σαν κάλεσμα για επανάσταση.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις